Σύμφωνα με πληροφορίες η έφεση που άσκησε το δημόσιο (και προφανώς προκαλεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα) στηρίζεται σε έξι λόγους, νομικούς και πραγματικούς, ανάμεσα στους οποίους, ότι η φονική πυρκαγιά υπήρξε «περιστατικό ανωτέρας βίας», δηλαδή ότι ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί.
Ειδικότερα στην έφεση του δημοσίου, αναφέρεται ότι το δικαστήριο που επιδίκασε την αποζημίωση όφειλε να διατάξει πραγματογνωμοσύνη για να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα, ενώ επικαλείται «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο» ενώ φθάνει ως το σημείο να ισχυρίζεται ότι «υπήρξε αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών».
Παράλληλα, στην έφεση αναφέρεται ότι η έλλειψη εισήγησης από την Πυροσβεστική για εκκένωση της περιοχής, δεν επέφερε το θανατηφόρο αποτέλεσμα με την εκατόμβη των νεκρών, ενώ διατυπώνεται και ο ισχυρισμός ότι ελήφθησαν μέτρα «άκρας επιμέλειας» και πως «η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλωνόνταν σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…».
Επίσης στην έφεση του δημοσίου αναφέρεται ότι δεν είχε υλοποιηθεί τότε το σύστημα του 112, ότι οι δρόμοι εντός και πέριξ των οικισμών ήταν δαιδαλώδεις, χωρίς ρυμοτομία και με αδιέξοδα καθώς και ότι η φωτιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα και οι άνεμοι έπνεαν με 10 η 11 μποφόρ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr