Αγος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Πρόκειται για την όγδοη κατά σειρά αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα χρόνο ( από 2% που ήταν το βασικό επιτόκιο τον περασμένο Δεκέμβριο στο 4% σήμερα) κάνοντας έτσι ακόμη πιο επαχθέστερα τα βάρη του κόστους αποπληρωμής του δανεισμού, σε όλους τους δανειολήπτες για τους οποίους η επιβάρυνση αγγίζει ακόμη και τα 2.000 ευρώ σε ετήσια βάση.
Βέβαια η αύξηση των επιτοκίων δεν αυξάνει μόνο τις οικονομικές επιπτώσεις στην τσέπη των καταναλωτών. Ανάλογο πλήγμα δέχονται οι εξαγωγικές εταιρίες οι οποίες έχουν συνάψει δάνεια στο ευρωπαϊκό νόμισμα αλλά και η αγορά κατοικίας καθώς η αύξηση των ευρωεπιτοκίων στα υψηλά έξι χρόνων κάνει ακόμη πιο διστακτικούς τους υποψήφιους αγοραστές ακινήτων λόγω της αύξησης που υπεισέρχεται στην τοκοχρεωλυτική δόση του στεγαστικού δανείου.
Αύξηση, η οποία αποτυπώνεται καλύτερα στα παραδείγματα εξόφλησης ενός δανείου που επιμελήθηκε ο R, και στα οποία περιλαμβάνονται σωρευτικά οι αυξήσεις των ευρωεπιτοκίων που έχουν πραγματιοποιηθεί.
Στο πλαίσιο αυτό μία άνοδος του επιτοκίου κατά 0,25%, σημαίνει αύξηση της μηνιαίας δόσης 20ετούς δανείου ύψους 250.000 ευρώ και με νέο επιτόκιο στο 5,5% κατά 35,11 ευρώ, από 1684,61 σε 1719,72 ενώ σε ετήσια βάση η αύξηση είναι της τάξης των 421,32 ευρώ.
Η «δεινή» θέση όμως στην οποία θα περιέλθουν όσοι έχουν πάρει δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου αποτυπώνεται καλύτερα στο παρακάτω παράδειγμα, όπου λαμβάνεται υπόψη το περσινό επιτόκιο ύψους 2,75%.
Συνεπώς, για το ίδιο δάνειο ύψους 250.000 ευρώ και με 240 δόσεις αποπληρωμής, η αύξηση της μηνιαίας βάσης είναι κατά 159,53 ευρώ, δηλαδή, από 1.355,42 ευρώ σε 1.514,95 ευρώ. Σε ετήσια βάση, η αύξηση είναι της τάξης περίπου των 2.000 ευρώ.
Εάν συνυπολογιστεί σε όλα τα παραπάνω και το αποτέλεσμα της έρευνας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ) ότι η αύξηση του δανεισμού κινείται τρεις φορές ταχύτερα από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και ότι ήδη έχουν προηγηθεί έξι αυξήσεις επιτοκίων τότε εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς το πλήγμα που επέρχεται για όλους τους δανειολήπτες.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος «κρούει» συνεχώς τον «κώδωνα του κινδύνου» για την υπερχρέωση των νοικοκυριών τα οποία δανείζονται με ρυθμό 1,5 δισ. ευρώ το μήνα ή 30%.
Ετσι λοιπόν πολλά νοικοκυριά θα βρεθούν μπροστά σε αδυναμία εξόφλησης αυτών των δανείων και ιδιαίτερα όσα από αυτά έχουν πάρει στεγαστικά καθώς τα κυμαινόμενου επιτοκίου αποτελούν την πλειοψηφία των δανείων.
Οπως επισημαίνει στο « R» ο Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικών Ερευνών κ. Τάκης Χριστοδουλόπουλος, η συνεχόμενη αύξηση των επιτοκίων έχει πολλαπλές αρνητικές προεκτάσεις, καθώς πλήττει, πέρα από τα νοικοκυριά, τον κλάδο των εξαγωγών, αφού αυξάνεται υποχρεωτικά η τιμή των προϊόντων, τον ξενοδοχειακό τομέα, όπου οι ιδιοκτήτες προβαίνουν σε αύξηση των τιμών των δωματίων, αλλά και την εθνική οικονομία γενικότερα, καθώς εξασθενεί ο «ζωτικός» κορμός του που δεν είναι άλλος από τους ίδιους τους καταναλωτές.
Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδουλόπουλο, μια νέα αύξηση των επιτοκίων μέχρι το τέλος του 2007, που είναι και το πιθανότερο σενάριο, θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις τσέπες των δανειοληπτών, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη δυσχερέστερη η αποπληρωμή των δόσεων.
Για το σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος του ΕΙΧΕ εκφράζει την άποψη ότι «αν κάτι πρέπει να αλλάξει, αυτό είναι η νοοτροπία του Έλληνα καταναλωτή, ο οποίος τις περισσότερες φορές προτού προβεί στη λήψη ενός δανείου, λαμβάνει υπόψη του μόνο το συγκυριακό επιτόκιο, αψηφώντας τους κινδύνους που εγκυμονούν από τι
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr