Σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς και οικονομολόγους, βασική αιτία αυτής της απώλειας ανταγωνιστικότητας είναι οι υψηλοί ρυθμοί μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού, οι οποίοι καθιστούν τις ελληνικές εξαγωγές ακριβότερες τόσο σε όρους τιμών όσο και σε όρους κόστους εργασίας σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους.
Ωστόσο, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, το συνολικό κόστος εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 1,8%, σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat. Ειδικότερα, το ύψος των μισθών και των αποδοχών των εργαζομένων μειώθηκε κατά 1,2%, ενώ το κόστος εργασίας εκτός μισθών και αποδοχών , όπου υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι αλλά και οι επιδοτήσεις, υποχώρησε κατά 3,2%.
Στον αντίποδα, η ευρωπαϊκή τάση, όπου σημειώθηκε αύξηση αν και με το χαμηλότερο ρυθμό από το 2000, όπου και ξεκίνησε η καταγραφή των στοιχείων. Συγκεκριμένα, στην ευρωζώνη το συνολικό κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 1,6% το δεύτερο τρίμηνο, με αύξηση μισθών και αποδοχών κατά 1,5%.
Η μεγαλύτερη αύξηση του συνολικού κόστους εργασίας καταγράφηκε στη Βουλγαρία (+8,6%) και τη Ρουμανία (+5%) ενώ η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στη Λιθουανία (-7%), τη Λετονία (-5,8%) και την Εσθονία (-2,6%).
Σε πρόσφατη μελέτη της Eurobank για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επισημαίνεται ότι οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές και θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά παρά μόνο αν προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους ή αποχωρήσει από την ζώνη του ευρώ και υποτιμήσει δραστικά την «νέα δραχμή». Η Eurobank πάντως εκτιμά πως η απώλεια της ανταγωνιστικότητας το διάστημα 2000 – 2009 είναι πολύ μικρότερη από τις μέσες εκτιμήσεις, κατά 19%, και βρίσκεται στο 10%.
Η μελέτη καταλήγει σε τέσσερα σημαντικά συμπεράσματα τόσο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσει την κρίση και να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης όσο και για τα απαραίτητα μέτρα οικονομικής πολιτικής:
«Πρώτον, η απαραίτητη «εσωτερική υποτίμηση» για να επανέλθει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά είναι μικρότερη από ότι πιστεύουν οι αγορές. Η πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ πιστεύουμε ότι έχει ήδη τονώσει την ανταγωνιστικότητα σημαντικά καθώς πάνω από 50% των εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες εκτός ευρωζώνης.
Δεύτερον, καθώς η απώλεια ανταγωνιστικότητας φαίνεται να περιορίζεται κυρίως στον τομέα της γεωργίας και της βιομηχανίας – οι οποίοι αποτελούν μόνο το 15% του ιδιωτικού τομέα --, η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει μια γενικευμένη «εσωτερική υποτίμηση». Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες η χώρα να ξεπεράσει την κρίση χωρίς να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή «αναδιάρθρωσης» του δημόσιου χρέους. Στην διαδικασία αυτή, οι εξαγωγές μπορούν να μετατραπούν σε κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης για τη χώρα.
Τρίτον, για να επανακτήσει η οικονομία την χαμένη ανταγωνιστικότητά της, δεν επαρκούν μόνο μειώσεις μισθών αλλά είναι απαραίτητες και μειώσεις των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στο διάστημα 2000-2009, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά 10% σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους, η αντίστοιχη αύξηση των τιμών βιομηχανικών προϊόντων ήταν 32%. Ο πληθωρισμός στις τιμές βιομηχανικών προϊόντων οδήγησε σε υποκατάσταση εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές βιομηχανικών αγαθών, συμβάλλοντας στη διόγκωση του εμπορικού ελλείματος. Για να κερδίσει η χώρα το στοίχημα της οικονομικής ανόρθωσης, είναι απαραίτητη η απελευθέρωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων.
Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι οι πλέον προστατευμένοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής, είναι ανάμεσα στους κλάδους με την μεγαλύτερη απώλεια ανταγωνιστικότητας, καθώς μειώθηκε διαχρονικά η παραγωγικότητα. Για να μπορέσει η ελληνική γεωργία να ανακτήσει την απώλεια ανταγωνιστικότητας της τελευταίας δεκαετίας, πρέπει η αγροτική πολιτική να στοχεύσει στην στήριξη της καινοτομίας και της παραγωγικότητας.»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr