«Θέλω να τονίσω πως είμαι συντετριμμένος, «διαλυμένος» ψυχικά και μετανιωμένος γι’ αυτό που έπραξα, από το επόμενο κιόλας δευτερόλεπτο, δι’ ον λόγο και εμφανίστηκα στο κατά τόπον αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, όπου εξιστόρησα με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί. Δεν έπρεπε να ενεργήσω έτσι. Δεν ήξερα τι έκανα, θόλωσα! Άκουγα τις καταγραφές όπου αποτυπώνονται οι εξωσυζυγικές ερωτικές πράξεις της συζύγου μου, όχι απλώς στην κατοικία μας αλλά στο δωμάτιο του παιδιού μας και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω, χωρίς να μπορώ, τι είχε συμβεί. Το άκουγα και αισθανόμουν μια ζάλη, ότι είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, χωρίς να μπορώ να το περιγράψω ακριβώς με λόγια”..
Ο κατηγορούμενος φέρεται να είπε στον ανακριτή ότι αγαπούσε τη γυναίκα του, ωστόσο το τελευταίο διάστημα η συμπεριφορά της είχε αλλάξει, ενώ προσκόμισε ένα stick USB με συνομιλίες της συζύγου του με τρίτο πρόσωπο, οι οποίες- σύμφωνα με τον ίδιο- αποδεικνύουν οι ισχυρισμοί του περί εξωσυζυγικής σχέσης.
«Με τη σύζυγό μου διαπληκτίστηκαμε πριν την σκοτώσω και δεν την αιφνιδίασα στον ύπνο. Αυτό προκύπτει τόσο από την ώρα που έλαβε χώρα το συμβάν όσο και από τα ρούχα που φορούσε αλλά και από το γεγονός ότι μου επιτέθηκε στην μύτη και στην αριστερή πλευρά του σώματός μου, όταν με χτύπησε και με γρατζούνισε. Τούτο προκύπτει τόσο από την εμφάνιση μου ενώπιον σας όσο και από σχετικές φωτογραφίες που προσκομίζω”.
Ο 40χρονος συζυγοκτόνος είχε αναφερθεί στην αλλαγή της συμπεριφοράς της συζύγου του και στην προανάκριση. Όπως φέρεται να είπε εκείνη μιλούσε συνεχώς στο κινητό της και σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης, γεγονός για το οποίο τσακωνόντουσαν συνεχώς.
“Την 11η Ιουλίου 1000 2021 μαλώσαμε πολύ άσχημα. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από το δουλειά με το παιδί και όταν μπήκα στο σπίτι εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με κλειδωμένη πόρτα. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και εκείνη μου αποκρίθηκε “ότι θέλω θα κάνω, δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν”. Κατά τον διαπληκτισμό της αυτή του φώναξε “είσαι άχρηστος, δεν είσαι άντρας, είσαι γυναικούλα, κρύβεσαι πίσω από τον μπαμπά και τη μαμά” ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς του εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρίστηκε, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χτύπησε στο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια έπραξα και εγώ”.
Με συμβουλή ντεντέκτιβ τοποθέτησε μηχάνημα καταγραφής φωνής στο δωμάτιο του παιδιού του, ώστε να παρακολουθεί τις συζητήσεις που έκανε η γυναίκα του όταν εκείνος έλειπε. Από τις συνομιλίες, σύμφωνα με το υπόμνημα, κατάλαβε ότι η γυναίκα του διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, καθώς και ότι εκείνη δαπανούσε χρήματα για να αγοράζει δώρα για τον φίλο της.
Αναφερόμενος στην ημέρα της δολοφονίας αναφέρει :
«Γύρισε το μυαλό με αυτά που είχα ακούσει. Πήγα στην κουζίνα, πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι μεγάλο καφέ και πήγα προς το δωμάτιο του γιου μας. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη καθώς άκουσα τη συμβουλή του πεθερού μου και 15 μέρες πριν είχα αφαιρέσει τα κλειδιά από την πόρτα της για να μην κλειδώνεται μέσα. Όταν πήρα το μαχαίρι με το δεξί χέρι μπήκα στο δωμάτιο της, εκείνη κοιμόταν ανάσκελα και απευθείας όρμηξα πάνω της, ξάπλωσα πάνω της και την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό.
Εκείνη τότε ξύπνησε άρχισε να φωνάζει “πεθαίνω”, με το αριστερό χέρι της έκλεισα το στόμα. Έτσι όπως είχα το χέρι μου στο στόμα, ο αριστερός μου αντίχειρας μπήκε στο στόμα της και εκείνη με δάγκωσε. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την μαχαίρωσα άλλη μία φορά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ξανά έβγαλα το μαχαίρι, το άφησα αριστερά από το κεφάλι της και με τα δύο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε.
Μετά από περίπου 1 λεπτό εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει. Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο γιατί ήμουν γεμάτος αίματα. Φορούσε μια κοντομάνικη μπλούζα με ρίγες, την έβγαλα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξέπλυνα στο νιπτήρα τα χέρια μου και το πρόσωπο, φόρεσα τα ρούχα που φοράω τώρα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου», φέρεται να υποστήριξε προανακριτικά ο συζυγοκτόνος προσθέτοντας πως θα ήθελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, « να ξανασκεφτώ αυτά τα 10 λεπτά».