Στην υπόθεση εμπλέκονται συνολικά 14 άτομα, ιδιώτες και υπάλληλοι του δήμου Αθηναίων – μέλη εγκληματικής οργάνωσης – που φέρονται να ζητούσαν ανταλλάγματα από καταστηματάρχες, προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο ή τα πρόστιμα για παραβάσεις. Ο «τζίρος» τους ξεπερνάει τις 700.000 ευρώ ανά έτος.
Οι ρόλοι και το modus operandi
Στην εν λόγω οργάνωση, αρχηγικά μέλη της οποίας ήταν δύο ιδιώτες -ένας άνδρας και μία γυναίκα- είχαν στρατολογηθεί και ενταχθεί ως μέλη Προϊστάμενος δημοτικής Αρχής, αλλά και υπάλληλοι έτερων δημόσιων υπηρεσιών του νομού Αττικής, αρμόδιοι για ελέγχους καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ενώ συμμετείχαν και άλλοι ιδιώτες, οι οποίοι είχαν διακριτούς μεταξύ τους ρόλους, και συγκεκριμένα:
- 43χρονη και 64χρονος (ιδιώτες), αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, συντόνιζαν τη δράση όλων των μελών, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων,
- 41χρονος ιδιώτης, συγγενικό πρόσωπο της 43χρονης, είχε αναλάβει τον ρόλο του εισπράκτορα – ταμία παραλαμβάνοντας τα χρηματικά ποσά από τους καταστηματάρχες, τα οποία αποθήκευε και εν συνεχεία, κατ’ εντολή των αρχηγικών μελών, διαμοίραζε στα υπόλοιπα μέλη. Επίσης, εκτελούσε χρέη οδηγού και συνοδού της 43χρονης,
- 75χρονη, συγγενικό πρόσωπο της 43χρονης και του 41χρονου, είχε παραχωρήσει χώρο στην οικία της για την αποθήκευση των χρημάτων,
- 55χρονος είχε αναλάβει χρέη οδηγού της 43χρονης, καθώς και ρόλο εισπράκτορα,
οι υπόλοιποι, κατέχοντας θέση στον δημόσιο τομέα, ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχείων και οικοδομικών εργασιών (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.) και διαδραμάτιζαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της, χωρίς τη συνδρομή τους.
Ως προς τον τρόπο δράσης (modus operandi) της οργάνωσης:
Τα αρχηγικά μέλη προσέγγιζαν καταστηματάρχες, κυρίως στην περιοχή της Αθήνας, στους οποίους προσέφεραν και παρείχαν προστασία, με σκοπό να αποφύγουν βλάβη της επιχείρησης, μέσω της αποτροπής βεβαίωσης διοικητικών παραβάσεων,
Κατ’ εντολή των αρχηγικών μελών, οι υπάλληλοι διενεργούσαν στοχευμένους ελέγχους στα εν λόγω καταστήματα, προκειμένου να εξαναγκαστούν να υποκύψουν στις εκβιάσεις.
Οι υπάλληλοι παρείχαν πληροφορίες σχετικά με επικείμενους ελέγχους καταστημάτων, που γνώριζαν μέσω των υπηρεσιών τους, στα αρχηγικά μέλη, οι οποίοι στη συνέχεια ενημέρωναν τους καταστηματάρχες προκειμένου να είναι προετοιμασμένοι.
Οι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά προκειμένου να παραβλέπουν διαπιστωθείσες παραβάσεις, καθώς και για να βεβαιώνουν ψευδή γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν μετέβαιναν για τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων και συνέτασσαν ψευδή έγγραφα.
Για την επίτευξη του παράνομου σκοπού τους, τα αρχηγικά μέλη κατηύθυναν τους υπαλλήλους για στοχευμένους ελέγχους σε καταστήματα, καθώς και για τη βεβαίωση συγκεκριμένων παραβάσεων σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο οι καταστηματάρχες εξαναγκάζονταν να απευθυνθούν στην οργάνωση, προκειμένου να προστατευτούν, καταβάλλοντας χρηματικό αντίτιμο.
Σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων δεν δέχονταν την προστασία που τους παρείχε η οργάνωση, δέχονταν απειλές ότι θα υπόκεινται σε ελέγχους δημοτικών Αρχών και θα τους βεβαιώνονται διοικητικά πρόστιμα.
Τα μέλη, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η δράση τους, λάμβαναν μέτρα προστασίας, με τις συναντήσεις τους (μεταξύ τους ή με τους καταστηματάρχες) και τις δωροληψίες να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένους χώρους και εν συντομία, ενώ οι επικοινωνίες τους πραγματοποιούνταν και μέσω διαδικτυακών εφαρμογών με αυστηρά μέτρα προστασίας.
Οι «ταρίφες»
Τα μέλη της οργάνωσης λάμβαναν χρηματικά ποσά που κυμαίνονται από 6.000 έως 16.000 ευρώ ανά έτος, από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, 1.500 ανά έτος από περίπτερα, ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις που έλαβαν αμοιβές από 1.000 έως 35.000 ευρώ για μια παράνομη ενέργεια ή παράλειψη.
Τα ανωτέρω ποσά, στη συνέχεια, διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης και ειδικότερα για την παράνομη δράση τους ενδεικτικά λάμβαναν:
- υπάλληλος Δημοτικής Αστυνομίας: από 3.000 έως και 6.000 ευρώ ανά κατάστημα, ανά έτος.
- υπάλληλος Υπηρεσιών Δόμησης: από 1.000 έως και 2.500 ευρώ ανά περίπτωση.
- υπάλληλοι Διευθύνσεων Υγειονομικού Ελέγχου: από 250 έως και 2.000 ευρώ ανά περίπτωση.
- υπάλληλοι Υπουργείου Πολιτισμού: από 6.000 έως και 10.000 ευρώ ανά περίπτωση.
Από τις έως τώρα έρευνες, έχουν διακριβωθεί 47 περιπτώσεις, ενώ το συνολικό όφελος εκτιμάται ότι ξεπερνάει το ποσό των 700.000 ευρώ ανά έτος.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- 439.140 ευρώ
- 26 ρολόγια
- χρυσή λίρα
- 19 κινητά
- 3 φορητοί υπολογιστές
- 3 σκληροί δίσκοι
- 7 φυσίγγια
- σπρέι πιπεριού
- 96 δισκία αναβολικής ουσίας
- πλήθος σφραγίδων, υπεύθυνων δηλώσεων και εγγράφων
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr