Ως μικρό παιδί, ούτε να τα ακούσω, να φανταστείς: Από τότε που μια χρονιά -θα 'μουνα 7 χρονών- μ' έντυσαν με το ζόρι «ωραία μυλωνού» και τ' άλλα παιδάκια όρμησαν, μ' έριξαν κάτω, πήραν όλα τα κουλούρια που είχε βάλει η μανούλα μου στο καλαθάκι της μυλωνούς και μ' άφησαν να κείτομαι εκεί, στη μέση του προαυλίου, ξεμαλλιασμένη και αιμόφυρτη (ναι, ναι, αιμόφυρτη), ποτέ ξανά δε θέλησα να ντυθώ μασκαράς.
Μέχρι φέτος. Φέτος, με το που άνοιξε το Τριώδιο κάτι μου συνέβη. Λύσσαξα να ντυθώ. Λύσσαξα να με καλέσουν σε πάρτι, ρωτούσα διαρκώς δεξιά-αριστερά αν έχει ακούσει κανείς ότι γίνεται κανένα αποκριάτικο, αποφασισμένη να πάω ακόμα κι ακάλεστη. Αλλά εις μάτην. Η δεν κάνει πια ο κόσμος πάρτι ή κάνει και δεν το λέει πουθενά για το κακό το μάτι.
Όμως, σήμερα, η τύχη μου άλλαξε. Ελαβα την πολυπόθητη πρόσκληση. Να η ευκαιρία μου να ντυθώ Ιουλιέτα (να 'ναι καλά το ebay που βρήκα τη στολή σε extra large) και να βάλω επιτέλους κι εκείνη την ξανθιά περούκα - που άχτι το 'χω να με δω μια φορά ξανθομαλλούσα.
Τώρα, πού θα βρω...Ρωμαίο, είναι άλλη ιστορία. Οταν το πρωτο-ανέφερα στον Μάκη, είχα ακόμη αυτή την παράλογη ελπίδα ότι στη ζωή -που είναι γεμάτη τόσες εκπλήξεις- δεν πρέπει να θεωρούμε τίποτε δεδομένο: Ηλπιζα ότι ο Μάκης θα με κοίταζε γεμάτος κρυφή ικανοποίηση που η γυναίκα του είναι τόσο τσαχπίνα και γεμάτη κέφι για ζωή και θα μου έλεγε -δήθεν με μισή καρδιά: «Ξέρεις ότι εμένα δεν μ' αρέσουν αυτά, αλλά, άντε, αφού το θέλεις τόσο πολύ...». (Εντάξει, το είπα και μόνη μου, ήταν μια παράλογη ελπίδα). Αντ' αυτού, ο Μάκης κούνησε το κεφάλι και το χέρι του σ' εκείνη τη χαρακτηριστική χειρονομία που κάνουμε όταν σκεφτόμαστε «και πού να σφίξουν οι ζέστες» κι έκανε μεταβολή να φύγει. Τον ακολούθησα.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω νερό στο κρασί μου. (Εδώ που τα λέμε, η στολή του Ρωμαίου, με το άσπρο καλτσονάκι και τη χρυσοποίκιλτη φουφούλα, είναι κάπως...φαντασμαγορική για το χαρακτήρα του Μάκη μου).
Αρχισα σκληρές διαπραγματεύσεις:
«Δεν είναι ανάγκη να βάλεις στολή, βάλε μια φόρμα, μια πιτζάμα, ένα σορτσάκι και μια ρακέτα».
«Εγώ. Στο δρόμο. Σάββατο βράδυ. Ντυμένος μπαταλεμένος τενίστας, ή ασθενής που ξέκοψε από νοσοκομείο. Δεν τρελάθηκα».
"Για το καλό, βρε παιδί μου. Επιτέλους, πού είναι το το κέφι σου, η αφέλειά σου; Πού είναι το παιδί μέσα σου;»
«Οπου θέλει είναι. Μπορείς μου πεις τι έπαθες φέτος με τα μασκαραλίκια; Δώδεκα χρόνια μαζί, πρώτη φορά σε πιάνει τέτοιο μένος».
Πήρα το σοβαρό και περισπούδαστο ύφος μου. Επαιζα το τελευταίο μου χαρτί:
«Δεν ξέρω...Μπορεί να είναι ψυχολογικό. Ετσι...Νιώθω την ανάγκη φέτος να κάνουμε κάτι διαφορετικό, να ξεσκάσουμε. Ν' ανέβει το ηθικό μας. Είναι κι όλη αυτή η «μαυρίλα», η καταστροφολογία, γύρω μας: 'Τα χειρότερα είναι ακόμη μπροστά μας'. 'Η Ελλάδα δεν έχει μπει ακόμη στην κρίση'. 'Απο δω και πέρα να δείτε τι μας περιμένει'. Γιατί, μέχρι πρόσφατα, βλέπεις, λειτουργούσαν όλα άψογα...Ναι... Στη Νορβηγία ζούσαμε τόσα χρόνια και πρέπει τώρα ν' αρχίσουμε να φοβόμαστε μην καταρρεύσει η εύρυθμη λειτουργία του κράτους και μη μας λείψουν οι ψηλές συντάξεις, η πρόνοια, η περίθαλψη και η δωρεάν εκπαίδευση. Δε λεν εκεί 'δόξα τω Θεώ', καλύτερα. Κουτί μας ήρθε η παγκόσμια κρίση. Και βρήκαμε κάπου να τα ρίξουμε και δεν τολμάνε να μας την πούνε γιατί έχουν όλοι τα χάλια τους. Τι παραπάνω έχω να φοβάμαι λοιπόν; Εγώ ό,τι είχα να φοβηθώ το φοβήθηκα από τότε που έβγαλα το λύκειο. Τώρα πια, δεν ελπίζω σε τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα...»
«Είσαι ελεύθερη;», μ' έκοψε ο Μάκης, φανερά ασυγκίνητος από το οικονομικο-πολιτικό μου παραλήρημα και με μια ελαφριά δόση... ειρωνείας (;) στο βλέμμα.
«Γι' αυτό σου λέω...», ξεκίνησα να λέω.
«ΔΕΝ ΝΤΥ-ΝΟ-ΜΑΙ. Καλή προσπάθεια πάντως. Εχεις ταλέντο, μην τ' αφήσεις», είπε και με χτύπησε στην πλάτη με συγκατάβαση.
Κάπως έτσι, λοιπόν, η Ιουλιέτα μου το πήρε απόφαση πως θα αναγκαστεί να πάει στο πάρτι του Σαββάτου... σινγκλ.
Μαρία Τσάκου - Κουιμάνη
tsakou@reporter
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr