Στις 25 Μαΐου του 2009, η Βόρεια Κορέα δοκίμασε για δεύτερη φορά πυρηνικό μηχανισμό μέσα στα τελευταία δυόμισι χρόνια. Παρόλο που το πρόγραμμα πυρηνικού οπλισμού της Βόρεια Κορέας εξακολουθεί να εξελίσσεται, το γεγονός είναι σημαντικό. Η Βόρεια Κορέα έχει εκτελέσει τις μοναδικές δύο πυρηνικές εκρήξεις στον κόσμο τον 21ο αιώνα. (Πριν από αυτές, οι πιο πρόσφατες δοκιμές ήταν οι πολλαπλές δοκιμές της Ινδίας και του Πακιστάν το 1998.)
Εξακολουθούν να έρχονται στην επιφάνεια λεπτομέρειες, μέσω της ανάλυσης σεισμογραφικών και άλλων δεδομένων, ενώ συνεχίζονται και οι υποθέσεις σχετικά με την ακριβή φύση του ατομικού μηχανισμού που ενδέχεται να έχει σήμερα στην κατοχή της η Πιονγκγιάνγκ, πράγμα που καθιστά τη στιγμή αυτή κατάλληλη για την εξέταση της κρυφής πραγματικότητας των πυρηνικών όπλων. Η εξέταση της ιστορίας τους, και των συμπερασμάτων που είναι δυνατόν να εξαχθούν από αυτήν, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι πραγματικά μπορεί να σημαίνει μια ενδεχόμενη ένταξη της Βόρειας Κορέας στην πυρηνική λέσχη.
Τα πυρηνικά όπλα τον 20ο αιώνα
Πριν ακόμα εκραγεί η πρώτη πυρηνική βόμβα στις 16 Ιουλίου του 1945, τόσο οι επιστήμονες όσο και οι μηχανικοί του Σχεδίου Μανχάταν και του αμερικανικού στρατού, πάλευαν με τις επιπτώσεις της επιστήμης που υπηρετούσαν. Ωστόσο, εν τέλει, έδρασαν υπό έντονη αίσθηση πίεσης χρόνου ώστε να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα εγκαίρως για να επηρεάσουν την έκβαση του πολέμου, γεγονός που σήμαινε ότι η κατανόηση των επιπτώσεων της ατομικής βόμβας ήταν μάλλον πολυτέλεια που έπρεπε να αφεθεί για αργότερα. Ακόμα και μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο ξέφρενος ρυθμός του Ψυχρού Πολέμου εξακολουθούσε να ωθεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων. Αυτό σήμαινε ότι στις πρώτες μέρες τους, τα ατομικά όπλα ήταν πιθανώς πιο προχωρημένα από ό,τι ήταν η κατανόηση που υπήρχε τότε για τη δεοντολογία και την πρακτική τους χρήση.
Ωστόσο, τα όσα υπόσχονταν τα πυρηνικά όπλα ήταν τεράστια. Εάν ήταν δυνατόν να σχεδιαστούν και να κατασκευαστούν τα κατάλληλα συστήματα εκτόξευσης και να εξοπλιστούν με ισχυρότερες πυρηνικές κεφαλές, μία χώρα θα μπορούσε να απειλεί συνεχώς τα ίδια τα μέσα ύπαρξης μίας άλλης χώρας: τους ανθρώπους της, την βιομηχανία της, τις στρατιωτικές της εγκαταστάσεις και τους κυβερνητικούς της θεσμούς. Τα πυρηνικά όπλα πεδίου μάχης ή τα τακτικά πυρηνικά όπλα θα καθιστούσαν τη συγκέντρωση στρατιωτικών σχηματισμών αυτοκαταστροφική – ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν κάποτε οι δημιουργοί στρατιωτικών σχεδίων. Αυτό που ήταν σαφέστατο από πολύ νωρίς ήταν ότι τα πυρηνικά όπλα είχαν αλλάξει θεμελιωδώς τα πάντα. Επικρατούσε μια διάχυτη άποψη ότι ο πόλεμος ήταν πια ξεπερασμένος, ότι ήταν απλώς υπερβολικά επικίνδυνος και καταστροφικός για να θεωρείται ως ενδεχόμενο. Μερικά από τα πιο λαμπρά μυαλά του Σχεδίου Μανχάταν έκαναν λόγο για το πώς τα ατομικά όπλα καθιστούσαν απαραίτητη την παγκόσμια διακυβέρνηση.
Παρ’ όλ’ αυτά, ίσως η πιο εκπληκτική πλευρά της έλευσης της πυρηνικής εποχής είναι πόσα λίγα πράγματα άλλαξαν τελικά. Ο ανταγωνισμός για απόκτηση μεγαλύτερης ισχύος συνεχίστηκε με γοργό ρυθμό (παρά τη νέα, διμερή δυναμική). Οι Σοβιετικοί επέβαλαν αποκλεισμό στο Βερολίνο για ένα περίπου έτος, από το 1948, αψηφώντας την τότε μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο πυρηνική δύναμη, δηλ. τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα στον Πόλεμο της Κορέας (σε πείσμα του Στρατηγού Douglas MacArthur) ακόμα και όταν οι Κινεζικές μεραρχίες εφορμούσαν από την απέναντι όχθη του ποταμού Yalu, κατατροπώνοντας τις δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Νότιας Κορέας και των συμμάχων και αναγκάζοντάς τις σε οπισθοχώρηση προς το Νότο, αντιστρέφοντας τις ταχύτατες κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί στα τέλη του 1950.
Οι καταστάσεις που υποτίθεται ότι απέτρεπαν τα πυρηνικά όπλα, επαναλαμβάνονταν διαρκώς. Οι στρατιωτικές πραγματικότητες που υποτίθεται ότι βαθμιαία θα μετέβαλλαν, απλώς συνεχίζονταν. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηττήθηκαν στο Βιετνάμ. Οι Σύριοι και οι Αιγύπτιοι εισέβαλαν στο Ισραήλ το 1973 (παρόλο που ήξεραν ότι οι Ισραηλινοί είχαν αποκτήσει πλέον πυρηνικά όπλα). Η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε στο Αφγανιστάν. Η Ινδία και το Πακιστάν οδηγήθηκαν σε πόλεμο το 1999 – και παρά λίγο άλλες δύο φορές αργότερα. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν κρίθηκε σωστό να αναληφθεί ο πιθανός κίνδυνος της χρήσης πυρηνικών όπλων – ούτε ήταν σαφές ποια θα μπορούσε να είναι η χρησιμότητά τους.
Ανθεκτική Γεωπολιτική Σταθερότητα
Οι πόλεμοι υψίστου κινδύνου δημιουργούνται από την απόγνωση. Στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο η Ναζιστική Γερμανία όσο και η Αυτοκρατορική Ιαπωνία ανέλαβαν τεράστιους πιθανούς κινδύνους από γεω-στρατηγικής πλευράς – και έχασαν. Αυτό που τους είχε οδηγήσει στη σκόπιμη ανάληψη του ρίσκου ήταν οι ασταθείς γεωπολιτικές συνθήκες. Συγκριτικά, μετά τον πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση ήταν γεωπολιτικά ασφαλείς. Η Ουάσινγκτον είχε εξελιχθεί σε παγκόσμια δύναμη, προστατευμένη από την ασπίδα των δύο ωκεανών, ενώ η Σοβιετική Ένωση απολάμβανε την μεγαλύτερη στρατηγική ισχύ που είχε γνωρίσει.
Ο ανταγωνισμός Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης ήταν, φυσικά, σφοδρός, από την κούρσα του πυρηνικού εξοπλισμού, μέχρι τη διαστημική κούρσα και τους αναρίθμητους πολέμους δι’ αντιπροσώπων. Παρόλα αυτά, υπόβοσκε ο φόβος ότι η άλλη πλευρά θα εμπλεκόταν σε έναν πραγματικά παράλογο πόλεμο. Η Δυτική Ευρώπη υποσχόταν στη Σοβιετική Ένωση τεράστιο υλικό πλούτο, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν αδύνατο η πρώτη να καθυποταχθεί (Γιατί έπρεπε ο Σοβιετικός ηγέτης να αναμένει ότι θα επιτύχει εκεί όπου είχαν αποτύχει ο Ναπολέων και ο Χίτλερ;). Ακόμη και χωρίς να υπολογιστούν τα πυρηνικά όπλα, το κόστος για την Σοβιετική Ένωση ήταν υπερβολικά μεγάλο. Εξάλλου, ο φόβος για σοβιετική εισβολή στην Ευρώπη κατά μήκος των Βόρειων Ευρωπαϊκών εδαφών ήταν παράλογα έντονος. Η απόγνωση που είχε οδηγήσει τη Γερμανία να επιδιώξει τον έλεγχο στην Ευρώπη δύο φορές κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, απλώς δεν χαρακτήριζε ούτε τη σοβιετική αλλά ούτε και την αμερικάνικη γεωπολιτική θέση, ακόμα και χωρίς να μπουν στο παιχνίδι τα πυρηνικά όπλα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προέκυψε η ιδέα της αμοιβαίως εξασφαλισμένης καταστροφής – η ιδέα σύμφωνα με την οποία η κάθε πλευρά θα κατείχε αποτελεσματική ικανότητα αντίμετρων, ώστε να καταφέρει ένα συντριπτικό «δεύτερο πλήγμα» στην περίπτωση ακόμα και μιας απροσδόκητης πυρηνικής επίθεσης.
Στο μεταξύ, τα μαθηματικά των πυρηνικών συρράξεων γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα: Τόσο τα βάρη ρίψης όσο και ο βαθμός διείσδυσης υπολογίστηκαν επανειλημμένως. Οι στόχοι προσδιορίζονταν και επαναπροσδιορίζονταν. Μία πόλη άρχιζε να έχει πολλαπλά σημεία στόχων, με πολλαπλές στρατηγικές εκρηκτικές κεφαλές προορισμένες για την καταστροφή της. Οι θεωρητικοί και όσοι ήταν δεινοί στη στρατηγική, συζητούσαν για επιτυχημένα σενάρια που αφορούσαν τα πρώτα χτυπήματα. Ωστόσο, μόνο κατά τη διάρκεια της Κρίσης της Κούβας, απείλησε πραγματικά η καθεμία από τις δυο πλευρές τα θεμελιώδη εθνικά συμφέροντα της άλλης. Σαφώς υπήρξαν και άλλες στιγμές που ο κόσμος έφθασε στο χείλος μιας πυρηνικής σύρραξης. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το παγκόσμιο σύστημα έβρισκε την ισορροπία του, αφού οι αιτίες και τα κίνητρα των πολιτικών ηγετών εκατέρωθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος για θεμελιώδη αλλαγή του status quo ήταν αμελητέα μπροστά στον πιθανό κίνδυνο μιας άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης και, πολύ περισσότερο, ενός πυρηνικού πολέμου.
Στη διάρκεια όλων αυτών, η θεμελιώδης δυναμική του κόσμου παρέμεινε ανεπηρέαστη από την διαρκώς παρούσα απειλή ενός πυρηνικού πολέμου. Πράγματι, η Ιστορία έχει δείξει ότι από τη στιγμή που μια χώρα αποκτήσει πυρηνικά όπλα, τα όπλα αποτυγχάνουν να επηρεάσουν πραγματικά την περιφερειακή της θέση ή τις επιδιώξεις της για ισχύ μέσα στο διεθνές σύστημα.
Έτσι, όχι μόνο δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ πυρηνικά όπλα, ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις συγκρούσεων, άλλα και η απόκτησή τους απέτυχε να επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές στην γεωπολιτική κατεστημένο. Ακόμα και αν το Ηνωμένο Βασίλειο απέκτησε πυρηνικά όπλα τη δεκαετία του 1950, η αποικιακή του αυτοκρατορία κατέρρευσε. Η Σοβιετική Ένωση συμπεριφερόταν επιθετικά προς όλη την περιφέρειά της πριν αποκτήσει πυρηνικά όπλα και είχε το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο όταν κατέρρευσε – όχι μόνο παρά το οπλοστάσιό της, αλλά εν μέρει επειδή η οικονομική επιβάρυνση της δημιουργίας και συντήρησής του ήταν δυσβάσταχτη. Σήμερα, η πυρηνικά εξοπλισμένη Γαλλία και η μη-πυρηνικά εξοπλισμένη Γερμανία ανταγωνίζονται για την κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, χωρίς να παίζει κανένα ρόλο το μικρό πυρηνικό οπλοστάσιο της Γαλλίας.
Ενσωμάτωση των Όπλων, της Στρατηγικής και της Πολιτικής
Αυτός ο Αύγουστος θα σηματοδοτήσει 64 χρόνια από τότε που πρωτοχρησιμοποιήθηκε πυρηνικό όπλο σε μάχη. Εκείνο που υποτίθεται ότι ήταν το απόλυτο όπλο, αποδείχθηκε τόσο επικίνδυνο και ακατάλληλο ως όπλο, ώστε δεν ξαναείδε το φως της μέρας. Αν και τα πυρηνικά όπλα έπαιξαν αναμφισβήτητα ρόλο στον στρατηγικό “λογισμό” του Ψυχρού Πολέμου, δεν είχαν καμία σχέση με κάποια στρατιωτική στρατηγική που θα μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Οι στρατιωτικοί είχαν, φυσικά, σχέδια πολέμου, σενάρια και στόχους. Αλλά πέραν αυτού του κόσμου παιχνιδιών ρόλων του είδους Αρμαγεδδών, καμία πλευρά δεν πλησίασε καν στην επίσπευση ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου.
Ο Clausewitz διατύπωσε εδώ και πολύ καιρό τον αναπόφευκτο συσχετισμό ανάμεσα στις εθνικές πολιτικές επιδιώξεις και την στρατιωτική δύναμη και στρατηγική. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, εάν τα πυρηνικά όπλα δεν είχαν καμία σχέση με την πρακτική στρατιωτική στρατηγική, τότε αποσυνδέθηκαν υποχρεωτικά (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Clausewitz) από – και δε θα μπορούσαν να ενοποιηθούν ουσιαστικά με τις εθνικές και πολιτικές επιδιώξεις. Όπως και στη θεωρία, σε πείσμα των παλινδρομήσεων στην κούρσα του πυρηνικού εξοπλισμού, κανείς δεν έχει βρει έναν καλό λόγο για να χρησιμοποιήσει πυρηνική βόμβα.
Σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, η Εταιρία Στρατηγικών Προβλέψεων STRATFOR δεν θεωρεί ότι ο ολοκληρωτικός πυρηνικός αφοπλισμός – ή «η επιστροφή στο μηδέν» – είναι δυνατός ή πιθανός. Δεν μπορούμε να ξαναβάλουμε το πυρηνικό «τζίνι» στο μπουκάλι του. Η ιδέα ότι ο κόσμος θα μπορούσε κάποτε να απαλλαγεί τελείως από τα πυρηνικά όπλα, είναι αβάσιμη. Η πιθανότητα για μυστικά και υπερεντατικά πυρηνικά προγράμματα θα παραμείνει πραγματικότητα του διεθνούς συστήματος και οι πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου δεν πρόκειται ποτέ να εμπιστευθούν το υπόλοιπο σύστημα τόσο ώστε να παραιτηθούν πλήρως από τα δικά τους στρατηγικά αποτρεπτικά μέσα.
Προγράμματα για λόγους Κληρονομιάς, Ανταγωνισμού ή Διαπραγμάτευσης
Οι χώρες με προγράμματα πυρηνικών όπλων στο σημερινό κόσμο, διακρίνονται σε τρεις, κυρίως, κατηγορίες.
- Προγράμματα για λόγους Κληρονομιάς: Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία που διατηρούν μικρά οπλοστάσια ακόμα και μετά το τέλος της απειλής, για την οποία τα είχαν αποκτήσει – στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να αποτρέψουν μια σοβιετική εισβολή στην Δυτική Ευρώπη. Κατά τα τελευταία χρόνια, τόσο το Λονδίνο όσο και το Παρίσι έχουν αποφασίσει να διατηρήσουν με κάποια μορφή τα μικρά οπλοστάσιά τους και στο μέλλον. Αυτή η κατηγορία είναι, επίσης, σημαντική για να υπογραμμιστεί πόσο απίθανο είναι να παραδώσει τα όπλα που έχει αποκτήσει μια χώρα (με μόνες εξαιρέσεις την Νότια Αφρική και αρκετές Σοβιετικές Δημοκρατίες, οι οποίες επαναπάτρισαν τα όπλα τους πίσω στη Ρωσία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης).
- Προγράμματα για λόγους Ανταγωνισμού: Το αρχικό ανταγωνιστικό πρόγραμμα ανήκε στη Σοβιετική Ένωση, η οποία επιθετικά και αλύπητα επεδίωξε την απόκτηση ικανότητας πυρηνικών όπλων μετά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι το 1945, επειδή τα είχε και ο ανταγωνιστής της, δηλ. οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα πυρηνικά προγράμματα Πακιστάν και Ινδίας είναι, επίσης, δυνατόν να εκληφθούν ως προγράμματα για λόγους ανταγωνισμού.
- Προγράμματα για λόγους διαπραγμάτευσης: Αυτά τα προγράμματα έχουν να κάνουν με την απειλή ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, μια στρατηγική η οποία περιλαμβάνει αρκετές ασκήσεις ισορροπίας, ώστε από τη μία πλευρά να φαίνεται ρεαλιστική η απειλή απόκτησης πυρηνικών όπλων, ενώ από την άλλη πλευρά να μην παρουσιάζεται σαν κάτι που επείγει ώστε να απαιτεί στρατιωτική επέμβαση. Η Πιονγκγιάνγκ ήταν η πρώτη που λάνσαρε αυτή τη στρατηγική και έκτοτε την έχει χειριστεί πολύ επιδέξια. Ωστόσο, ενώ η Βόρεια Κορέα συνεχίζει τις προσπάθειές της, το πρόγραμμα θα μετακινηθεί από διαπραγματευτικό ατού σε πραγματικό εξοπλισμό, τον οποίο η Κορέα είναι απίθανο να εγκαταλείψει όταν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, ακριβώς όπως το Λονδίνο και το Παρίσι. Το Ιράν ανήκει επίσης σε αυτή την κατηγορία, αν και θα μπορούσε και αυτό να προχωρήσει σε πιο ουσιαστικό πρόγραμμα εφ’ όσον εξελιχθεί αρκετά. Αν και τμήματα του προγράμματός του είναι όντως μυστικά, άλλα τμήματα δημοσιοποιούνται έντονα και θεωρούνται από το ίδιο ως ορόσημα, τόσο για να συνεχίσει να επισημαίνει την πρόοδό του διεθνώς, όσο και για σκοπούς εσωτερικής κατανάλωσης. Όντως, ο χειρισμός της διεθνούς κοινότητας με ένα πυρηνικό όπλο – ή ακόμη με ένα πυρηνικό πρόγραμμα – έχει αποδειχθεί ως σπάνια περίπτωση όπου τα πυρηνικά όπλα έχουν και άλλη χρησιμότητα πέρα από την απλή αποτροπή.
Προκλήσεις ενός Προγράμματος Πυρηνικού Οπλισμού
Η επιδίωξη ενός προγράμματος πυρηνικού οπλισμού δεν γίνεται χωρίς κινδύνους. Μία ακόμα σημαντική διάκριση είναι αυτή μεταξύ ενός «πρόχειρου» πυρηνικού μηχανισμού και ενός πραγματικού όπλου. Το πρώτο προϋποθέτει απλώς ότι η χώρα επιδεικνύει τη δυνατότητά της να πυροδοτήσει μια ανεξέλεγκτη πυρηνική αλυσιδωτή αντίδραση, δημιουργώντας μία μάλλον μεγάλη τρύπα στο έδαφος. Αυτός ο μηχανισμός μπορεί να είναι πρόχειρος, εύθραυστος ή αλλιώς κυκλοθυμικός. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα τη δυνατότητα τοποθέτησης μιας πρόχειρης και αξιόπιστης πυρηνικής κεφαλής πάνω σε ένα όχημα μεταφοράς και αποστολής της στην άλλη άκρη της γης. Με άλλα λόγια, δεν μεταφράζεται άμεσα σε ουσιώδες αποτρεπτικό μέσο.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, ένα πρόχειρο, αξιόπιστο πυρηνικό όπλο πρέπει να συνδυαστεί με ένα αξιόπιστο όχημα μεταφοράς ώστε να έχει πραγματική στρατιωτική σημασία. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το περιορισμένο βεληνεκές των Β-29 και τα λίγα πυρηνικά όπλα που είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην κατοχή τους, σήμαινε πως το πυρηνικό οπλοστάσιο το οποίο επιδείκνυαν ήταν, κατ’ αρχάς, εξαιρετικά δύσκολο να χρησιμοποιηθεί εναντίον της στη σοβιετικής ενδοχώρας. Στη δεκαετία που ακολούθησε, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξόδευαν ανείπωτους πόρους για να ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο.
Το σύγχρονο πυρηνικό όπλο δεν είναι απλά ένα προϊόν της Φυσικής, αλλά ένα προϊόν σχεδιαστικής εργασίας και ολοκληρωμένων πυρηνικών δοκιμών που διαρκούν δεκαετίες. Συνδυάζει εμπειρογνωμοσύνη όχι μόνο στην Πυρηνική Φυσική, αλλά και στην Επιστήμη των Υλικών, την τεχνολογία των πυραύλων, τον χειρισμό των πυραύλων, κλπ. Η κατασκευή ενός πυρηνικού μηχανισμού δεν αποτελεί εύκολο επίτευγμα. Ένα πυρηνικό όπλο είναι ένας από τους πιο προηγμένους συνδυασμούς σύνθετων τεχνολογιών που έχει επιτευχθεί ποτέ από τον άνθρωπο.
Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι για μία χώρα που επιδιώκει να γίνει πυρηνική δύναμη. Πολλές από τις εγκαταστάσεις που σχετίζονται με κάποιο μυστικό πρόγραμμα πυρηνικού οπλισμού είναι μεγάλες, αμετάβλητες και σύνθετες. Είναι ευάλωτες σε επιθέσεις από αέρος – όπως ανακάλυψε η Συρία το 2007. (Και μολονότι η ιστορία δείχνει ότι είναι απίθανο να εφαρμοστούν τα πυρηνικά όπλα, εξακολουθεί να συμφέρει τις άλλες δυνάμεις να αρνούνται παρόμοια δυνατότητα σε πιθανούς αντιπάλους.)
Το ιστορικό διάδοσης των πυρηνικών όπλων δείχνει ότι λίγες χώρες αποφάσισαν πραγματικά να προσανατολιστούν στα πυρηνικά όπλα. Η απόκτησή τους απαιτεί τεράστιες επενδύσεις (και όσο πιο μυστική είναι η απόπειρα, τόσο πιο δαπανηρό γίνεται το πρόγραμμα) και ικανότητα επικέντρωσης και συντονισμού ενός κρίσιμου εθνικού εγχειρήματος στο πέρασμα του χρόνου. Δεν είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποφασίσει να επιδιώξει από καπρίτσιο ένας ηγέτης όπως ο Hugo Chavez της Βενεζουέλας. Μία εθνική κυβέρνηση πρέπει να έχει συνοχή σε βάθος χρόνου, ώστε να φτάσει από τη θεμελίωση ενός προγράμματος οπλισμού στην ουσιώδη αποτρεπτική ικανότητα.
Οι Εξαιρέσεις
Εκτός από τη συνεχή αυτή δέσμευση, πρέπει να υπάρχει προθυμία για την κίνηση υποψιών στη διεθνή κοινότητα και ανοχή μιας θέσης παρία και απομόνωσης – που αποτελούν σημαντικούς κινδύνους ακόμα και για τις μετριοπαθώς ενσωματωμένες οικονομίες. Πρέπει, επίσης, να υπάρχουν λογικά μέσα για την αποτροπή ενός προειδοποιητικού χτυπήματος από κάποια ανταγωνιστική δύναμη. Επομένως, είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί πρόγραμμα οπλισμού από τη Βενεζουέλα, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δρούσαν αποφασιστικά αμέσως μόλις το ανακάλυπταν και η Βενεζουέλα δε θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να αποτρέψει μια τέτοια ενέργεια.
Από την άλλη πλευρά, η Βόρεια Κορέα θέτει το κέντρο της Σεούλ (πολύ κοντά στην αποστρατικοποιημένη ζώνη) σε κίνδυνο εδώ και γενιές, με μία από τις υψηλότερες συγκεντρώσεις εμπλουτισμένου πυροβολικού, πυραύλων πυροβολικού και βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς στον πλανήτη. Εκ των έξω, η Πιονγκγιάνγκ θεωρείται αρκετά απρόβλεπτη και, για αυτό το λόγο, οποιοδήποτε πιθανό προληπτικό χτύπημα στις πυρηνικές της εγκαταστάσεις καθίσταται υπερβολικά ριψοκίνδυνο, όχι λόγω κάποιας νεοαποκτηθείσας πυρηνικής ικανότητας, αλλά λόγω της ικανότητας της Πιονγκγιάνγκ να μετατρέψει την πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας σε παροιμιώδη «πύρινη θάλασσα» με τη χρήση συμβατικών μέσων. Ο κόσμος έχει αντιληφθεί πλέον ότι δεν φτάνει μια πυρηνική Βόρεια Κορέα για να ρισκάρει από μόνη της την αναζωπύρωση ενός πολέμου στη Χερσόνησο της Κορέας.
Το Ιράν είναι παρομοίως προστατευμένο. Μπορεί να αποτελέσει απειλή μέχρι και για το Στενό του Ορμούζ, να εκτοξεύσει ένα μεγάλο αριθμό βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς κατά του Ισραήλ, και να χρησιμοποιήσει τους συμμάχους του στο Λίβανο και αλλού για να απαντήσουν με μία νέα εκστρατεία πυρών πυραύλων πυροβολικού, ανταρτικού πολέμου και τρομοκρατίας. Όμως το σημαντικότερο μέσο αποτροπής ενός χτυπήματος στο Ιράν είναι η ικανότητα της Τεχεράνης να παρεμβαίνει σοβαρά στις τρέχουσες προσπάθειες των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν – προσπάθειες που είναι ήδη αρκετά επιβαρημένες ακόμη και χωρίς άμεση εναντίωση από πλευράς Ιράν.
Με άλλα λόγια, η ύπαρξη ενός άλλου αποτρεπτικού μέσου (συμβατικού ή όχι) εναντίον πιθανής επιθέσεως αποτελεί προϋπόθεση ενός πυρηνικού προγράμματος, διότι χωρίς αυτό πιθανοί ισχυροί αντίπαλοι έχουν τη δυνατότητα να σταματήσουν παρόμοιες προσπάθειες. Η Βόρεια Κορέα και το Ιράν διαθέτουν παρόμοια αποτρεπτικά μέσα. Αντιθέτως, οι περισσότερες άλλες χώρες που θεωρούνται σημαντική απειλή διάδοσης των πυρηνικών όπλων – για παράδειγμα το Ιράκ πριν το 2003, η Συρία ή η Βενεζουέλα – δεν διαθέτουν τέτοια μέσα. Και από τη στιγμή που μια χώρα αποκτά πυρηνικά όπλα, αυτό το θεμελιώδες αποτρεπτικό μέσο δεν χάνεται ποτέ.
Εν συντομία, κανένας δεν επρόκειτο να εισβάλει στη Βόρεια Κορέα – ή ακόμα να εξαπολύσει περιορισμένα στρατιωτικά χτυπήματα εναντίον του – πριν την πρώτη πυρηνική της δοκιμή το 2006. Και κανένας δεν πρόκειται να εισβάλει ούτε τώρα, ούτε μετά την επόμενή της δοκιμή. Επομένως, η Βόρεια Κορέα – με ή χωρίς πυρηνικά όπλα – παραμένει ασφαλής από εισβολές. Με ή χωρίς πυρηνικά όπλα, η Βόρεια Κορέα παραμένει σε κατάσταση παρία, απομονωμένη από τη διεθνή κοινότητα. Και με ή χωρίς αυτά, ο κόσμος θα συνεχίσει την πορεία του.
Παγκόσμια Πυρηνική Δυναμική
Παρά το πόσο ξέφρενος μπορεί να φαίνεται ο ρυθμός της πυρηνικής διάδοσης σήμερα, ο πραγματικός ρυθμός της παγκόσμιας πυρηνικής δυναμικής επιβραδύνεται έντονα. Η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών έχει ήδη διατυπωθεί αποτελεσματικά (αν και δεν είναι επικυρωμένη) ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης των πυρηνικών όπλων έχει ήδη επιβραδυνθεί και σταθεροποιηθεί δραματικά. Οι τρέχουσες πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου εξαρτώνται ως ένα βαθμό από τη γενιά των όπλων που εγκρίθηκαν και πιστοποιήθηκαν πριν απαγορευτούν οι δοκιμές. Κατά την παρούσα περίοδο, εργάζονται με στόχο την ανάπτυξη όπλων και ανάλογων δομών που βασίζονται, κυρίως, στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική των υφιστάμενων όπλων, τα οποία θα τους προσφέρουν ένα σταθερό και διαρκές αποτρεπτικό μέσο για το άμεσο μέλλον.
Νέες προσθήκες μελών στην πυρηνική λέσχη αποτελούν πάντα λόγο για ανησυχία. Ωστόσο, ενώ το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας συνεχίζεται γοργά, ελάχιστα απειλεί να μεταβάλει τις θεμελιώδεις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Μπορεί να ενθαρρύνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν ένα ελαφρώς μεγαλύτερο οπλοστάσιο ώστε να καθησυχάσουν την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα σχετικά με την αξιοπιστία της πυρηνικής τους ομπρέλας. Θα μπορούσαν, επίσης, να ενθαρρύνουν το Τόκιο και τη Σεούλ να επιδιώξουν την απόκτηση δικών τους όπλων. Καμία, ωστόσο, από τις εν λόγω αλλαγές, οσοδήποτε σημαντική, δεν πρόκειται να μεταβάλλει ουσιαστικά την καθοριστική στρατιωτική, οικονομική και πολιτική δυναμική της περιοχής.
Τα πυρηνικά όπλα γίνονται καλύτερα αντιληπτά ως ασφαλιστήρια πολιτική, ώστε κανένας πιθανός επιτιθέμενος να μην έχει την πρόθεση να δράσει. Χωρίς πρακτική στρατιωτική ή πολιτική χρήση, παραμένουν ως απόθεμα – όπως θα παραμείνουν κατά πάσα πιθανότητα και στο άμεσο μέλλον.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr