Γιατί τα στελέχη των μεγάλων, και πλούσιων σε μετρητά εταιρειών δεν επιδίδονται σε αγορές; Και ποιες είναι οι επιπτώσεις για τους επενδυτές; Ο πιο πιθανός λόγος για αυτή την έλλειψη κινητικότητας συγχωνεύσεων και εξαγορών είναι το πολύ απλό γεγονός, ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα η αβεβαιότητα αναφορικά με τις εξελίξεις στις υτικές οικονομίες, αναμφισβήτητα σε υψηλότερα από προηγούμενες περιόδους ανάκαμψης. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής θα μπορούσε φυσικά να επισημάνει ότι αυτή η αβεβαιότητα αντικατοπτρίζεται και στις ελκυστικές αποτιμήσεις δυνητικών εταιρειών στόχων, όμως πολλές εταιρείες προτιμούν να πληρώσουν υψηλότερη τιμή σε μία σταθερή αγορά, παρά μία χαμηλότερη τιμή σε ένα περιβάλλον περιορισμένης ορατότητας.
Ένας άλλος λόγος αυτής της απογοητευτικής τάσης συγχωνεύσεων και εξαγορών μπορεί να εντοπισθεί στην εκρηκτική ανάπτυξη των αναδυομένων αγορών. Πολλές εταιρείες του υτικού κόσμου θέλουν να επεκτείνουν την έκθεσή τους σε περιοχές με ανάπτυξη και ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθεί κάτι τέτοιο τώρα, είναι αυξάνοντας την έκθεση στις αναδυόμενες αγορές. Pστόσο, το να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών είναι συχνά δύσκολο, δεδομένης της έλλειψης κατάλληλων υποψηφίων (σε όρους αποτίμησης και κουλτούρας) σε αυτές τις χώρες. Οι περισσότερες δυτικές εταιρίες επομένως, αυξάνουν την παρουσία τους σε αυτές τις χώρες μέσω οργανικής ανάπτυξης ή πολύ μικρών εξαγορών.
Εάν στρέψουμε την προσοχή μας από τις εταιρείες στις μετοχικές αγορές, ανακαλύπτουμε ακόμα ένα αντικίνητρο στην αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων. Τα τελευταία δέκα χρόνια, υπήρχε μεγάλη συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους μίας εταιρίας και της απόδοσης της μετοχής της: όσο μεγαλύτερη η εταιρία, τόσο χειρότερη η εξέλιξη της τιμής της μετοχής της! Αν και αυτό δεν ίσχυε πάντα σε όλες τις περιπτώσεις. Την δεκαετία του ’90 οι μεγαλύτερες εταιρείες ήταν αυτές με τις θεαματικότερες αποδόσεις, καθοδηγούμενες από τεράστιες εισροές στις μετοχικές αγορές (οι “μεγάλες μετοχές” χρειάζονται περισσότερα “καύσιμα”) και την ανάγκη των επενδυτών μεμονωμένων χωρών να ακολουθήσουν την τάση προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση αγοράζοντας διευρυμένα Ευρωπαϊκά χαρτοφυλάκια. Το τελευταίο συχνά συνέβαινε αγοράζοντας το δείκτη (Euro)Stoxx 50, ο οποίος αποτελείται από τις μεγαλύτερες και με την υψηλότερη εμπορευσιμότητα εταιρείες.
Αυτή η τάση άλλαξε σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Οι εισροές προς τις μετοχικές αγορές στέρεψαν και η αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων λόγω της Ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν παρελθόν. Σε πτωτικές αγορές, οι επενδυτές πουλούσαν ονόματα με τη μεγαλύτερη εμπορευσιμότητα. Οι μεγάλες μετοχές υπέφεραν.
Παράλληλα, η ολοένα αυξανόμενη τάση προς κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου ευνοούσε τις μικρότερες μετοχές, που προσαρμόζονται καλύτερα τις επενδυτικές στρατηγικές τους από ό,τι οι σχετικά δυσκίνητοι γίγαντες. Σαν αποτέλεσμα οι μετοχές μικρότερης κεφαλαιοποίησης ξεπερνούσαν σε αποδόσεις τις μεγαλύτερες σχεδόν σε κάθε έτος της τελευταίας δεκαετίας.
Pστόσο, οι επενδυτές γνωρίζουν: οι τάσεις έρχονται και φεύγουν. Η δεκαετία κατά την οποία δεν ήταν σοφό να αγοράζεις εταιρείες «μεγαθήρια» είναι πιθανώς πίσω μας. Άλλωστε, αντιμετωπίζουμε τώρα μία κατάσταση κατά την οποία οι μεγάλες, σταθερές εταιρείες με δυνατούς ισολογισμούς είναι σημαντικά φθηνότερες και καταβάλλουν υψηλότερα μερίσματα από ό,τι οι μικρότερες και με μεγαλύτερο κίνδυνο εταιρείες. Ιστορικά, η διαφορά στις αποτιμήσεις σε αυτές τις δύο κατηγορίες σπάνια ήταν μεγαλύτερη. Οι μικρές
εταιρείες μπορεί να είναι όμορφες, αλλά έχουν γίνει σχετικά ακριβές. Ίσως θα ήταν σοφό να στραφούμε προς τους παραγκωνισμένους γίγαντες και πάλι.
Άρθρο του στρατηγικού αναλυτή της ING IM Europe Ad vanTiggelen
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr