Πιο συγκεκριμένα, μιλώντας στην ΕΡΤ, ο ίδιος σημείωσε ότι τα συγκεκριμένα αεροπλάνα (CL-215) δεν έχουν σύστημα εκτίναξης ή διαφυγής. Όπως τόνισε, η καλύτερη ελπίδα που έχουν οι χειριστές σε περίπτωση που συμβεί κάτι, είναι να επιχειρήσουν αναγκαστική προσγείωση έστω και σε ανώμαλο έδαφος, όπως συνέβη το 2015 στη Λακωνία και το 2016 στα Δερβενοχώρια.
Συνεχίζοντας, σημείωσε πως είναι άγνωστο το τι συνέβη προηγουμένως και η τροχιά του αεροπλάνου το οδήγησε μέσα στο εδαφικό ανάγλυφο. «Από κει και ύστερα δεν υπήρχε ούτε χρόνος αλλά κυρίως ούτε χώρος ελιγμών (…) Και αμέσως μετά τη ρίψη, επειδή το αεροπλάνο ελαφρώνει, εκτινάσσεται στον αέρα και λαμβάνεται κι αυτό υπόψη για το πώς μπορεί να ακολουθήσει μετά η τροχιά του ιπτάμενου μέσου», δήλωσε.
Παράλληλα, και όσον αφορά στο πώς αποφασίζεται το ύψος από το οποίο θα γίνει η ρίψη, ο ειδικός υπογράμμισε ότι η εκπαίδευση των πιλότων γίνεται με βάση προδιαγραφές.
Δηλαδή, υπάρχει ένα σημείο εισόδου στην περιοχή της φωτιάς και ένα υπολογιζόμενο σημείο εξόδου. Πριν γίνει η ρίψη, τα canadair περνάνε από πάνω και κάνουν επιθεώρηση του χώρου, ιδιαίτερα αν είναι η πρώτη φορά η πρώτη ρίψη της ημέρας μετά την υδροληψία.
«Είναι θέμα εμπειρίας, είναι θέμα συνθηκών και βέβαια όλα γίνονται με γνώμονα την ασφάλεια. Είναι απόφαση του πιλότου μέχρι τι βάθος θα κατέβει για να κάνει τη ρίψη, χωρίς να υπάρχει κάποιο σύστημα ή κάποιο άλλο βοήθημα, δυστυχώς» κατέληξε.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr