«Βιογραφικά στοιχεία»
Ο Γεώργιος Σταύρος γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1788 στα Ιωάννινα. Η καταγωγή της οικογένειάς του είναι από το Ανατολικό Ζαγόρι και κατά το αρχαιοελληνικό έθιμο το επώνυμό του είναι το όνομα του πατέρα του. Ο πατέρας του, Σταύρος Ιωάννης-Τσαπαλάμος ήταν πρόκριτος των Ιωαννίνων, επιτυχημένος έμπορος με εμπορικό γραφείο στη Βιέννη, ενώ είχε χρηματίσει για χρόνια οικονομικός σύμβουλος και γενικός εισπράκτορας του Αλή Πασά. Επειδή συνέβαλε στην ίδρυση της Καπλανείου Σχολής και ενίσχυσε τα εκπαιδευτήρια των Ιωαννίνων, οι συμπολίτες του του προσέδωσαν το προσωνύμιο «Τσαπαλάμος», δηλαδή «μεγάλος άρχοντας». Η μητέρα του, Μπαλάσιω, ήταν ξαδέλφη της ξακουστής οικογένειας των Ζωσιμάδων και κόρη του μεγαλέμπορου Χριστόδουλου Κερασάρη.
Ο πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Σταύρου, Γεώργιος Σταύρος, είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Σωτήριο, την Αλεξάνδρα, την Αικατερίνη και την Ελένη. Ο Σωτήρης έμελλε να γίνει στενός φίλος του Γεωργίου Σίνα και να αναδειχθεί και αυτός ως μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της ελληνικής παροικίας της Βιέννης.
Αρχικά, ο Γεώργιος έλαβε επιμελημένη μόρφωση παρακολουθώντας μαθήματα στις περίφημες σχολές της γενέτειράς του (Μπαλάνειο και Καπλάνειο). Μάλιστα στην Καπλάνειο Σχολή είχε δάσκαλο τον φημισμένο φιλόσοφο Αθανάσιο Ψαλίδα, έναν από τους πιο μορφωμένους Έλληνες της εποχής του.
Το 1803 ο πατέρας του τον έστειλε για σπουδές στην Εμπορική Σχολή της Βιέννης. Εκεί έμαθε να μιλάει και να γράφει γερμανικά και γαλλικά, ενώ αργότερα θα μάθει ιταλικά και αγγλικά. Το 1811 ο Ιωάννης Σταύρος επέστρεψε στα Ιωάννινα παραδίδοντας τη διεύθυνση του εμπορικό-τραπεζικού του οίκου στον Γεώργιο. Για περισσότερο από μια δεκαετία, ο Γεώργιος Σταύρος διοίκησε το γραφείο του πατέρα του με ιδιαίτερη επιτυχία.
«Η εθνεγερσία του ‘21 & η Καποδιστριακή Περίοδος»
Ο Γεώργιος Σταύρος γνωρίστηκε το Δεκέμβριο του 1808 με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος έμεινε στην Βιέννη κατά το ταξίδι του από την Κέρκυρα προς την Αγία Πετρούπολη προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας. Το 1814 συμμετείχε στη Φιλόμουσο Εταιρία της Βιέννης, μία οργάνωση που είχε ως απώτερο σκοπό την προετοιμασία της Ελλάδας για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, και έπειτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Συνεργάστηκε με τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο Καρατζά στο Βουκουρέστι και με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Πίζα όπου μετά την έκρηξη του Ιερού Αγώνος μετέφερε την έδρα των δραστηριοτήτων του.
Το Νοέμβριου του 1824 έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα με περιπετειώδη τρόπο μεταφέροντας όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα. Εφοδιασμένος με μια συστατική επιστολή του Ιγνάτιου προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη ανέλαβε γενικός ταμίας του εκτελεστικού, θέση σημαντικότατη για την εποχή εκείνη. Επέδειξε μεγάλη τιμιότητα και αφιλοκέρδεια και κατάφερε να κερδίσει την εκτίμηση εχθρών και φίλων σε μια εποχή που πολιτικοί και στρατιωτικοί διασπάθιζαν τα τελευταία απομεινάρια από το δεύτερο Αγγλικό δάνειο.
Δίχως να εγκαταλείψει την αγωνιστική του δραστηριότητα, έλαβε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία κατά του Ιμπραΐμ και πολέμησε στο Μεσολόγγι επικεφαλής ένοπλου τμήματος 50 οπλοφόρων που ο ίδιος χρηματοδοτούσε. Ξόδεψε όλα του τα χρήματα υπέρ του Αγώνα και παρά τα τόσα αξιώματα που είχε, ποτέ δεν δέχθηκε χρήματα από το δημόσιο ταμείο, με αποτέλεσμα να καταλήξει να ζει σε συνθήκες ένδειας. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να ζητά μέσω αλληλογραφίας δανεικά από τον αδελφό του στην Κέρκυρα. Πιο συγκεκριμένα έγραφε στον αδελφό του: «…αφ’ής ήλθα στην Ελλάδα έζησα με την πλέον μεγάλην οικονομίαν. Είναι φρικτόν πράγμα να σου το περιγράψω. Έναν οβολόν δεν πήρα από την Πατρίδα την οποία πολλάκις εδούλευσα…». Αλλά ακόμα και τότε, όταν του είχαν εκλείψει εντελώς τα οικονομικά μέσα και μέσα σε μία κρίσιμη καμπή του Αγώνα κατά το 1826, ο Σταύρος διενήργησε μαζί με άλλους αγωνιστές έρανο στο Ναύπλιο ο οποίος απέφερε 150 χιλιάδες γρόσια στα δημόσια ταμεία.
Μετά την απελευθέρωση, ο Γεώργιος Σταύρος συνεργάστηκε στενά με τον Ιωάννη Καποδίστρια και ως έμπιστός του συμμετείχε σε θέσεις κλειδιά που του όρισε ο Κυβερνήτης: στην τριμελή επί της Οικονομίας Επιτροπήν, στη διεύθυνση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, ως μέλος του Τμήματος Οικονομίας του Πανελληνίου, αλλά και ως μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
«Η δημιουργία της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας»
Ύστερα από πολυετείς προσπάθειες και τρομερές δυσκολίες, στις 18 Μαρτίου του 1841 ψηφίστηκε ο νόμος «περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης». Η ιδέα της τράπεζας αυτής συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση των Άγγλων κυρίως, που επιθυμούσαν με την Ιονική Κρατική Τράπεζα των Επτανήσων να ελέγχουν την ελληνική οικονομία. Η Ιονική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί προηγουμένως στις 17 Ιανουαρίου του 1839 με έδρα το Λονδίνο και άντλησε κεφάλαια κυρίως από Βρετανούς επενδυτές, εξυπηρετούσε τις συναλλαγές μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των Ιονίων νήσων, που εκείνη την εποχή αποτελούσαν προτεκτοράτο της.
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα ήταν όχι μόνο το πρώτο εμπορικό πιστωτικό ίδρυμα της χώρας αλλά και η Κεντρική Εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδας ως το 1928. Διέθετε δηλαδή για τα πρώτα ογδόντα επτά χρόνια του νεοελληνικού κράτους το αποκλειστικό εκδοτικό προνόμιο χαρτονομισμάτων.
Από τους πρώτους μετόχους της Εθνικής υπήρξε το ελληνικό κράτος με 1000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500, ο Ελβετός φιλέλληνας και τραπεζίτης Jean-Gabriel Eynard (Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος) με άλλες 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας (πατέρας του Όθωνα) με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, καθώς και πολλοί άλλοι αλλά με πολύ λιγότερες μετοχές όπως η οικογένεια τραπεζιτών Ρόθτσιλντ του Παρισιού, ο Γεώργιος Σταύρος, ο Ιούλιος Έσσλιν, ο Κ.Τοσίτσας κ.ά.
Τον Νοέμβριο του 1841 η Γενική Συνέλευση των μετόχων της τράπεζας εξέλεξε τον Γεώργιο Σταύρο ως τον πρώτο διευθυντή, ο οποίος τη διεύθυνε για 27 συναπτά έτη μέχρι το θάνατό του, και τον Κωνσταντίνο Βράνη ως υποδιευθυντή.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1842 ξεκινά η λειτουργία της τράπεζας στη νοικιασμένη οικία του Σταύρου και για πρώτη φορά κυκλοφορούν τα τραπεζογραμμάτια των 100 και 500 δραχμών. Αμέσως μετά διαπιστώθηκε η ανάγκη ύπαρξης γραμματίων μικρότερης αξίας και έτσι δρομολογήθηκε η εκτύπωση τραπεζογραμματίων των 25 και 50 δραχμών. Η κατασκευή των γραμματίων έγινε από τεχνίτες της τράπεζας της Γαλλίας με τη φροντίδα του Εϋνάρδου ενώ κάποια σημάδια για τον έλεγχο της γνησιότητας γνώριζαν μόνο ο Γ.Σταύρος και ο αρχιταμίας της τράπεζας. Σε όλες τις αξίες υπήρχαν στοιχεία ταυτότητας καθώς και η ακόλουθη προειδοποίηση «η παραποίησις τιμωρείται με δεσμά διά βίου».
Από το 1859 τα ελληνικά χαρτονομίσματα φέρουν την προσωπογραφία του Σταύρου. Οι βλαχόφωνοι μάλιστα μεταξύ τους ονόμαζαν τα ελληνικά χρήματα συνθηματικά μα και καμαρωτά «του Γκώγκου», δηλαδή «του Γιώργου». Εν γένει, η εισαγωγή του χαρτονομίσματος ως συναλλακτικού μέσου υπήρξε δύσκολη διαδικασία γιατί μέχρι τότε οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ως συναλλακτικό μέσο το μεταλλικό το οποίο διέθετε εσωτερική αξία.
«Η προσφορά του εις το Έθνος»
Ο Σταύρος ανέλαβε τη διοίκηση της τράπεζας, θέτοντας τα θεμέλια ολόκληρου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και βοηθώντας παράλληλα στην ανόρθωση της εθνικής οικονομίας. Παρ’ όλες τις δυσκολίες κατάφερε να αυξήσει τα κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού και να πετύχει την αποδοτική και ομαλή εσωτερική λειτουργία του ιδρύματος. Επίσης, το 1867 με προσωπική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ο πρώτος στη χώρα ασφαλιστικός οργανισμός εργαζομένων. Σε μια εποχή όπου η εργατική νομοθεσία ήταν παντελώς άγνωστη, όπου ο εργοδότης ήταν ο απόλυτος και ανεξέλεγκτος κύριος της τύχης των εργαζομένων, όπου κάθε ιδέα πρόνοιας προς τους ιδιωτικούς υπαλλήλους ήταν εντελώς επαναστατική, ο Γεώργιος Σταύρος προσπάθησε να εξασφαλίσει στους απόμαχους υπαλλήλους της τράπεζας ένα άνετο γήρας.
Στις 31 Μαΐου του 1869 Ο Γεώργιος Σταύρος πεθαίνει σε ηλικία 81 ετών από καρδιακή ανακοπή μέσα στο κτίριο του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας όπου διέμενε. Πρόλαβε να διαθέσει με την ιδιόχειρη διαθήκη του ολόκληρη την περιουσία του για την ίδρυση και συντήρηση ορφανοτροφείου αρρένων στα Γιάννενα και νοσοκομείου για φυματικούς στην Πάρνηθα. Επιπλέον κληροδότησε στη γενέτειρά του πολλά οικόπεδα, μεταξύ άλλων και το οικόπεδο της πατρικής του οικίας, καθώς και χρήματα σε εκκλησίες. Ειδικά για το σκοπό της ανέγερσης του ορφανοτροφείου στην πόλη των Ιωαννίνων χάρισε 40 χιλιάδες δραχμές και 65 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας οι οποίες παρέμειναν στην Τράπεζα και με τους τόκους καλύπτονταν τα έξοδα λειτουργίας του ιδρύματος.
Του Χρήστου Μπουτάτου*
* Επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr