Οι ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν έναν ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, ωθούμενο από τη σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια της κατανάλωσης προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας διεθνώς. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες παραγωγοί - με έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό - εκμεταλλεύονται τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην εκτροφή τσιπούρας και λαβρακίου. Σε αυτό το σημαντικό υποκλάδο, η ελληνική παραγωγή καλύπτει σχεδόν το ½ της διεθνούς αγοράς, ενώ παράλληλα αποτελεί σημαντικό εξαγωγικό αγαθό του πρωτογενούς τομέα (με τις εξαγωγές να ξεπερνούν τα ¾ της ελληνικής παραγωγής και να καλύπτουν το 12% των εξαγωγών πρωτογενούς παραγωγής το 2008).
Οι ιχθυοκαλλιέργειες κερδίζουν συνεχώς μερίδιο από την ελεύθερη αλιεία
Οι ιχθυοκαλλιέργειες διεθνώς (με παραγωγή 52 εκατ. τόνων το 2009) καλύπτουν πλέον σχεδόν το ½ της τελικής κατανάλωσης ψαριών και θαλασσινών. Η ευρωπαϊκή παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας - αν και καταλαμβάνει μικρό μερίδιο (4% στην παγκόσμια παραγωγή) – παρουσιάζει επίσης αξιοσημείωτη ανάπτυξη (5% κατά μέσο όρο στο διάστημα 2000-2008), με κυρίαρχο είδος τον σολομό (άνω του 50%). Η άνοδος της ζήτησης στηρίχθηκε:
στην αύξηση της παγκόσμιας κατά κεφαλήν κατανάλωσης αλιευτικών προϊόντων στα σχεδόν 17 κιλά ετησίως το 2006 από 14,5 κιλά κατά τη δεκαετία του 1990, καθώς και
στην πλήρη εκμετάλλευση άνω του 80% των αλιευτικών αποθεμάτων, με αποτέλεσμα η παγκόσμια παραγωγή από ελεύθερη αλιεία να παραμένει σχεδόν στάσιμη μετά το 1985.
Οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου παραμένουν σημαντικές. Σύμφωνα με στοιχεία του FAO (2005), το 2030 θα απαιτούνται πάνω από 70 εκατ. επιπλέον τόνοι προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας (αύξηση κατά 140%) για την κάλυψη της ζήτησης.
Μακροοικονομικά, η αύξηση της ζήτησης χαρακτηρίζει τον κλάδο
Η μεσογειακή παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου - κλάδος όπου κυριαρχεί η Ελλάδα - καλύπτει το 15% της ευρωπαϊκής ιχθυοκαλλιέργειας. Η ζήτηση των προϊόντων αυτών είναι συνεχώς αυξανόμενη, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 11% την τελευταία δεκαετία. Επιχειρώντας να διερευνήσουμε τη δυναμική πορεία της ζήτησης, εκτιμήσαμε ένα υπόδειγμα για την περίοδο 1990-2009. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, τα ¾ της αύξησης στη ζήτηση οφείλονται στην πτώση της σχετικής τιμής του προϊόντος έναντι υποκατάστατων (λοιπά ψάρια ελεύθερης αλιείας και ιχθυοκαλλιέργειας) και το υπόλοιπο ¼ στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος των βασικών αγορών του προϊόντος (αγορές της Νοτίου κυρίως Ευρώπης). Σημειώνουμε ότι τόσο η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς το διαθέσιμο εισόδημα όσο και η αντίστοιχη ως προς τις σχετικές τιμές είναι υψηλές (κοντά στο 1,7 και 1,5, αντίστοιχα).
Ωστόσο, η περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά διαρθρωτικών ιδιαιτεροτήτων…
Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από μια σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων:
Ο περιορισμένος χρόνος ζωής του προϊόντος καθιστά πρόκληση την αποτελεσματική διακίνησή του. Η μεταφορά του σε μακρινούς προορισμούς (όπως ΗΠΑ, Ρωσία και Καναδάς) μπορεί να γίνει μόνο αεροπορικώς εκτινάσσοντας το κόστος μεταφοράς στα €1,5-2/κιλό, όταν η μεταφορά του οδικώς σε ευρωπαϊκούς προορισμούς κυμαίνεται κοντά στα €0,20-0,40/κιλό.
Ο μεγάλος κύκλος παραγωγής απαιτεί υψηλά κεφάλαια κίνησης και συνεπώς δανεισμό (ειδικά σε περίοδο ανάπτυξης ή διακράτησης υψηλών αποθεμάτων).
Η ολιγοψωνιακή δομή του κλάδου (λόγω των κυρίαρχων supermarkets) περιορίζει τα περιθώρια κέρδους του κλάδου.
Ο ανταγωνισμός γίνεται σε μεγάλο βαθμό σε επίπεδο κόστους, καθώς το προϊόν δεν είναι διαφοροποιημένο (ή branded).
Το υψηλό μερίδιο των πρώτων υλών στο κόστος καθιστά ευάλωτο τον κλάδο σε αλλαγές των διεθνών τιμών πρώτων υλών (κυρίως ιχθυάλευρων και σόγιας).
Οι περιβαλλοντικές συνέπειες από τη δραστηριότητα του κλάδου θέτουν θεσμικούς περιορισμούς ως προς την αδειοδότηση και τη χωροταξική διάρθρωση των εγκαταστάσεων.
… καθώς και συγκυριακών προκλήσεων
Παράλληλα, οι στρατηγικές που ακολούθησαν οι εταιρείες τα προηγούμενα έτη επιβάρυναν σημαντικά τη χρηματοοικονομική τους υγεία – καθιστώντας τις ευάλωτες στα πυρά της διεθνούς κρίσης. Ξεχωρίζουμε δύο επιδράσεις:
Η «χρυσή» πενταετία ανάπτυξης χρηματοδοτήθηκε μέσω υψηλού τραπεζικού δανεισμού.
Συγκεκριμένα, ο κύκλος εργασιών των εισηγμένων εταιρειών αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 20% στο διάστημα 2004-2008 (έναντι 4% για την γεωργία και 11% για την κτηνοτροφία στο αντίστοιχο διάστημα). Ωστόσο, η κάθετη ανάπτυξη, σε συνδυασμό με το μεγάλο κύκλο παραγωγής, οδηγεί σε υψηλά επίπεδα λειτουργικών δαπανών. Στην πράξη, τα λειτουργικά περιθώρια κέρδους της τάξης του 15% δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες για κεφάλαια κίνησης. Η έκταση του φαινομένου αντικατοπτρίζεται στην έντονα πτωτική πορεία των λειτουργικών καθαρών ταμειακών ροών των εισηγμένων εταιρειών του κλάδου, οι οποίες μάλιστα παραμένουν αρνητικές στο διάστημα 2007-2008.
Αν και τα υψηλά επίπεδα δανεισμού είναι κοινό χαρακτηριστικό διεθνώς (με το λόγο ξένα προς ίδια κεφάλαια άνω του 2), η χρηματοδότηση δεν εξυπηρέτησε τους ίδιους σκοπούς στους ομίλους της Ελλάδας και σε αυτούς του εξωτερικού. Τα δανειακά κεφάλαια των ελληνικών ομίλων κάλυπταν σε μεγάλο βαθμό λειτουργικές ανάγκες – προερχόμενες από την ταχεία ανάπτυξη του κλάδου σε συνδυασμό με τις μεγάλες ανάγκες για κεφάλαια κίνησης λόγω του εκτεταμένου κύκλου παραγωγής. Αντίθετα, η ανάλυση των ταμιακών ροών αποκαλύπτει ότι οι λειτουργικές ταμιακές ροές των ευρωπαϊκών ομίλων ήταν διαχρονικά θετικές την περίοδο 2004-2008 (της τάξης των 200 εκατ. ετησίως) και συνεπώς τα δανειακά κεφάλαια κάλυπταν επενδυτικές ανάγκες.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την υψηλή παραγωγή γόνων των προηγούμενων ετών, οδήγησε σε συνθήκες υπερπροσφοράς τον κλάδο.
