Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

Ο λόγος για το προβάδισμα που αποκτούν ανταγωνιστικές χώρες όπως η Τουρκία, καθώς τυγχάνουν πλέον πιο ευνοϊκής εμπορική πρόσβασης στην άκρως σημαντική αμερικανική αγορά.
Οι εξαγωγές ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ φτάνουν τα 75 εκατ. ευρώ, ενώ οι ελιές αποτελούν ισχυρότερη κατηγορία, με εξαγωγές ύψους 201 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 27,4% των συνολικών εξαγωγών τροφίμων και ποτών προς την αγορά αυτή.
Όπως επισημάνθηκε σε συνέδριο που διοργάνωσε η εταιρεία Μύλοι Σόγιας με θέμα «Βρώσιμα έλαια, διεθνής αγορά, βιομηχανία και έρευνα», το ελαιόλαδο πλέον αλλά και οι βρώσιμες ελιές θα έχουν εγγενές μειονέκτημα για περαιτέρω διείσδυση ή και διακράτηση μεριδίων έστω κι αν είναι προϊόντα υψηλής αξίας. Με βάση αναφορές αν και με μικρό μερίδιο στην αμερικανική αγορά – μόλις 3% επί των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ και άρα μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης, πλέον τα προσκόμματα είναι πολλά.
Κι αυτό γιατί η Τουρκία έχει δασμούς για είσοδο των προϊόντων της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μόλις 10 τοις 100 σε αντίθεση με το διπλάσιο ποσοστό που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά προϊόντα.
Νέο πεδίο ανταγωνισμού με την Τουρκία
Είναι προφανές ότι η Τουρκία, με προβλεπόμενη παραγωγή 474.000 τόνων το 2024/2025, αποκτά σταθερά ρόλο βασικού προμηθευτή στην παγκόσμια αγορά, με ιδιαίτερα χαμηλούς δασμούς. Η Τυνησία, παρά την αστάθεια της, εκτιμάται ότι θα διπλασιάσει την παραγωγή της, ενώ η Αίγυπτος συνεχίζει τη σταθερή ενίσχυση του ρόλου της. Πρόκειται για χώρες που, πέρα από το παραγωγικό πλεονέκτημα κόστους, διαθέτουν πρόσβαση σε κρίσιμες αγορές όπως οι ΗΠΑ με λιγότερους περιορισμούς, με αποτέλεσμα να καθίστανται άμεσες απειλές για τα ελληνικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη στρατηγικής στήριξης της ελληνικής ελαιοπαραγωγής είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ, αν η χώρα επιθυμεί να διατηρήσει τον ρόλο της ως εξαγωγική δύναμη και να μην παρακολουθεί από το περιθώριο την αναδιάταξη των ισορροπιών στην παγκόσμια αγορά, τονίστηκε. Μάλιστα επισημάνθηκε ότι ελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία εξετάζουν το ενδεχόμενο στήριξης των εξαγωγών τους.
Η εικόνα
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας για τις ποσότητες ελαιολάδου και πυρηνελαίου που εισάγουν οι ΗΠΑ από διάφορες χώρες. Σημειωτέον πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη εισαγωγό χώρα ελαιολάδου
Σύμφωνα με αυτά απ’ το 2018 ως το 2024 η Ισπανία εξήγαγε κατά μ.ο. σχεδόν 126 χιλ. τόνους στις ΗΠΑ ή περίπου το 34% των συνολικών αμερικανικών εισαγωγών ελαιολάδου. Αντίστοιχα η Ιταλία 114 χιλ. τόνους (31%), η Τυνησία 57 χιλ. τόνους (15%), η Τουρκία σχεδόν 23 χιλ. τόνους (6%), η Πορτογαλία με 14 χιλ. τόνους (4%), η Ελλάδα 12 χιλ. τόνους (3%) και η Αργεντινή με 9 χιλ. τόνους περίπου (2%). Συνολικά οι ΗΠΑ, με ετήσιους όγκους που ξεπερνούν τους 360.000 τόνους και μέσο όρο εξαετίας σχεδόν 373.000, αποτελούν μακράν τον μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας που παρουσίασε ο Μανώλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ).
Η σημασία της αγοράς
Η σημασία της αμερικανικής αγοράς ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς την παγκόσμια κατανομή των εισαγωγών ελαιολάδου, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας που παρουσίασε ο Μανώλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ). Με ετήσιους όγκους που ξεπερνούν τους 360.000 τόνους και μέσο όρο εξαετίας σχεδόν 373.000, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν μακράν τον μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή της Ελλάδας παραμένει οριακή, γεγονός που αποτυπώνει το έλλειμμα εμπορικής διείσδυσης αλλά και τη δυνητικά μεγάλη ευκαιρία.
Οι προοπτικές στην παραγωγή
Το όλο πρόβλημα εντείνεται από τις παραγωγικές αστάθειες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια, αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης. Η ελαιοκομική περίοδος 2023/2024 ήταν μια από τις χειρότερες της τελευταίας δεκαετίας για τις μεγάλες ελαιοπαραγωγούς χώρες της Ε.Ε., με την Ελλάδα να περιορίζεται στους 120.000 τόνους, την Ισπανία στους 739.000 και την Πορτογαλία κάτω από τους 100.000. Η πτώση συνδέεται με παρατεταμένη ξηρασία, υψηλές θερμοκρασίες και απώλειες καρπού, οι οποίες επηρεάζουν πλέον διαχρονικά την απόδοση των ελαιοδέντρων.
Η επερχόμενη χρονιά αναμένεται να δώσει ανάσα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου, η Ελλάδα προβλέπεται να διπλασιάσει την παραγωγή της φτάνοντας τους 250.000 τόνους, ενώ η Ισπανία εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το ένα εκατομμύριο. Όμως η ανάκαμψη αυτή δεν αίρει τις δομικές ανεπάρκειες στην εγχώρια αγορά, όπως την έλλειψη στοχευμένης εθνικής στρατηγικής, την απουσία οργανωμένης ενίσχυσης της παραγωγής, και τις χαμηλές επενδύσεις στον τομέα.
Όπως επισημάνθηκε στο συνέδριο της Μύλοι Σόγιας, την ώρα που χώρες όπως η Ισπανία συνεχίζουν τις φυτεύσεις νέων ελαιόδεντρων και επενδύουν σε δομές εξωστρέφειας με στόχο την υπερπαραγωγή άνω των 2 εκατ. τόνων, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και την αποδιοργάνωση της εσωτερικής αγοράς, με το χύμα προϊόν να παραμένει κυρίαρχο και τις επώνυμες συσκευασίες να υποχωρούν.
Γιώργος Αλεξάκης