Τις σκέψεις και προτάσεις τους σχετικά με τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και τον ρόλο των επενδύσεων καταγράφουν σε άρθρο τους στο πλαίσιο της σειράς «Οικονομία» της Eurobank, ο κ. Ν. Καραμούζης και ο κ. Τ. Αναστασάτο, το οποίο κυκλοφορεί σήμερα, ημέρα επίσκεψης του Γερμανού υπουργού Οικονομίας στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον κ. Καραμζούζη, αιχμή του δόρατος για την ανάπτυξη είναι η προώθηση των αποκρατικοποιήσεων και η συνεργασία του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας με τους ξένους επενδυτές.
Οπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο άρθρο, «τo πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να αποτελέσει την αιχμή της προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων σε συνεργασία με το επιχειρηματικό κεφάλαιο». Παράλληλα, σημειώνουν ότι «Καθρέφτης και κριτήριο της συντελούμενης προόδου σε όλα τα μέτωπα θα είναι ο βαθμός αύξησης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και η σημαντική ανάπτυξη των ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων.»
Σε ένα πρώτο βήμα, οι συγγραφείς υπολογίζουν τους ρυθμούς αύξησης επενδύσεων και εξαγωγών οι οποίοι είναι αναγκαίοι για να επιτευχθεί πραγματική ανάπτυξη 3% την επόμενη πενταετία, 2012-2016.
Ετσι για το 2012, εφόσον οι επενδύσεις παραμείνουν σταθερές σε πραγματικούς όρους λόγω της αβεβαιότητας για τις προοπτικές της χώρας και της στενότητας ρευστότητας, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% θα απαιτείτο αύξηση των εξαγωγών κατά 16,3% σε πραγματικούς όρους (17% ονομαστικά), ενώ για τα επόμενα έτη, εάν οι επενδύσεις αυξάνονται με ρυθμό ίσο με τη μέση ετήσια αύξηση των προβλέψεων του Μνημονίου για τα αντίστοιχα έτη, ήτοι 4,3% ετησίως, οι εξαγωγές πρέπει να αυξάνονται σε πραγματικούς όρους σε ποσοστά, από 9,6% το 2013 έως 6,7% το 2016.
Σε ένα δεύτερο σενάριο, οι εξαγωγές αυξάνονται με ρυθμό ίσο με τη μέση ετήσια αύξηση των προβλέψεων του Μνημονίου για τα έτη 2013-2016, ήτοι 6,5% ετησίως σε πραγματικούς όρους. Σε αυτή την περίπτωση, για να επιτευχθεί ανάπτυξη 3% ετησίως, εκτιμάται ότι οι επενδύσεις πρέπει να αυξάνονται σε ποσοστά, από 10,8% το 2013 έως 4,5% το 2016 σε πραγματικούς όρους.
Για την επίτευξη αυτών των ρυθμών προτείνονται άξονες βάσει των οποίων θα πρέπει να κινηθεί η οικονομική πολιτική και συγκεκριμένα:
Πρώτον, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, μέσω βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, των θεσμών και της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και γραφειοκρατίας.
Οπως τονίζουν η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω θεσμικών τομών δεν απαιτεί την αύξηση του αποθέματος των παραγωγικών συντελεστών, κεφαλαίου και εργασίας, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης. Επιφέρει την αποτελεσματικότερη χρήση των συντελεστών της παραγωγής και επομένως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Δεύτερον, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι συγγραφείς δείχνουν ότι το τεχνολογικό περιεχόμενο και επομένως η προστιθέμενη αξία των ελληνικών προϊόντων παραμένουν χαμηλά, με αποτέλεσμα την απώλεια μεριδίων αγοράς λόγω και του αυξανόμενου ανταγωνισμού από αναδυόμενες οικονομίες χαμηλού κόστους. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιδιωχθούν εξειδικεύσεις της οικονομίας σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης ποιότητας και έντασης τεχνολογίας, τόσο σε νέους τομείς όσο και σε νέα τμήματα των τομέων στους οποίους παραδοσιακά η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Όσο αποτελεσματικότερα γίνει αυτό, τόσο μικρότερο βάρος της προσαρμογής θα πέσει στους μισθούς.
Τρίτον, σε κλαδικό επίπεδο, ενεργός ενθάρρυνση της μετατόπισης της παραγωγής από τους τομείς των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών προς τους τομείς των εμπορεύσιμων.
Η μελέτη δείχνει πως οι εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου συμπαρέσυραν μία διόγκωση των τομέων μη εμπορεύσιμων, κυρίως υπηρεσιών οι οποίες προορίζονταν για την εξυπηρέτηση της εγχώριας αγοράς. Η χαμηλότερη παραγωγικότητα αυτών των τομέων, σε συνδυασμό με την ταχύτερη άνοδο μισθών, τιμών και περιθωρίων κέρδους, επιδείνωσε την απώλεια ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές.
Τέταρτον, αλλαγή στη φιλοσοφία αξιοποίησης των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων και ενισχύσεων και των αναπτυξιακών νόμων.
Προτείνεται η εγκατάλειψη της λογικής των επιδοτήσεων, οι οποίες έχουν ιστορικά αποδειχτεί αναποτελεσματικές ως εργαλείο ενίσχυσης της ανάπτυξης, και η μεταβολή της φιλοσοφίας επιλογής προγραμμάτων προς χρηματοδότηση ώστε να προκρίνονται δράσεις οι οποίες ενισχύουν την συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια.
Τα προηγούμενα έτη εισέρευσε στη χώρα πακτωλός χρημάτων. Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι κατά την περίοδο 1981-2009 η χώρα εισέπραξε, σε σταθερές τιμές του 2010, 277,31 δισ. ευρώ ακαθάριστες μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. και 61,69 δισ. ευρώ δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Επίσης 20,3 δισ. ευρώ εθνικών πόρων εισέρευσαν μέσω των αναπτυξιακών νόμων και των επενδυτικών προγραμμάτων, των ενισχύσεων και των επιδοτήσεων.
Τα κεφάλαια αυτά προορίζονταν για την ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και τον εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση της οικονομικής δομής της χώρας. Αντ' αυτού, κατευθύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση των προσωπικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης ως τμήμα μίας ευρύτερης διαδικασίας πελατειακής συναλλαγής Κράτους, πολιτών-ψηφοφόρων και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας.
Προς επίρρωσιν αυτού του ισχυρισμού, οι καθαρές μεταβιβάσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ (μετά την αφαίρεση των πληρωμών προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό) μεταξύ 1981-2009, σε σταθερές τιμές 2010, ισούντο με 203,5 δισ. ευρώ.
Την αντίστοιχη περίοδο, το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2010 μεγεθύνθηκε μόλις κατά 97δισ. ευρώ. (από 133δισ. ευρώ. σε 230 δισ. ευρώ.). Ωστόσο, ακόμα και με αυτή τη στρεβλή χρήση, οι κοινοτικοί πόροι συνέβαλαν μεταξύ 2000-2009 περίπου το ήμισυ της σωρευτικής ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ (32,3%) ή το όλον της επιτευχθείσας σύγκλισης των πραγματικών κατά κεφαλήν εισοδημάτων έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Επιβάλλεται η χρήση των ευρωπαϊκών μεταβιβάσεων με αποκλειστικό στόχο την επέκταση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, ειδάλλως δεν είναι σαφές πως θα αναπληρωθεί η συμβολή τους όταν το ΕΣΠΑ εκπνεύσει.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο αγροτικός τομέας και η αντιπαραγωγική χρήση της ΚΑΠ. Μετά από 50 χρόνια ευρωπαϊκών ενισχύσεων (ακαθάριστα ποσά αξίας 169 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2010), το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, δασοκομία και αλιεία) στο ΑΕΠ μειώθηκε από 20% το 1960 και 15,6% το 1980 στο 4,8% το 2010, το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων μεταβλήθηκε, από πλεονασματικό πριν την έναρξη των προγραμμάτων ενίσχυσης, σε ελλειμματικό από το 1981 κι έκτοτε επιδεινωνόταν συνεχώς για να φτάσει το 2008 τα -3δισ. ευρώ, και η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων επιδεινώθηκε κατά 39% από το 2000 έως το 2010, όταν η αντίστοιχη επιδείνωση των προϊόντων της μεταποίησης ήταν μόνο 10%.
Πέμπτον, προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) και ξένων κεφαλαίων αλλά σε τομείς τεχνολογικής αιχμής, υποδομών και σε τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Οι ΑΞΕ στην Ελλάδα ανέκαθεν ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως όμως, η μελέτη δείχνει ότι την δεκαετία 2000-2010, όχι μόνο δεν αυξήθηκαν όπως στις άλλες χώρες της ΟΝΕ, αλλά αφορούσαν σχεδόν στο σύνολό τους υπηρεσίες εξυπηρέτησης της εγχώριας αγοράς και όχι εξαγωγικούς τομείς. Επίσης, σχεδόν στο σύνολό τους αφορούσαν εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων και όχι δημιουργία καινούριου παραγωγικού δυναμικού. Επιπλέον, κατά τα 2/3 τους πραγματοποιήθηκαν σε τομείς μέσης και χαμηλής τεχνολογίας.
Η σημασία της προσέλκυσης ΑΞΕ μεγεθύνεται από την δυσκολία κινητοποίησης εγχώριων κεφαλαίων, τη στενότητα ρευστότητας και το υψηλό εγχώριο κόστος χρήματος που επέφερε η ελληνική κρίση.
To πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να αποτελέσει την αιχμή της προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων σε συνεργασία με το επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Οι προβλέψεις και οι παραδοχές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας
Υπολογίζουμε ότι με βάση τον επιδιωκόμενο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (3%), καθώς και τον εκτιμώμενο μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης (1,8%), η πραγματική σύγκλιση θα επιτευχθεί σε περίπου 24 έτη από το 2012. Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα παρέμεινε το 2010 ίση με το 75% του ΑΕΠ έναντι 57,7% του μ.ο. στην Ευρωζώνη.
Τουτέστιν, συγκρινόμενοι με τους υπόλοιπους ευρωπαίους, οι Έλληνες καταναλώνουν ωσάν το εισόδημά τους να ήταν 30% υψηλότερο από αυτό που πράγματι είναι. Είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς ότι όσο θα προχωρεί η πραγματική σύγκλιση και ο αναπροσανατολισμός της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, η κατανάλωση θα πρέπει να προσεγγίσει ως ποσοστό του ΑΕΠ το μέσο όρο της Ευρωζώνης, ώστε να θεωρείται διατηρήσιμη με ευρωπαϊκά δεδομένα. Άρα, έως το 2036, η ιδιωτική κατανάλωση θα πρέπει να μειωθεί 17,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Με ετήσια πραγματική ανάπτυξη 3%, και μετά τις μειώσεις που θα υποστεί η ιδιωτική κατανάλωση μέχρι το 2012, αυτό εξυπονοεί μέσο πραγματικό ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα περίπου 2% ετησίως για την επόμενη 25ετία. Είναι εύλογο και οι εισαγωγές να μεταβάλλονται ισοποσοστιαία με την κατανάλωση, ήτοι πραγματική αύξηση 2% ετησίως. Επιπλέον, με βάση τις προβλέψεις του Μνημονίου για τις πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, εκτιμούμε ότι, για να μην επαναληφθεί η δημοσιονομική εκτροπή, η δημόσια κατανάλωση πρέπει να συγκρατηθεί σε μέση ετήσια πραγματική αύξηση 2,1% έως το 2037.
Με δεδομένες τις μεταβολές ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης και εισαγωγών, υπολογίζονται οι συνδυασμοί των μεταβολών σε επενδύσεις και εξαγωγές οι οποίες εξασφαλίζουν ετήσια ανάπτυξη 3%. Στο θετικό σενάριο, οι εξαγωγές αυξάνουν με ετήσιο ρυθμό ίσο με τον προσδοκώμενο ρυθμό αύξησης της διεθνούς ζήτησης για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, ήτοι 4,2%. Αυτό αρκεί, μαζί με τη συγκράτηση των εισαγωγών σε αύξηση 2% ετησίως, ώστε το εμπορικό ισοζύγιο να γίνει ισχυρά πλεονασματικό (κατά 9 π.μ. του ΑΕΠ), να αντισταθμιστούν οι αναμενόμενες αρνητικές εξελίξεις των Ισοζυγίων Εισοδημάτων και Μεταβιβάσεων και να μειωθεί το εξωτερικό χρέος. Επιπλέον, με αυτή την αύξηση των εξαγωγών, για να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης (3%) απαιτείται μέση ετήσια πραγματική αύξηση των επενδύσεων 4,1%. Αυτός ο ρυθμός είναι εξίσου εφικτός και θα διαμορφώσει τελικά (το 2037) το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ στο 18,9%, ποσοστό χαμηλότερο της περιόδου 2000-2010, αλλά διατηρήσιμο και ρεαλιστικό.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr