Αν και είναι πρώιμη μία κουβέντα για επενδύσεις, τα ανώτατα τραπεζικά στελέχη των μεγάλων ομίλων στη χώρα, περί αυτού συζητούν. Διαφορετικά, επισημαίνουν, είναι αδιέξοδο. Πρέπει να ξεκινήσει, ισχυρίζονται, ένας καινούργιος επενδυτικός κύκλος, που θα αναζωπυρώσει την αγορά, δημιουργώντας πρόσθετες θέσεις εργασίας. Χαρακτηριστική είναι η άποψη κορυφαίου τραπεζικού στελέχους, σύμφωνα με την οποία «η Ελλάδα έχει εξαφανισθεί από τον χάρτη των ξένων επενδύσεων». Οι πιο αισιόδοξοι της αγοράς πιστεύουν ότι οι επενδύσεις θα ξεκινήσουν μόλις εδραιωθεί η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, κάτι το οποίο θα συμβεί με την επίτευξη της συμφωνίας με την τρόικα, με την είσοδο των κεφαλαίων στη χώρα, με την πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης κ.ά.
Οι εξελίξεις αυτές, αναπόφευκτα, εδραιώνοντας τη χαμένη εμπιστοσύνη στο σύστημα, θα έχουν ως αποτέλεσμα την επιστροφή κεφαλαίων στις τράπεζες από τους ίδιους τους καταθέτες, είτε τα κεφάλαια προέρχονται από καταθέσεις στο εξωτερικό είτε από αυτά που «κρύβονται στα σεντούκια». Ειδικά από αυτή την τελευταία κατηγορία, εκτιμάται ότι περίπου 15 δισ. ευρώ μπορούν να αποδεσμευθούν, αν σταματήσουν οι παράγοντες που προκαλούν ανησυχία διατήρησης καταθέσεων στις τράπεζες. Συνολικά από το σύστημα, έχουν «κάνει φτερά» κεφάλαια ύψους 80 δισ. ευρώ.
Μία άλλη παράμετρος που μπορεί να προσμετρηθεί είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος που επηρεάζει τις προσδοκίες. Οταν μία οικονομία βαδίζει σε τροχιά ανάπτυξης, ο συναλλαγματικός κίνδυνος περιορίζεται. Πάντως, υπάρχει ένα κοινό σημείο που συμφωνούν όλοι οι τραπεζίτες. Το γεγονός ότι με συνεχή δημόσια πίεση δεν λειτουργεί η οικονομία. Εχουν περάσει 18 μήνες, από τον Μάρτιο του 2011 που έγινε το «μπαμ» με την τρόικα, όπου η χώρα, η οικονομία της, δέχεται συνεχείς και αδιάλειπτες πιέσεις. Εντυπωσιακή, δε, είναι η πληροφορία, ότι κατά μέσο όρο μία χώρα παραμένει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο 1,5 - 2 χρόνια, ενώ η Ελλάδα είναι ήδη 2,5 χρόνια.
Ορισμένοι τραπεζίτες αναφέρουν ως ένα από τα πολλά παραδείγματα που θα συμβάλλουν κάποια στιγμή στην επανεκκίνηση της επενδυτικής πρωτοβουλίας το θέμα του χρέους του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του. Χαρακτηριστικά, όπως επισημαίνουν τραπεζικοί παράγοντες, το Δημόσιο χρωστά αυτή τη στιγμή και μετά από κούρεμα, περίπου 7,9 δισ. ευρώ σε διάφορους προμηθευτές. Οι οποίοι με τη σειρά τους χρωστούν στις τράπεζες, ως απόρροια παλαιότερης χρηματοδότησής τους. Όταν αποκατασταθούν οι πληρωμές του Δημοσίου, λογικά θα τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους οι προμηθευτές και θα επιστρέψει ρευστότητα στο σύστημα. Ετσι, οι τράπεζες θα βρεθούν με διαθέσιμα, τα οποία θα μπορέσουν να «ρίξουν» στην αγορά προκαλώντας μία ανάσα ρευστότητας σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις που σήμερα ασφυκτιούν. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.
Επ’ αυτού έγινε μεγάλη συζήτηση με το θέμα του deleverage (της απομόχλευσης). Η λύση αυτή του περιορισμού των δανείων επελέγη μεν για την αντιμετώπιση ή μάλλον τη διαχείριση της χρηματοοικονομικής κρίσης, αλλά όπως σε πολλές περιπτώσεις, η υπερβολή μίας επιλογής μπορεί να είναι βλαπτική. Στο πλαίσιο αυτό, τραπεζικά στελέχη διευκρινίζουν ότι η μεγάλης έκτασης απομόχλευση τελικώς λειτουργεί σε βάρος της αγοράς, καθώς επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και τον καθορισμό των προβλέψεων.
Το πιο «γερό χαρτί» στο οποίο προσδοκούν την ανάκαμψη οι τραπεζίτες είναι αυτό της ανακεφαλαιοποίησης. Μέχρι σήμερα, τα βασικά μέτωπα της ανακεφαλαιοποίησης είναι ανοιχτά και το θέμα από ό,τι φαίνεται ή καλύτερα από τον τρόπο που δρομολογείται, θα κλείσει ταυτόχρονα με το πακέτο μέτρων και τη νέα δόση. Πέραν όμως, μίας σειράς σημαντικών παραγόντων και όρων που χρήζουν διευκρινίσεων, υπάρχουν από ό,τι φαίνεται και κάποιες σταθερές.
Μεταξύ άλλων, λοιπόν, τα «σίγουρα» της ανακεφαλαιοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι τα ακόλουθα:
1. Θα ισχύσει ακριβώς η ίδια τιμή διάθεσης για τους ιδιώτες μετόχους που θα μετάσχουν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών καθώς και για το Δημόσιο, που θα στηρίξει τις αυξήσεις μέσω συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
2. Θα υπάρχει η χρονική περίοδος των 3 ετών που μπορεί να φτάσει μέχρι τα 5 έτη, μέσα στην οποία οι τράπεζες (δηλαδή οι μέτοχοί τους) θα μπορέσουν να επαναγοράσουν τις μετοχές τους. Διαφορετικά, στο τέλος της πενταετίας, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα έχει τη δυνατότητα να τις διαθέσει, δηλαδή να τις πωλήσει, σε οποιονδήποτε αγοραστή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr