Οι ιατροί που υποστηρίζουν κατ' οίκον ασθενείς με Covid-19 θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα μέτρα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) όπως αυτά ορίζονται από τον ΕΟΔΥ (αδιάβροχη ποδιά, μάσκα FFP2, προστατευτικά γυαλιά ή προσωπίδα, γάντια), ενώ ο ασθενής και το περιβάλλον του πρέπει να φορούν μάσκα.
Ασθενείς ασυμπτωματικοί ή με ήπια συμπτώματα δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω εργαστηριακό και ακτινολογικό έλεγχο. Συστήνεται απομόνωση κατ’ οίκον για 10 ημέρες και καθημερινή επικοινωνία (τηλεφωνική ή μέσω εφαρμογών τηλεϊατρικής) με τον ιατρό τους, προκειμένου να γίνει έγκαιρα αντιληπτή τυχόν επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Οι αιτίες παραπομπής για εργαστηριακό έλεγχο και πιθανή νοσηλεία περιλαμβάνουν κυρίως: εμπύρετο >38 βαθμοί Κελσίου από 7-ημέρου, δύσπνοια, θωρακαλγία, ταχύπνοια >25 αναπνοές /λεπτό, SaO2<94%, ενδείξεις αφυδάτωσης, επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης, αίσθημα παλμών. Παράγοντες κινδύνου εξέλιξης της νόσου, όπως η μεγάλη ηλικία και η παρουσία υποκείμενων νοσημάτων, δεν αποτελούν από μόνα τους λόγους για παραπομπή στο ΤΕΠ ασθενή ασυμπτωματικού ή με ήπια συμπτώματα που δεν εξελίσσονται.
Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται αναφορικά με το ενδεχόμενο ταχείας επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας τους, ιδίως πέραν των 7 ημερών νόσησης καθώς και για το ενδεχόμενο εμφάνισης σχετιζόμενων επιπλοκών (οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία θρομβοεμβολική νόσος), που χρήζουν εκτίμησης από τον ιατρό τους ή από το νοσοκομείο αναφοράς.
Επί του παρόντος, καμία εγκεκριμένη ή υπό έρευνα από τους διεθνείς οργανισμούς θεραπεία έναντι της Covid-19 νόσου δεν συνιστάται να χορηγείται κατ’ οίκον. Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στην ανακούφιση από τα συμπτώματα και περιλαμβάνουν ανάπαυση, χορήγηση αντιπυρετικών για πυρετό και πόνο, καθώς και επαρκή διατροφή και κατάλληλη ενυδάτωση. Επίσης, δεν συνιστάται η προφυλακτική χορήγηση αντιβιοτικών, εκτός εάν υπάρχει κλινική υποψία για βακτηριδιακή λοίμωξη. Εφόσον έχει πραγματοποιηθεί ακτινογραφία θώρακος με ευρήματα συμβατά με πνευμονία, συστήνεται θεραπεία ως πνευμονία της κοινότητας βάσει τρεχουσών οδηγιών, εάν ο ασθενής δεν πληροί τα κριτήρια παραπομπής σε νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τελευταία δεδομένα, φαρμακευτικοί παράγοντες ενδεχομένως αναστέλλουν την εξέλιξη της νόσου σε ασθενείς στην κοινότητα. Η πρώιμη εφάπαξ χορήγηση συνδυασμών μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι κορονοϊού επιταχύνει την κάθαρση του ιού από τα αναπνευστικά επιθήλια και φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο νοσηλείας. Οι θεραπείες αυτές έχουν λάβει προσωρινή επείγουσα άδεια χορήγησης σε ασθενείς με ήπια/μέτρια νόσο της κοινότητας και με παράγοντες αυξημένου κινδύνου για εξέλιξη της νόσου, από τον FDA και αξιολογούνται από τον ΕΜΑ. Τα χαρακτηριστικά των ασθενών που θα ωφεληθούν πραγματικά από την παρέμβαση μένει να διευκρινιστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Όπως φαίνεται από την προ-δημοσίευση ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων της μελέτης COLCORONA, η πρώιμη έναρξη και παρατεταμένη χορήγηση κολχικίνης μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου και την ανάγκη νοσηλείας ή και τον κίνδυνο θανάτου των ασθενών. Ο ΕΟΔΥ αναφέρει την κολχικίνη σαν δυνητική επιλογή, σύμφωνα με την κρίση του θεράποντος ιατρού, σε επιλεγμένους ασθενείς με συγκεκριμένες ενδείξεις και αντενδείξεις. Καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη, τα οφέλη από τη χορήγηση της κολχικίνης είναι οριακά στον πληθυσμό που μελετήθηκε η δυσμενής έκβαση, συνέβη μόνο στο 6% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Η ΕΠΕ θεωρεί ότι θα απαιτηθούν περισσότερες μελέτες για να διευκρινίσουν αν και ποιοι ασθενείς αναμένουμε πραγματικά να ωφεληθούν. Προσοχή στη χορήγηση της λόγω αλληλεπιδράσεων με φάρμακα και στην πιθανή εμφάνιση διάρροιας.
Η θρομβοπροφύλαξη με ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους ή fondaparinux δεν προτείνεται σαν ρουτίνα για όλους τους ασθενείς με ήπια/μέτρια νόσο στην κοινότητα. Ωστόσο, επειδή παρατηρούνται ασθενείς που εμφανίζουν θρομβοεμβολική νόσο κατά την προσέλευσή τους στο ΤΕΠ, φαίνεται ότι κάποιοι από τους ασθενείς της κοινότητας θα μπορούσαν να ωφεληθούν από μια τέτοια πρακτική. Ελλείψει ισχυρών αποδείξεων για τα κριτήρια χορήγησης θρομβοπροφύλαξης στην κοινότητα προτείνεται η υιοθέτηση των συστάσεων του ΕΟΔΥ για χορήγηση θρομβοπροφύλαξης σε ασθενείς με πυρετό > 38οC για 48 ώρες και ένα από τα παρακάτω: Ηλικία> 65 έτη, BMI> 30Kg/m2, ΣΔ, ιστορικό θρομβοεμβολικής νόσου, θρομβοφιλία (συγγενή ή επίκτητη), ενεργό καρκίνο για τον οποίο έλαβε-ΧΜΘ ή ΑΚΘ ή ορμονοθεραπεία το τελευταίο εξάμηνο, νευρολογική νόσο με μειωμένη κινητοποίηση, πρόσφατο χειρουργείο ή τραύμα. Η θρομβοπροφύλαξη χορηγείται όταν δεν υπάρχει αιμορραγία ή αυξημένος αιμορραγικός κίνδυνος.
Ασθενείς που λαμβάνουν χρονίως οξυγονοθεραπεία κατ' οίκον λόγω χρόνιας πνευμονοπάθειας, θα πρέπει να τη συνεχίζουν κανονικά, παρακολουθώντας την οι ίδιοι και ενημερώνοντας τον ιατρό τους για τυχόν επιδείνωση στον κορεσμό του περιφερικού αίματος. Σε ασθενείς που δεν ελάμβαναν οξυγονοθεραπεία κατ’ οίκον και έχουν διαγνωσθεί με νόσο Covid-19 θα πρέπει να αποφεύγεται η συνταγογράφηση και χορήγηση οξυγονοθεραπείας κατ’ οίκον, ως μέτρο αντιμετώπισης της υποξυγοναιμίας.
H σταθερή αγωγή για ΧΑΠ ή βρογχικό άσθμα θα πρέπει να συνεχίζεται κανονικά. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για διακοπή λήψης των βιολογικών παραγόντων.
Τέλος, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος για κατ’ οίκον φροντίδα, μπορεί να επιβάλλει, κατά περίπτωση, την νοσηλεία του ασθενούς σε Δομή Υγείας.
Οδηγίες φροντίδας και παρακολούθησης ασθενούς με Covid-19 μετά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο
Θα πρέπει να επιβεβαιώνεται ότι ο ασθενής έχει παραμείνει σε απομόνωση, για διάστημα 14-21 μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την παρουσία ή όχι ανοσοκαταστολής, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ. Με το πέρας αυτού του διαστήματος, δεν απαιτείται νέος μοριακός έλεγχος.
Η Covid-19 είναι μια θρομβογόνος κατάσταση. Απαραίτητη είναι η υιοθέτηση των εθνικών οδηγιών που προτείνουν συνέχιση θρομβοπροφύλαξης με ΧΜΒΗ για α) τουλάχιστον 7 ημέρες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο σε όλους και β) πιθανώς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (από 15-45 ημέρες) σε ασθενείς υψηλού θρομβωτικού κινδύνου (παρατεταμένη ακινητοποίηση, ιστορικό VTE, γνωστή θρομβοφιλία, παχυσαρκία, αυτοάνοσα νοσήματα, ιστορικό Ca, παρατεταμένη νοσηλεία σε ΜΕΘ ή σε ασθενείς με υψηλούς δείκτες φλεγμονής) εφόσον έχουν χαμηλό αιμορραγικό κίνδυνο.
Ένας σημαντικός αριθμός ασθενών εμφανίζουν για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (ως και αρκετούς μήνες) το λεγόμενο «post- acute Covid-19 syndrome» μια ποικιλία συμπτωμάτων που μπορεί να περιλαμβάνουν δύσπνοια, κόπωση, μυϊκή αδυναμία, μυαλγίες/αρθραλγίες, ζάλη, κεφαλαλγία, ανοσμία/αγευσία, γνωσιακές διαταραχές, ταχυκαρδίες, εφιδρώσεις, διάρροιες ή δυσκοιλιότητα. Το σύνδρομο αυτό διαφοροποιείται από το σύνδρομο μετά από νοσηλεία στη ΜΕΘ (PICS) και μπορεί να προσβάλει ακόμη και ασθενείς με ήπια οξεία νόσο. Ωστόσο, κάθε επίμονο ή νεοεμφανιζόμενο σύμπτωμα θα πρέπει να αξιολογείται ανεξάρτητα και να μην αποδίδεται πάντα στην νόσο.
Πολλοί ασθενείς εμφανίζουν ψυχιατρικές διαταραχές τύπου μετατραυματικού στρες με εκδηλώσεις άγχους, αϋπνία και κατάθλιψη. Η ψυχική επιβάρυνση πρέπει να αξιολογείται από κάθε γιατρό που εξετάζει ασθενή μετά από νοσηλεία και αναλόγως να παραπέμπεται για υποστήριξη σε ειδικό.
Εφόσον οι ασθενείς χρειάζονται φυσιοθεραπεία, αυτή δεν πρέπει να καθυστερεί αλλά να παρέχεται από φυσιοθεραπευτή με τη χρήση ΜΑΠ για όσο διάστημα ο ασθενής θεωρείται μολυσματικός και είναι σε απομόνωση.
Ασθενείς με PICS ή όσοι έχουν νοσηλευτεί με παροξυσμό ΧΑΠ θα πρέπει το συντομότερο μετά το τέλος της περιόδου απομόνωσης να εντάσσονται σε προγράμματα αποκατάστασης. Εναλλακτικά να αναζητούνται διαθέσιμα προγράμματα εξ αποστάσεως αποκατάστασης.
Ασθενείς με πνευμονική εμβολή θεραπεύονται και παρακολουθούνται σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες για ανάπτυξη πνευμονικής υπέρτασης. Αν και είναι λογικό η πνευμονική εμβολή στο πλαίσιο Covid-19 λοίμωξης να θεωρηθεί σαν συνδεόμενη με γνωστό προδιαθεσικό παράγοντα, ο βέλτιστος χρόνο διάρκειας της αντιπηκτικής αγωγής στους ασθενείς με Covid-19 είναι άγνωστος. Η ΕΠΕ σημειώνει ότι η θεραπεία της πνευμονικής εμβολής έχει συγκεκριμένη θεραπευτική δοσολογία, είτε αφορά ηπαρίνη χαμηλού βάρους είτε νεότερα ή/και παλαιότερα αντιπηκτικά από το στόμα.
Διεθνώς έχουν διαπιστωθεί περιπτώσεις ασθενών με πνευμονικές βλάβες που εμμένουν σε ασθενείς με Covid-19 πνευμονία. Αν και αυτή την στιγμή η διαθέσιμη επιστημονική τεκμηρίωση είναι ελλιπής και δεν επιτρέπει καταληκτικά συμπεράσματα ως προς την βαρύτητα και τη συχνότητα του προβλήματος, συνιστάται η συστηματική παρακολούθηση των ασθενών, προκειμένου να διαπιστωθούν πρώιμα, πιθανές εμμένουσες βλάβες. Για το σκοπό αυτό, μέσα σε διάστημα τριών μηνών [αυτό μπορεί να ποικίλλει κατά κλινική περίπτωση] από την έναρξη της οξείας νόσου κρίνεται σκόπιμη η κλινική αξιολόγηση του αναπνευστικού μαζί με α/α θώρακα και αν χρειαστεί CT. Σε ασθενείς με εμμένουσα δύσπνοια ή/και απεικονιστικές βλάβες στο τρίμηνο μετά την έναρξη των συμπτωμάτων συνιστάται λειτουργικός έλεγχος της αναπνοής, με σπιρομέτρηση, στατικούς όγκους και διάχυση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να χρειασθεί εργοσπιρομετρία.