Μετά την περίοδο της ξέφρενης ανάπτυξης, οι εταιρείες λογικά θα πέρναγαν σε φάση ωρίμανσης, με σχετικά χαμηλότερη ανάπτυξη, οργανωτικές αναδιαρθρώσεις, υψηλότερα περιθώρια ταμιακού κέρδους και περιορισμό της μόχλευσης. Ωστόσο, η πτώση της διεθνούς δραστηριότητας δεν επέτρεψε στις εταιρείες να αποκομίσουν αυτά τα οφέλη. Αντίθετα, η έντονη ανάπτυξη στην παραγωγή των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αναιμική ζήτηση, οδήγησε σε συνθήκες υπερπροσφοράς - κυρίως όσον αφορά την τσιπούρα.
Στην ουσία, το πρόβλημα προέκυψε από την ταχύτερη αύξηση της παραγωγής γόνων έναντι της ζήτησης τελικών προϊόντων την περίοδο 2005-2006 (17% έναντι 10% ετησίως). Το φαινόμενο αυτό - εντεινόμενο και από τη διεθνή κρίση - είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση στην τιμή παραγωγού της τσιπούρας από €4,3/κιλό το 2006 στα €3,3/κιλό το 2008 – πριν ανακάμψει στα €4/κιλό στα τέλη του 2009 λόγω μερικής ομαλοποίησης της προσφοράς. Υπό την πίεση της χαμηλής ζήτησης, οι εταιρείες ακολούθησαν στρατηγική διακράτησης αποθεμάτων. Συγκεκριμένα, ο λόγος των βιολογικών αποθεμάτων (αποθεμάτων ψαριών) προς τις βιολογικές πωλήσεις (πωλήσεις που προκύπτουν από την παραγωγή ψαριών) προσέγγισε το 2,1 το 2009 από 1,4 κατά μέσο όρο στο διάστημα πριν το 2007. Η αυξημένη διακράτηση βιολογικών αποθεμάτων αυξάνει το λειτουργικό κόστος των εταιρειών, ενώ παράλληλα τις επιβαρύνει δανειακά σε όρους υψηλών απαιτήσεων για κεφάλαια κίνησης.
Συνεπώς, χαμηλές τιμές, υψηλό απόθεμα και υψηλή μόχλευση λειτουργούν ως ένα εκρηκτικό μείγμα για τον κλάδο.
Βραχυπρόθεσμες Προοπτικές: Άμεση πρόκληση αποτελεί η στρατηγική εξόδου από την κρίση
Η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από δύο αντίρροπες θεμελιώδεις δυνάμεις: Χαμηλή ζήτηση και υψηλή δυνητική προσφορά (βιολογικό απόθεμα). Σε αυτό το περιβάλλον οι εταιρείες επιδιώκουν την ισορροπία μεταξύ των ακόλουθων στόχων:
Μεγιστοποίηση των κερδών στο σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου
Κάλυψη χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων σε κάθε χρονική στιγμή της εξεταζόμενης περιόδου
Κύριος μοχλός των εταιρειών είναι η ποσότητα παραγωγής (όγκος πωλήσεων). Μειώνοντας την παραγωγή (και διακραττόντας αποθέματα) αντιμετωπίζονται οι πτωτικές πιέσεις στις τιμές, ενώ η πώληση των αποθεμάτων και της νέας παραγωγής παρατείνεται μέχρι να ανακάμψει η ζήτηση. Ωστόσο, η αυξημένη διακράτηση αποθεμάτων προκαλεί παράλληλη επιβάρυνση στο λειτουργικό κόστος των εταιρειών.
Υπό αυτή την προοπτική, επιχειρούμε να αποτυπώσουμε το δίλημμα αυτό σε όρους δυνητικών στρατηγικών των εταιρειών και να εκτιμήσουμε τις επιδράσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση του κλάδου:
Σενάριο 1: Αύξηση όγκου πωλήσεων σε βαθμό που να επαναφέρει το λόγο βιολογικού αποθέματος προς πωλήσεις μέχρι το 2012 στο μακροπρόθεσμο μέσο όρο (1,2 το 2012 από 2,0 το 2009)
Σενάριο 2: Μείωση όγκου πωλήσεων σε βαθμό που να σταθεροποιεί μέχρι το 2012 το λόγο βιολογικού αποθέματος προς πωλήσεις στο επίπεδο του 2009 (2,0)
Θεωρώντας ότι οι εταιρείες στην Τουρκία (οι άμεσοι ανταγωνιστές της Ελλάδας) θα ακολουθήσουν αντίστοιχη στρατηγική πωλήσεων με τις ελληνικές εταιρείες ενώ οι πωλήσεις στις λοιπές χώρες παραγωγής θα ακολουθήσουν τη μακροχρόνια τάση της ζήτησης, η διεθνής παραγωγή το 2012 προσεγγίζει σταδιακά τους 330 χιλιάδες τόνους στο σενάριο 1 (από 290 χιλιάδες τόνους το 2009) και τους 250 χιλιάδες τόνους στο σενάριο 2. Βάσει του υποδείγματός μας για τη ζήτηση, το νέο επίπεδο παραγωγής θα απορροφηθεί από την αγορά με μέση τιμή περιόδου 2010-2012 τα €3,9/κιλό στο σενάριο 1 και τα €4,4/κιλό στο σενάριο 2 (από €4/κιλό το 2009).
Οι αυξημένες πωλήσεις του σεναρίου 1 πιέζουν καθοδικά την τιμή, ενώ η υψηλή διακράτηση αποθεμάτων του σεναρίου 2 πιέζει ανοδικά το κόστος. Η καθαρή επίδραση του trade-off τιμής-κόστους στα περιθώρια κέρδους καθορίζει το βέλτιστο σενάριο σε όρους κερδοφορίας. Σωρευτικά για την τριετία, η κερδοφορία σε ταμιακή βάση (προεξοφλημένη στο παρόν) είναι υψηλότερη στο σενάριο 1, με τις ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες να αγγίζουν τα €65 εκατ. στο σενάριο 1 έναντι €10 εκατ. στο σενάριο 2. Ωστόσο, στα επιμέρους έτη προκύπτουν αρνητικές λειτουργικές ταμειακές ροές και στα δύο σενάρια (χαμηλότερες σωρευτικά στο σενάριο 1), οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν με νέα χρηματοδότηση κεφαλαίων κίνησης.
Μία δεύτερη παράμετρος σύγκρισης των δύο σεναρίων είναι η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας που επιτυγχάνεται στο τέλος του 2012 – η παράμετρος αυτή είναι σημαντική καθώς η υψηλή αποτελεσματικότητα αποτελεί εχέγγυο για υγιείς ταμιακές ροές σε μεσοπρόθεσμο διάστημα. Αν και ο όγκος του αποθέματος το 2012 είναι παρόμοιος στα δύο σενάρια, η σύστασή του είναι τελείως διαφορετική – και λιγότερη επιθυμητή στο σενάριο 2. Ειδικότερα, το ποσοστό των ψαριών άνω των 18 μηνών (το πιο κοστοβόρο μέρος του αποθέματος) αποτελεί το 30% του αποθέματος στο σενάριο 1 και το 50% στο σενάριο 2 – επιβαρύνοντας έτσι τη λειτουργική αποτελεσματικότητα του σεναρίου 2. Βάσει των δύο προηγούμενων κριτηρίων, το σενάριο 1 (αύξησης πωλήσεων) κρίνεται σαφώς προτιμητέο.
Πέρα από τη δύσκολη τριετία που περιμένει τον κλάδο, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου παραμένουν θετικές
Οι βασικές παράμετροι που εκτιμάται ότι δρουν ενισχυτικά για τη ζήτηση μεσοπρόθεσμα είναι:
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος στις βασικές αγορές
Αν οι σχετικές τιμές διατηρηθούν σταθερές, η ζήτηση διεθνώς εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει τους 430 χιλιάδες τόνους το 2020 από περίπου 300 χιλιάδες τόνους το 2009.
Η αύξηση τιμής ψαριών ελεύθερης αλιείας
Αν οι τιμές των ψαριών τσιπούρα-λαβράκι αυξηθούν λιγότερο σε σχέση με των λοιπών ψαριών (1,5% έναντι 4,5% κ.μ.ο. ετησίως – πορεία αντίστοιχη με της τελευταίας πενταετίας), η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά επιπλέον 140 χιλιάδες τόνους μέχρι το 2020.
Η βελτίωση του κόστους παραγωγής
Επενδύσεις σε νέες μεγαλύτερες εγκαταστάσεις και σε μονάδες προπάχυνσης θα μπορούσαν να περιορίσουν το κόστος μέχρι και €0,70/κιλό. Αν το χαμηλότερο κόστος μεταφραστεί σε χαμηλότερες τιμές, η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά επιπλέον 90 χιλιάδες τόνους μέχρι το 2020.
Συνδυάζοντας τις τρεις παραπάνω επιδράσεις, η παγκόσμια παραγωγή θα μπορούσε να ξεπεράσει τους 650 χιλιάδες τόνους το 2020 – καταλαμβάνοντας το 4,5% της συνολικής αγοράς ψαριών στις βασικές αγορές (από 3% το 2009).
Παράλληλα, υπάρχει δυνατότητα επέκτασης της δραστηριότητας των εταιρειών σε νέες αγορές. Για παράδειγμα, η εκτροφή νέων ειδών – κυρίως με διαφορετικά χαρακτηριστικά – αποτελεί έναν ακόμα τρόπο να κερδίσουν οι παραγωγοί μέγεθος από τη διεθνή αγορά ψαριών. Επιπλέον, οι εταιρείες μπορούν να προωθήσουν τις εξαγωγές τους σε περισσότερες χώρες. Η επεξεργασία και τυποποίηση του προϊόντος αυξάνει τη μέση διάρκεια ζωής (π.χ. μέσω συσκευασίας σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα - Modified Atmosphere Packaging) και το καθιστά πιο ελκυστικό σε καταναλωτές εκτός της Μεσογείου (οι οποίοι προτιμούν τα φιλετοποιημένα ψάρια).
Εν κατακλείδι, υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης αλλά υπό προϋποθέσεις
Τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών εταιρειών (οι οποίες καλύπτουν περίπου το 45% της παγκόσμιας παραγωγής) και τα περιθώρια αύξησης της ζήτησης του προϊόντος αποτελούν εχέγγυα για την μελλοντική πορεία του κλάδου. Ωστόσο, οι δυνατότητες αυτές θα υλοποιηθούν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, οι εταιρείες οφείλουν να απαλλαγούν από το «βαρίδι» των σωρευμένων βιολογικών αποθεμάτων – γεγονός το οποίο θα δημιουργήσει κλυδωνισμούς στον κλάδο. Επιπλέον, οφείλουν να διασφαλίσουν τη μη επανάληψη φαινομένων υπερπροσφοράς. Η αύξηση της παραγωγής γόνων βάσει της πορείας της ζήτησης αποτελεί στοιχείο κλειδί για τον έλεγχο της υπερπροσφοράς. Δεύτερον, οι εταιρείες πρέπει να προωθήσουν την παραγωγική διαδικασία στο επόμενο στάδιο (κυρίως μέσω εγκατάστασης μεγάλων υπεράκτιων εγκαταστάσεων και μονάδων προπάχυνσης). Η πραγματοποίηση ωστόσο αυτού του ενδεχομένου δεν απαιτεί μόνο αλλαγή στρατηγικής από την πλευρά των επιχειρήσεων. Η περαιτέρω συγκέντρωση του κλάδου καθώς και των μονάδων απαιτεί επίσης πολιτική πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού χωροταξικού σχεδίου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr