Λειτουργώντας στο πλαίσιο των χρηματιστηριακών αγορών, γνωρίζουμε ότι τις όποιες πολιτικές αποφάσεις τις επικροτούν ή τις αποδοκιμάζουν οι ίδιες οι αγορές. Επίσης, όσο και αν αυτό φαντάζει εξωπραγματικό, οι ίδιες οι αγορές μέσα από τις κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που συνήθως «υποδεικνύουν» στην κεντρική πολιτική σκηνή, ποιες αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν.
Πολλές φορές έχουμε κατακρίνει τη λογική της δημοσιονομικής πολιτικής την οποία ακολουθεί η Ευρωζώνη από την έναρξη της κρίσης, διότι πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι δε μπορούσε να οδηγήσει την Ευρωζώνη σε μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική και ότι αυτό που στην πραγματικότητα κατάφερε, ήταν να ενδυναμώσει τα ήδη ισχυρά κράτη της Ευρώπης και να αποδυναμώσει τα ήδη αδύναμα.
Επιπλέον, μετά από την κρίση του 2008 και την πολιτική νομισματικής χαλάρωσης την οποία ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, η δημοσιονομικές πολιτικές σύσφιξης κατάφεραν να φρενάρουν τα θετικά στοιχεία της παροχής χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες με αποτέλεσμα τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών να είναι υποδεέστερα των αρχικών εκτιμήσεων.
Αυτό οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες στη λήψη εξαιρετικά μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής φτάνοντας τις δυνατότητές τους στα όριά τους. Και εδώ υπάρχει το σημείο καμπής, όπου η αγορά μέσω των κεντρικών τραπεζών, εκτιμώ ότι θα ωθήσει σε αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρώπη.
Αν δεν το έχετε ήδη παρατηρήσει, πλέον όλοι οι μεγάλοι κεντρικοί τραπεζίτες, σε κάθε συνέντευξή τους, δηλώνουν το εξής: «η νομισματική πολιτική έχει φτάσει στα όριά της. Οι κεντρικές τράπεζες δε μπορούν να επαναφέρουν από μόνες τους την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και για το λόγο αυτό οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν τη δημοσιονομική τους πολιτική».
Το ρήμα «συνεχίσουν» θεωρούμε ότι γίνεται προκειμένου να διατηρηθεί η εικόνα ότι οι κυβερνήσεις ορθώς πράττουν, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι σταδιακά το ρήμα θα αλλάξει και θα χρησιμοποιηθεί άλλο το οποίο θα λειτουργήσει πλέον ως μέσο πίεσης προς τις κυβερνήσεις για αλλαγή δημοσιονομικής πολιτικής. Η λογική είναι απλή και είχει ήδη χρησιμοποιηθεί από πολλούς οικονομολόγους από την εποχή της πρώτης ελληνικής κρίσης: Χαλαρή νομισματική πολιτική και δημοσιονομική σύσφιξη δε μπορούν να εφαρμοστούν παράλληλα.
Το παραπάνω είναι ίσως η σωστότερη πρόβλεψη που έχω διαβάσει από το 2009 και ύστερα. Ακόμα πιο πρόσφατα, η Lagarde του ΔΝΤ, δήλωσε ότι οι χώρες θα πρέπει να αναζητήσουν μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Καναδά, του οποίου η δημοσιονομική επέκταση οδήγησε στην αποφυγή περαιτέρω μείωσης του βασικού επιτοκίου. Με απλά λόγια, στον Καναδά η δημοσιονομική πολιτική συμπλήρωσε εξαιρετικά τη χαλαρή νομισματική πολιτική.
Στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής πολύ διαδεδομένοι είναι οι λεγόμενοι πολλαπλασιαστές. Οι πολλαπλασιατές είναι νομισματικό εργαλείο Κεϋνσιανής δημοσιονομικής πολιτικής και αναλύουν τον αντίκτυπο που έχει ένα δολάριο κυβερνητικής δαπάνης στην οικονομία. Φυσικά, δεν αναλύουν μόνο αυτή την προοπτική αλλά και τον αντίκτυπο που έχουν στον ΑΕΠ μια σειρά άλλων πραγμάτων όπως η φορολογία, η αύξηση των μισθών και αρκετά ακόμα.
Μια μελέτη του ΔΝΤ, δείχνει ότι η Ευρωζώνη έχει ένα εντελώς διαφορετικό μίγμα πολλαπλασιαστών από την Αμερική, την Κίνα και την Ιαπωνία και ότι σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, τα διαρθρωτικά προβλήματα επιχειρείται να αντιμετωπιστούν «πειράζοντας» τους λάθος πολλαπλασιατές.
Αυτό που συνάγεται από τη γενικότερη μελέτη των στοιχείων, είναι ότι οι πολλαπλασιατές που ανήκουν στην κατηγορία των επενδύσεων είναι περισσότερο αποτελεσματικοί στην οικονομία από τους πολλαπλασιαστές που εμπίπτουν στην κατηγορία της φορολογίας. Αυτό αποδεικνύει γιατί χώρες με υψηλή φορολογία μπορεί να σημειώνουν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Δε σημαίνει όμως ότι οι δυο κατηγορίες πολλαπλασιαστών δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Ίσα-ίσα το βέλτιστο αποτέλεσμα απαιτεί τη βέλτιστη και κατάλληλη αξιοποιήσή τους.
Τα συμπεράσματα είναι αρκετά αλλά η ουσία είναι ότι φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο για την παγκόσμια οικονομία, στην οποία οι κυβερνήσεις θα κινηθούν στο να ανοίξουν τις δεξαμενές ώστε να εισέλθει το φθηνό χρήμα που διοχετεύουν οι κεντρικές τράπεζες.
Χωρίς να θέλω να πολιτικοποιήσω το άρθρο, θεωρώ ότι δεν είναι τυχαία η χθεσινή κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης στους Θεσμούς που αποδέχονται ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας. Και αυτό γιατί δείχνει ότι κάποιος συντάσσεται με τις αγορές και βλέπει τι θεωρείται ως «σωστή» νομισματική/κυβερνητική πολιτική. Και θα πρέπει να την υλοποιήσει πριν υπάρξει η παραδοχή ότι οι κυβερνήσεις απέτυχαν και θα πρέπει να αλλάξουν το μίγμα...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr