Μετά από δευτερόλεπτα κι άλλη δόνηση. Και μαζί ένα μουγκρητό. Αυτή τη φορά, με όλες τις αισθήσεις σε υπερδιέγερση, το αναγνώρισα: Ηταν ο ήχος που ακούγεται όταν έρχεται μήνυμα σ' ένα κινητό. Ψηλάφισα στο σκοτάδι. Το βρήκα ανάμεσά μας, δίπλα στο μαξιλάρι του Μάκη και το πήρα στα χέρια για να το επεξεργαστώ. Αμέσως κατάλαβα πως δεν ήταν το κινητό τηλέφωνο που γνώριζα. Ηταν πλακέ και τετράγωνο. Το αναγνώρισα με φρίκη: Ηταν ένα Blackberry. Ένα Βλακ-berry.
Πηγή του αποτροπιασμού μου δεν ήταν το γεγονός ότι το είχε αποκτήσει και εγκαταστήσει δίπλα του, στο μαξιλάρι, χωρίς να μου πει τίποτα. Σ' αυτή του τη συμπεριφορά ήμουν συνηθισμένη. Ο Μάκης δε μου λέει πολλά από τα πράγματα που αφορούν εκείνον. Σ' αυτό διαφέρουμε εντελώς: Εγώ, εκ χαρακτήρος, δεν μπορώ να κρύψω τίποτε. Πόσες φορές έχω ορκιστεί να μην του αποκαλύψω κάτι και μόλις τον δω «σπάω» και τα παραδέχομαι όλα, χωρίς να με αναγκάσει κανείς. Ετσι. Μόνο με την ιδέα. Αντιθέτως, εκείνος λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή: «Οσο πιο λίγα γνωρίζεις, τόσο το καλύτερο για σένα». (Αφού, συχνά, αναρωτιέμαι μήπως είναι μυστικός πράκτορας της βρετανικής ΜΙ5. Εχω ενδείξεις...).
Εκείνο, όμως, που στην παρούσα περίπτωση με αναστάτωσε, ήταν το γεγονός ότι το Blackberry είχε «γλιστρήσει» μέσα στο κρεβάτι μας, παρόλο που ο Μάκης ήξερε πολύ καλά τα αισθήματά μου γι' αυτό. Το εργαλείο του σατανά. Που αν του ανοίξεις την πόρτα για να μπει στη ζωή σου, σιγά-σιγά την καταλαμβάνει ολόκληρη, ώσπου μια μέρα συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι τίποτε πια δεν είναι το ίδιο: Η βραδινή έξοδος με φίλους, μια ήρεμη συζήτηση, ο κυριακάτικος καφές, η βόλτα, το ταξίδι...
Του το είπα και μου απάντησε σκεπτικός: «Δε γίνεται αλλιώς. Είναι απαραίτητο για τη δουλειά μου. Τα βαπόρια δεν έχουν εργάσιμες ώρες. Δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι συνέχεια στο νερό». Το βλέπω ότι το εννοεί κι αυτό με συγκρατεί. Πράγματι, εγώ δεν ξέρω. Ομως ήταν κι ο πατέρας μου ναυτικός. Κι ο θείος, κι ο άλλος θείος. Και καταλαβαίνω πώς είναι να νοιάζεσαι το βαπόρι, γιατί έτσι έχουμε μεγαλώσει όλοι στην οικογένεια μου. Με τη διαφορά ότι εκείνοι, όταν ταξίδευαν, έστελναν σπάνια μήνυμα στην ξηρά και τηλεφωνούσαν ακόμα πιο σπάνια. Δεν υπήρχε η τεχνολογία για κάτι τέτοιο. Πορεύονταν όπως μπορούσαν κι έκαναν ό,τι καταλάβαιναν.
Δεν ξέρω αν οι σημερινοί καπεταναίοι είναι τυχερότεροι, ή πιο άτυχοι. Αν η διαφέντευση ενός τεράστιου, πλωτού, αεικίνητου, σιδερένιου θηρίου μπορεί ποτέ, πραγματικά, να γίνει κάτι που θα το μοιραστούν δυο άνθρωποι: Ο ένας στη στεριά κι ο άλλος στη θάλασσα. Δεν ξέρω αν αυτό αφαιρεί κάτι κι απ' τους δύο: την πλήρη κι αποκλειστική ευθύνη. Κι ούτε ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό ή αδιάφορο. Απλά αναρωτιέμαι. Αυτό μόνο μπορώ να κάνω.
Σε ένδειξη σεβασμού, ο Μάκης αφήνει πλέον το Blackberry στο κομοδίνο.
Μαρία Τσάκου Κουϊμάνη
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr