Η χρηματοπιστωτική κρίση των ημερών μας έφερε τις κυβερνήσεις πολλών χωρών αντιμέτωπες με ένα δίλλημα το οποίο συνοψίζεται ως εξής: αφήνουμε τις τράπεζες που βρίσκονται σε προβληματική θέση να καταρρεύσουν ή τις στηρίζουμε χρησιμοποιώντας τα χρήματα του φορολογούμενου;
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος η κατάρρευση μιας τράπεζας μεγάλου μεγέθους λόγω των μεγάλων αλληλεξαρτήσεων να συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους παίκτες της αγοράς και η οικονομία να οδηγηθεί σε ύφεση.
Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να στέλνουνε λάθος μήνυμα στις διοικήσεις των τραπεζών σχετικά με το ρίσκο που μπορούν να αναλαμβάνουν. Διότι, αν το κράτος σώζει με τα χρήματα του φορολογούμενου μια τράπεζα οι τραπεζίτες στο μέλλον, στην επιδίωξη τους για μεγαλύτερα κέρδη που οδηγούν σε καλύτερα μπόνους, θα αναλαμβάνουν υπέρμετρους κινδύνους.
Αντιμέτωπος με αυτό το δίλλημα ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Paulson αποφάσισε να αφήσει τη Lehman Brothers να καταρρεύσει. Έβαλε δηλαδή το μηχανισμό της αγοράς να λειτουργήσει κάτι που δεν έκανε προηγούμενα με τη Bear Stearns και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς τους οποίους έσπευσε να διασώσει.
Πολλοί εκτιμούν ότι η ένταση της κρίσης οφείλεται και στην απόφαση του Paulson να αφήσει την Lehman Brothers να καταρρεύσει. Η επενδυτική τράπεζα ήταν πολύ μεγάλη και το αποτέλεσμα ήταν η κρίση εμπιστοσύνης να επεκταθεί με γρήγορους ρυθμούς πέρα από το τραπεζικό σύστημα και στο παράπλευρο τραπεζικό σύστημα με καταλυτικές συνέπειες για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος.
Αντιμέτωπες με την ύφεση και τον κίνδυνο ενός νέου κραχ, κυβερνήσεις σ όλο τον κόσμο υποχρεώθηκαν να λάβουν μέτρα για τη στήριξη του τραπεζικού τους συστήματος, μέσω της ενίσχυσης της ρευστότητας και της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και με μέτρα για τόνωση των οικονομιών.
Υπήρξαν δύο παραλλαγές στα σχέδια διάσωσης που εκπονήθηκαν. Το αμερικανικό σχέδιο το οποίο στον αρχικό του σχεδιασμό στόχευε στο να απαλλάξει το τραπεζικό σύστημα από τα τοξικά στοιχεία. Εκ των υστέρων κρίθηκε ότι η φιλοσοφία του ήταν λανθασμένη και αναθεωρήθηκε από τον ίδιο τον Paulson.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο στοχεύει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζών, ώστε ν αρχίσουν οι συναλλαγές στη διατραπεζική και να ενισχυθούν οι τράπεζες με νέα κεφάλαια, μέσω της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιό τους των ιδιωτών και των κυβερνήσεων.
Σχέδιο για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος κατέθεσε και η ελληνική κυβέρνηση το οποίο ψηφίστηκε από τη Βουλή. Με το σχέδιο αυτό η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει 28 δισεκατομμύρια ευρώ για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Το σχέδιο αυτό προβλέπει τα εξής:
Α) Το ελληνικό δημόσιο μπορεί να διαθέσει μέχρι 5 δισεκατ. ευρώ για την αγορά προνομιούχων μετοχών τραπεζών.
Β) Παρέχεται η εγγύηση του ελληνικού δημοσίου μέχρι του συνολικού ποσού των 15 δισεκατ. ευρώ προς τις τράπεζες για δάνεια που θα συνάψουν μέχρι 31 Δεκεμβρίου του 2009.
Γ) Ο ΟΔΔΗΧ μπορεί να εκδίδει τίτλους του ελληνικού δημοσίου μέχρι 8 δισεκατ. ευρώ και να τους διαθέτει στα πιστωτικά ιδρύματα.
Το σχέδιο αυτό σε σύγκριση με άλλες χώρες ήρθε με μεγάλη καθυστέρηση και η οικονομία πλήττεται από την στενότητα ρευστότητας καθώς η εφαρμογή του δεν έχει ξεκινήσει ακόμη.
Η αξιωματική αντιπολίτευση εξέφρασε την αντίθεση της στο περιεχόμενο του νόμου για τους εξής λόγους:
Δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της παροχής ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Δημιουργεί ηθικούς κινδύνους σε βάρος του Έλληνα φορολογούμενου.
Τέλος, αφήνει περιθώρια στις τράπεζες να μετακυλήσουν στο δημόσιο προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους.
Ως προς το πρώτο ζήτημα μια από τις αδυναμίες του είναι ότι δεν υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι η ρευστότητα που θα πάρουν οι τράπεζες θα καταλήξει στη μικρή και μεσαία επιχείρηση και στα νοικοκυριά. Αντίθετα, δηλαδή με ότι συμβαίνει με σχέδια άλλων χωρών όπου υπάρχουν σαφείς μετρήσιμοι στόχοι, όπως για παράδειγμ
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr