Ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι δεν γιορτάζουμε την ίδια ημερομηνία το Πάσχα.
Όπως γράφει το dogma.gr, όλα ξεκίνησαν από τους Εβραίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το σεληνιακό ημερολόγιο που βασιζόταν στον κύκλο της Σελήνης. Γιόρταζαν το Πάσχα - την 14η του μήνα Νισάν, η οποία ήταν η μέρα της πρώτης εαρινής πανσελήνου, που συμβαίνει κατά την εαρινή ισημερία ή αμέσως μετά από αυτήν.
Αρχικά, οι διάφορες χριστιανικές τοπικές εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Οι ιουδαΐζουσες εκκλησίες κυρίως της Μικράς Ασίας το γιόρταζαν κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού την 15η του εβραϊκού μήνα Νισάν (σε όποια ημέρα της εβδομάδας έπεφτε), ενώ οι εθνικές εκκλησίες προτιμούσαν την πρώτη Κυριακή -ως αναστάσιμη ημέρα- μετά τη πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Λόγω αυτών των διαφωνιών, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, υπό τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ., αποφάσισε ότι το Πάσχα θα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης και, αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε την αμέσως επόμενη Κυριακή. Με αυτό τον τρόπο, αφενός το χριστιανικό Πάσχα δεν θα συνέπιπτε ποτέ με το εβραϊκό, αφετέρου ο εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα συνδέθηκε με ένα αστρονομικό φαινόμενο, την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης (την «Πασχαλινή πανσέληνο»).
Συνεπώς, για να υπολογιστεί η ημερομηνία του Πάσχα ενός έτους, αρκούσε να βρεθεί αρχικά η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου και, στη συνέχεια, η πρώτη Κυριακή μετά από αυτή την πανσέληνο. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθεσε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα, αφού προηγουμένως είχε υπολογιστεί η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου, με τη βοήθεια των αστρονόμων της Αλεξάνδρειας.
Το ημερολόγιο που ίσχυε την εποχή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν το Ιουλιανό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη. Ο τελευταίος, βασιζόμενος στους υπολογισμούς του Ιππάρχου (ο οποίος πριν έναν αιώνα με αξιοθαύμαστη ακρίβεια είχε υπολογίσει πως το ηλιακό έτος έχει διάρκεια 365,242 ημερών), θέσπισε ένα ημερολόγιο, του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος (το λεγόμενο «δίσεκτο») πρόσθετε μία ακόμα ημέρα.
Όμως, σύμφωνα με τον Διονύση Σιμόπουλο, επίτιμο διευθυντή του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, το Ιουλιανό Ημερολόγιο είχε μια μικρή απόκλιση, καθώς η διάρκεια του ηλιακού έτους στην πραγματικότητα είναι 365,242199 ημέρες. Έτσι, το έτος του Σωσιγένη είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα.
Ανά τετραετία το μικρό αυτό σφάλμα φθάνει περίπου τα 45 λεπτά, ενώ κάθε 129 χρόνια φθάνει την μία ημέρα, με αποτέλεσμα να μετακινείται συνεχώς νωρίτερα η εαρινή ισημερία. Το λάθος συσσωρευόταν και έτσι ενώ η εαρινή ισημερία την εποχή του Χριστού συνέβη στις 23 Μαρτίου, το 1582 μ.Χ. είχε φτάσει να συμβαίνει στις 11 Μαρτίου.
Εκείνο το έτος, ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ ανέθεσε στους αστρονόμους Χριστόφορο Κλάβιους και Λουίτζι Λίλιο να προωθήσουν μία ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Η 5η Οκτωβρίου 1582 μετονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, προκειμένου να διορθωθεί το λάθος των δέκα ημερών, που είχαν συσσωρευθεί τους προηγούμενους 11 αιώνες, έτσι ώστε η εαρινή ισημερία να επιστρέψει στην 21η Μαρτίου, όπως είχε συμβεί κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Το Νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο υιοθετήθηκε από τα καθολικά κράτη της Ευρώπης μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά καθυστέρησαν πολύ περισσότερο. Η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο ήταν ακόμη πιο μεγάλη, με συνέπεια το Ιουλιανό Ημερολόγιο να παραμείνει σε ισχύ σε όλα τα Ορθόδοξα κράτη έως τον 20ο αιώνα.
Η αλλαγή στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το Ιουλιανό Ημερολόγιο αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό, αρχής γενομένης στις 16 Φεβρουαρίου 1923, η οποία μετονομάστηκε σε 1η Μαρτίου. Αφαιρέθηκαν δηλαδή 13 ημέρες από το 1923, γιατί στις δέκα ημέρες λάθους Γρηγοριανού και Ιουλιανού μεταξύ 325 μ.Χ. και 1582 είχαν προστεθεί άλλες τρεις ημέρες, στη διάρκεια των περίπου τρεισήμισι αιώνων που είχαν περάσει από την εισαγωγή του Γρηγοριανού Ημερολογίου στη Δύση.
Αρχικά η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία -αντίθετα από το ελληνικό κράτος- διατήρησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο, αλλά το 1924 αποδέχτηκε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο να ταυτισθεί με το πολιτικό και να ισχύσει για τις ακίνητες εορτές. Δεν έκανε όμως κάτι ανάλογο για το Πασχάλιο Ημερολόγιο και για τις κινητές εορτές, που εξακολουθούν να υπολογίζονται με βάση το Ιουλιανό ή Παλαιό Ημερολόγιο.
Όμως, η διαφορά του εορτασμού του Πάσχα ανάμεσα σε Ορθόδοξους και Καθολικούς δεν βασίζεται μόνο στο λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλά και στο σφάλμα του λεγόμενου «Μετωνικού Κύκλου» του 5ου αιώνα π.Χ., τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αλεξανδρινοί αστρονόμοι και με βάση τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των μελλοντικών εαρινών πανσελήνων.
Στις 13 ημέρες της λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας, πρέπει να προστεθεί και το λάθος του 19ετούς Μετωνικού κύκλου, το οποίο ανέρχεται, από το 325 μ.Χ. έως σήμερα, σε τέσσερις έως πέντε περίπου ημέρες, με συνέπεια η Μετώνεια (ή Ιουλιανή) πανσέληνος να υπολογίζεται τέσσερις έως πέντες ημέρες αργότερα από την πραγματική.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τον κύκλο του Μέτωνος για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Έτσι, συχνά το ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται όχι την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο, αλλά την επόμενη (όπως το 2012) ή μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο (όπως το 2002 και το 2013), αντί της πρώτης Κυριακής μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο, όπως είχε ορίσει η Σύνοδος της Νίκαιας.
Οι Καθολικοί γιορτάζουν το Πάσχα σύμφωνα με τον κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά η εαρινή ισημερία και η εαρινή πανσέληνος υπολογίζονται σύμφωνα με το νέο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, έχοντας λάβει υπόψη και το Μετώνειο σφάλμα. Έτσι, η Γρηγοριανή – Καθολική πανσέληνος είναι πολύ πιο κοντά στην αστρονομική (συχνά συμπίπτει ή απέχει μόνο μια ημέρα) από ό,τι η Ιουλιανή – Ορθόδοξη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr