«Δεν ήταν μέντορας ο Φασιανός διότι δεν ήταν διδακτικός. Για μένα ήταν πατρική φιγούρα, η παρέα μαζί του ήταν περισσότερο μάθημα ζωής και όχι μάθημα ζωγραφικής» λέει ο Χαδούλης. «Προσωπικά με σημάδεψε, με επηρέασε πάρα πολύ. Ξεκίνησα να κάνω παρέα μαζί του όταν ήμουν 18 χρονών και σπούδαζα στο Παρίσι. Τότε ο Φασιανός ήταν 50 και ζούσε το μισό χρόνο στο Παρίσι, τον χειμώνα, και το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Κάναμε καθημερινή παρέα, συναντιόμασταν κάθε απόγευμα σε ένα καφέ, στο Pre aux Clercs, περοκλέ το λέγαμε για πλάκα μεταξύ μας και εκεί περνούσαν και πολλοί άλλοι, Έλληνες και ξένοι από το χώρο της ζωγραφικής, των τεχνών, του πολιτισμού. Εγώ ήμουν κάθε μέρα μαζί του και αυτό που μου προσέφερε αυτή η επαφή ήταν ανεκτίμητο. Διότι όπως καταλαβαίνετε, όταν είσαι 18 ετών πρωτοετής φοιτητής, το να σε αποδέχεται ως καθημερινή παρέα, ως φίλο του, ένας ήδη πολύ πετυχημένος 50άρης ζωγράφος, αναγνωρισμένος στην Ελλάδα και διεθνώς, ήταν πάρα πολύ μεγάλη ένεση αυτοπεποίθησης. Και ιδιαίτερα επειδή η σχέση δεν ήταν σχέση δάσκαλου μαθητή, ο Φασιανός δεν δίδασκε, ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλο. Προσέφερε στους νέους μια ισότιμη σχέση, συμμετείχες ισότιμα σε παρέες με κορυφαίους διανοούμενους. Αυτό που σου έλεγε ο Φασιανός, είναι να κάνεις αυτό που σου αρέσει στη ζωγραφική, ακόμη και αν δεν είναι της μόδας, ακόμη και αν δεν το βλέπουν οι άλλοι. Κάποια στιγμή θα το δούνε, έλεγε. Το ίδιο εξάλλου έκανε και ο ίδιος. Αυτά που ζωγράφιζε δεν ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Της μόδας ήταν η αφηρημένη τέχνη. Εκείνος έγινε αποδεκτός με μια εντελώς προσωπική ζωγραφική. Και έκανε τεράστια καριέρα στο Παρίσι με αυτή την διαφορετική ζωγραφική».
«Αυτό που έχει μεγάλη σημασία για μένα ήταν ότι τον έβλεπα πως ζούσε και έπαιρνα μαθήματα ζωής. Μίλαγε λίγο, δεν εξηγούσε αλλά σε στήριζε, σε αναγνώριζε, σου έδινε εμπιστοσύνη και αποκτούσες πίστη στον εαυτό σου. Ήταν στο μεταξύ ένας φοβερά απλός άνθρωπος. Ντυνόταν απλά, φτωχικά θα έλεγα, πηγαινοερχόταν με το μετρό, έτρωγε στα καφέ και στα κινέζικα με τους νέους, δεν θα πίστευες ποτέ ότι είναι ένας τόσο πετυχημένος ζωγράφος. Η προσέγγιση του στα πράγματα ήταν πάντα πολύ νεανική. Είχε μια παιδικότητα, είχε περιέργεια, παρατηρούσε τι συμβαίνει γύρω του και ζωγράφιζε όπου να’ ναι, με ότι έβρισκε πρόχειρο, δεν είχε ανάγκη συγκεκριμένου περιβάλλοντος ή εξοπλισμού. Έφτιαχνε σχέδια στο χαρτί του καφενείου και αυτό κάναμε τότε μαζί, ζωγραφίζαμε παντού, συνέχεια. Αυτό μου έδινε φοβερή αυτοπεποίθηση, πίστη στον εαυτό μου, διότι στα 19 μου με αναγνώριζε ένας πολύ σπουδαίος ζωγράφος. Και φυσικά στη συνέχεια με βοήθησε πολύ διότι μου γνώρισε τους φίλους του, ζωγράφους, γκαλερίστες, ποιητές, πολύ σπουδαίους ανθρώπους και στην πρώτη μου έκθεση έγραψε το εισαγωγικό σημείωμα. Και σε άλλες εκθέσεις μου στη συνέχεια».
«Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι πόσο απλός ήταν ο Φασιανός, πόσο απλά ζούσε. Ενώ είχε ένα φοβερά νεανικό μυαλό, είχε μια ας πούμε, γεροντίστικη εμφάνιση από μικρός, ντυνόταν γεροντίστικα, δεν τον ένοιαζε. Δεν ξόδευε, παρόλο που έβγαζε πολλά λεφτά, ζούσε ασκητικά, σχεδόν σαν φοιτητής. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στο σπίτι του στο Παρίσι. Εγώ ως φοιτητής έμενα σε ένα διαμέρισμα 32 τετραγωνικά με δυο δωμάτια. Φανταζόμουν ότι εκείνος θα ζούσε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα. Πήγα σπίτι του και είχε μόνο ένα δωμάτιο. Είχα μεγαλύτερο σπίτι από τον Φασιανό!»
«Στην Ελλάδα είχε φτιάξει ένα πολύ ωραίο σπίτι στου Παπάγου, ζούσε εκεί με την οικογένεια του, τα τρία αδέρφια του και τη μητέρα του πριν παντρευτεί. Και ενώ ζούσε ασκητικά, δεν ήταν τσιγκούνης. Αντίθετα, βοήθαγε τους φίλους του χωρίς ποτέ να το λέει σε κανέναν. Θα σας πώς μια ιστορία: Ήθελα να αγοράσω ένα αυτοκίνητο και πούλησα το παλιό που είχα, αλλά έλειπαν μερικά λεφτά, ας πούμε 500.000 δραχμές. Με το που του το είπα, λέει «περίμενε» και κάθεται και φτιάχνει ένα μικρό έργο. Φωνάζει τη Μαρίζα – τη μελλοντική γυναίκα του – που ήταν ντήλερ έργων τέχνης και της το δίνει για πούλημα. Πόσο; του λέει η Μαρίζα, 500.000 της απαντάει. Του δίνει μια επιταγή, την υπογράφει και μου τη δίνει. «Πάρε το αυτοκίνητο» μου λέει. Δεν ήταν καθόλου τσιγκούνης, έδινε λεφτά σε πολύ κόσμο, έδινε λεφτά στην Αρχαιολογική υπηρεσία, στήριζε διάφορους σκοπούς».
«Δεν είχε κανένα σνομπισμό, ήταν street wise με την έννοια ότι όλη μέρα τριγυρνούσε στην αγορά. Έκανε παρέα με τον μπακάλη, με τον κουρέα, πέρναγε και τους έβλεπε, καθόταν μαζί τους, έκαναν πλάκα, συζητούσαν, ήταν άνθρωπος της αγοράς. Και ταυτόχρονα έκανε παρέα με τον Ιόλα, τον Τσαρούχη, τον Ταχτσή, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, αλλά και με τον Αραγκόν, τον Ζαν Μαρί Ντρο, σπουδαίους διανοούμενους. Ήταν πολύ φίλος με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ήταν συμμαθητές αυτοί οι τρείς στο σχολείο στο Μεταξουργείο, εκεί γεννήθηκε και ίσως αυτό να τον έκανε έτσι, απλό και άνθρωπο της αγοράς, street wise”.
«Είχαν περάσει βέβαια όλοι αυτοί δύσκολα χρόνια ως παιδιά, πόλεμο, κατοχή, πείνα, αυτό ήταν ίσως που τον έκανε να ζει έτσι ασκητικά. Και το ενδιαφέρον είναι ότι τα πράγματα τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα, που ένας νέος ζωγράφος θεωρεί ότι θα κάνει μια καριέρα σε μια οργανωμένη αγορά. Τότε απλώς ζωγράφιζαν και όταν έτυχε μια καλή συγκυρία, στα 40 του, αναγνωρίστηκε και άρχισε να βγάζει λεφτά. Αλλά ποτέ ο Φασιανός δεν σκέφτηκε να κάνει ότι έκανε για τα λεφτά. Έκανε πάντα αυτό που του άρεσε και τελικά αυτό αναγνωρίστηκε και τον καταξίωσε φέρνοντας του και λεφτά. Και αυτό είναι το μεγάλο μάθημα από τον Φασιανό. Κάνε ότι σου αρέσει, πίστεψε το ένστικτο σου και κάποια στιγμή θα σε δούνε και οι άλλοι. Μη σε νοιάζει αν δεν σε βλέπουν στην αρχή. Κάνε το δικό σου και θα βγεις νικητής».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr