Μετριασμένη η επέκταση της νομισματικής πολιτικής στη Βραζιλία
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται ως guest
Η επέκταση της νομισματικής πολιτικής τείνει να είναι πιο αποτελεσματική σε εκείνες τις χώρες όπου η πιστωτική αγορά είναι ανεπτυγμένη. Και σε κάθε περίπτωση δε θα ήταν καθόλου παράλογο να ισχυρίζεται κάποιος ότι στη Βραζιλία η πιστωτική αγορά είναι αρκετά ανεπτυγμένη, ακόμα και σε βαθμό που υπερβαίνει την πραγματικότητα. Η πιστωτική αγορά της Βραζιλίας έχει διογκωθεί από το 2003, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο την αποτελεσματικότητα της κεντρικής τράπεζας. Παρόλα αυτά, από το 2010, το 75% της επέκτασης αυτής έχει οδηγηθεί σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από το κομμάτι εκείνο του πιστωτικού τομέα που είναι λιγότερο ευαίσθητο, ή και καθόλου, στη νομισματική πολιτική. Αυτό υποδηλώνει ότι η κεντρική τράπεζα θα χρειαστεί να αυξήσει τα επιτόκια περισσότερο από τις προβλέψεις για να φέρει τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο.
Η πιστωτική αγορά της Βραζιλίας αντιστοιχεί σήμερα στο 56% του ΑΕΠ, συγκρινόμενο με το 45% που ήταν το 2010 και το 30% το 2006 αντίστοιχα. Αυτή όμως η μεγάλη αύξηση δεν ήταν ομοιογενής. Η σύνθεση των ανεξόφλητων δανείων έχει αλλάξει αρκετά, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Από το 2010, τα «προοριζόμενα» (earmarked) δάνεια (δηλαδή το μέρος της πίστωσης που γίνεται για συγκεκριμένους σκοπούς και είναι λιγότερο ευαίσθητο στη νομισματική πολιτική) έχει αυξηθεί κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και σήμερα αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ (ή στο 45% της συνολικής πίστωσης), ενώ τα δάνεια που δεν προορίζονται για συγκεκριμένο σκοπό (παραδοσιακά πιο ευαίσθητα στη νομισματική πολιτική) έχουν αυξηθεί μόνο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και αντιστοιχούν στο 30,55% του ΑΕΠ σήμερα. Τα «προοριζόμενα» δάνεια χρηματοδοτούνται κυρίως από επιδοτούμενα κεφάλαια του δημοσίου τομέα και οι αποφάσεις για ενδεχόμενη επέκταση της συγκεκριμένης πίστης, καθώς και για τα επιτόκια, είναι περισσότερο ανεξάρτητες σε αντίθεση με τα μη προοριζόμενα δάνεια, τα οποία τείνουν να είναι περισσότερο συνδεδεμένα με την αγορά.
Τα δύο αυτά διαφορετικά είδη δανείων αποτελούν πολύ διαφορετικές προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική. Από τον Απρίλιο του 2013, η κεντρική τράπεζα της Βραζιλίας έχει αυξήσει τα επιτόκια κατά 375 μονάδες βάσης για να μειώσει τον πληθωρισμό. Η αναμενόμενη, σύμφωνα με τη θεωρία, αντίδραση σε μία τέτοια κίνηση θα ήταν οι τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού για να λάβουν υπόψη τους τον αυξανόμενο κύνδυνο και την αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά, το επιτόκιο των «προοριζόμενων» δανείων έχει αυξηθεί μόνο κατά 100 μονάδες βάσης την αντίστοιχη περίοδο. Τα επιτόκια, όμως, των μη προοριζόμεων δανείων έχουν αυξηθεί κατά 580 μονάδες βάσης. Με άλλα λόγια, μόνο ένα μέρος της οικονομίας έχει επηρεαστεί ολοκληρωτικά από την αύξηση των επιτοκίων. Κάτι το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καλά νέα για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματικότητα υπερεκτιμα την αποτελεσματικότα του πιστωτικού καναλιού. Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι τα επιτόκια των «προοριζόμενων» δανείων όχι μόνο είναι λιγότερο ευαίσθητα στις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας αλλά βρίσκονται αυτή τη στιγμή και κάτω από το επιτόκια Selic, το βασικό επιτόκιο της Βραζιλίας.
Τα πολιτικά συμπεράσματα εδώ είναι ξεκάθαρα: για να έχει η νομισματική πολιτική το τυπικό αποτέλεσμα στον πληθωρισμό, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια περισσότερο από ότι προτείνουν τα διάφορα αθροιστικά μοντέλα. Ενδεχομένως, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια. Μία πρόωρη παύση στον κύκλο της πολιτικής σύσφιξης θα μπορούσε να αποτελεί λάθος με μόνο αποτέλεσμα η κεντρική τράπεζα να αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια αργότερα κάτω ενδεχομένως από χειρότερες συνθήκες.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr