*Το παρακάτω άρθρο φιλοξενείται ως guest.
Το ευρώ δε θα μπορούσε να επιδείξει ανοσία ενάντια στη χρηματοοικονομική κρίση. Η ισοτιμία ευρωδολαρίου κυμάνθηκε σε ιστορικά χαμηλά το 2010 και ξανά το 2012. Παρόλα αυτά, κατάφερε να ανακάμψει δυναμικά από τότε και μάλιστα η συνεχιζόμενη δυναμική του έχει αποτελέσει πηγή ανησυχίων για την ΕΚΤ. Πράγματι, οι πρόσφατες αναφορές σε αρνητικά επιτόκια καταθέσεων από τα κυβερνώντα μέλη της ΕΚΤ έχουν συνδεθεί με την επιθυμία αποδυνάμωσης του νομίσματος.
Ορισμένοι βλέπουν τη συμπεριφορά του ευρώ τα τελευταία χρόνια ως σχετικά αινιγματική, ιδιαίτερα όπως αυτό διαμορφώνεται σε σχέση με το δολάριο. Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι το ευρώ έχει διατηρήσει μεγάλο βαθμό από τη δυναμική του παρά τις όποιες ενδείξεις, ήδη από το περασμένο καλοκαίρι, ότι η Fed πλησιάζει στο τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της. Η ΕΚΤ εισήγαγε την πολιτική της του forward guidance πέρυσι το καλοκαίρι θέλοντας να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η ευρωζώνη είναι πίσω από την Fed σε όρους κανονικοποίησης του πολιτικού της κύκλου. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε το ευρωδολάριο να ανέβει από τα 1,28 που βρισκόταν τον Ιούλιο του 2013 σχεδόν στα 1,40 τον προηγούμενο μήνα.
Η μακροικονομική εικόνα μπορεί να εξηγήσει μόνο μέρος της δυναμικότητας του ευρώ. Ένας παράγοντας της αδυναμίας του ευρώ το 2012 ήταν η σχετική ευπάθεια της ανάπτυξης στην περιοχή του ευρώ. Καθώς το αναπτυξιακό περιβάλλον της ευρωζώνης βελτιώθηκε, το ευρώ κέρδισε έδαφος ως προς το δολάριο. Φυσικά τα επιμέρους στοιχεία της ανάπτυξης παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Το επίπεδο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης έχει βελτιωθεί σημαντικά το οποίο δίνει σημαντική «δομική» υποστήριξη στο νόμισμα. Η αδυναμία του ευρώ το 2012 συνέπεσε με μία δυσμενή κίνηση στην επιτοκιακή διαφορά. Το ευρώ έπαυσε να απολαμβάνει θετικά carry ενάντια στο δολάριο αλλά η κατάσταση έχει πλέον σταθεροποιηθεί.
Οι κλασικές μακροοικονομικές μεταβλητές δεν μπορούν να εξηγήσουν πλήρως τις πρόσφατες κινήσεις της ισοτιμίας. Κάποιος θα πρέπει παράλληλα να κοιτάξει και τα ισοζύγια των κεντρικών τραπεζών καθώς και τις χρηματοροές αυτών για μία πλήρη επεξήγηση της κατάστασης. Παρόλο που η Fed ακολουθεί πρόγραμμα μείωσης της αγοράς ομολόγων (tapering) εξακολουθεί να επεκτείνει σε απόλυτους όρους το ισοζύγιό της. Την ίδια στιγμή, η ΕΚΤ αποστραγγίζει τη ρευστότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της ευρωζώνης μέσω της αποπληρωμής των κεφαλαίων που οι τράπεζες είχαν δανειστεί με το τριετές πρόγραμμα μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (long term refinancing operation –LTRO).
Η ΕΚΤ δημοσιέυσε πριν κάποιες μέρες στοιχεία για την προσφορά χρήματος στην ευρωζώνη, τα οποία δείχνουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του χρήματος (ευρεία έννοια) έχει αυξηθεί οριακά από 1,2% τον Ιανουάριο σε 1,3% τον Φεβρουάριο. Ένας παράγοντας που υποστήριξε τη νομισματική επέκταση σε μία περίοδο πολύ ισχνής πιστωτικής επέκτασης είναι το γεγονός ότι έχουν αυξηθεί οι καθαρές απαιτήσεις των νομισματικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (MFIs). Οι ξένες απαιτήσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχουν μειωθεί καθώς οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν αποπληρώσει τον εξωτερικό δανεισμό που χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Παράλληλα, το αίσθημα ρίσκου στην περιοχή του ευρώ έχει βελτιωθεί με αποτέλεσμα να υπάρχει μία αύξηση της ζήτησηςγια στοιχεία ενεργητικού της ευρωζώνης.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η εισροή κεφαλαίων στην ευρωζώνη, εάν συνεχίσει να αυξάνει την προσφορά χρήματος, θα πρέπει να οδηγήσει τελικά σε αύξηση του πληθωρισμού. Δεν είμαστε όμως σίγουροι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ισχύσει καθώς πρώτον ορισμένα συστατικά του Μ3 δρουν ως ανασταλτικοί παράγοντες της ανάπτυξης (ενώ και η ίδια η ανάπτυξη του Μ3 παραμένει ισχνή) και δεύτερον οι εισροές τείνουν να μειώνουν τον πληθωρισμό μέσω της επίδρασής τους στην ισοτιμία.
Μία υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία και ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού αποτελεί πολιτική πρόκληση για την ΕΚΤ. Η συναλλαγματική ισοτιμία δεν αποτελεί ρητά πολιτικό στόχο. Αποτελεί όμως σημαντικό στόχο ειδικά μετά τις προβλέψεις της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκαν τον προηγούμενο μήνα οι οποίες μιλούν για υψηλό πληθωρισμό το 2014 και βασίζονται στην εκτίμηση ότι το ευρωδολάριο θα παραμείνει στα 1,36.
Η ΕΚΤ πιθανώς ήλπιζε ότι οι εξελίξεις στις ΗΠΑ (τόνωση της ανάπτυξης και αλλαγή πολιτικής) θα «έκαναν τη δουλεία για αυτήν» μέσω την ενδυνάμωσης του δολαρίου. Όμως, εάν η ΕΚΤ θέλει να δει ένα πιο αδύναμο ευρώ θα πρέπει, κατά την άποψή μας, να αγγίξει η ίδια το πολιτικό «αγκάθι» πιθανόν μέσω ένος αρνητικού επιτοκίου καταθέσεων ή μέσω ενός QE. Πολλά ειπώθηκαν στη συνέντευξη τύπου του Απριλίου, μένει τώρα να δούμε και πράξεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr