Η διαγραφή αυτή μπορεί να γίνει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4646/2019 που τέθηκαν σε ισχύ από το φορολογικό έτος 2020. Επιπλέον, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να διαγράφουν για φορολογικούς σκοπούς απαιτήσεις που έχουν διαγραφεί στο πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας ή δικαστικού συμβιβασμού.
Αναλυτικά οι οδηγίες και διευκρινίσεις από την εγκύκλιο που εξέδωσε και απέστειλε πρόσφατα ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) Γ. Πιτσιλής.
Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου Ε. 2205/24.12.2020 εγκύκλιο, με την οποία παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις:
1. Οριστική διαγραφή απαιτήσεων μικρής αξίας.
α)Απαιτήσεις για τις οποίες δεν έχει προηγουμένως σχηματισθεί πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων: Απαιτήσεις, το συνολικό ύψος των οποίων, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δεν υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο, δύνανται να διαγραφούν στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται 12 μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής τους, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
i)έχουν προηγουμένως εγγραφεί τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλές ως έσοδα,
ii) έχουν προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου, και iii)οι οφειλέτες έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται για διαγραφές που πραγματοποιούνται εντός του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων, ανεξάρτητα από το εάν το δωδεκάμηνο διάστημα συμπληρώνεται εντός του φορολογικού έτους που πραγματοποιείται η διαγραφή ή έχει συμπληρωθεί σε προγενέστερο φορολογικό έτος. Το βάρος της απόδειξης για την ενημέρωση του οφειλέτη περί της διαγραφής το φέρει ο φορολογούμενος, ο οποίος οφείλει να διατηρεί τα σχετικά στοιχεία.
Για την απόδειξη του γεγονότος ότι ο οφειλέτης ενημερώθηκε ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ενδεικτικά:
i)το αποδεικτικό αποστολής συστημένης επιστολής στην τελευταία διαθέσιμη διεύθυνση του οφειλέτη,
ii)το αποδεικτικό επίδοσης εξώδικης επιστολής,
iii) το αποδεικτικό επιτυχημένης αποστολής και ανάγνωσης μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.λπ. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επιχείρησε να γνωστοποιήσει στον οφειλέτη τη διαγραφή, όμως δεν είναι δυνατή η απόδειξη ότι ο οφειλέτης πράγματι έλαβε γνώση της διαγραφής, όπως π.χ. όταν η επιχείρηση δεν έχει στη διάθεσή της επικαιροποιημένα στοιχεία του υπόψη πελάτη, το ποσό της διαγραφείσας απαίτησης αναγνωρίζεται για φορολογικούς σκοπούς.
Επομένως, σε κάθε περίπτωση απαιτήσεων κατά οφειλετών αξίας μέχρι 300 ευρώ για τις οποίες δεν είχε σχηματισθεί πρόβλεψη επισφαλούς απαίτησης, οι επιχειρήσεις μπορούν να διαγράψουν οριστικά την απαίτηση αυτή, υπό τις πιο πάνω προϋποθέσεις και να εκπέσουν το σχετικό ποσό από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή. Το ποσό των 300 ευρώ το οποίο δύναται να διαγραφεί οριστικά με βάση τις παραπάνω διατάξεις, αφορά το σύνολο της απαίτησης συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για την οποία η επιχείρηση δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων.
Επίσης, το ποσό των 300 ευρώ εξετάζεται ανά αντισυμβαλλόμενο και όχι ανά απαίτηση, δηλαδή πρέπει το σύνολο των απαιτήσεων από τον ίδιο οφειλέτη να μην υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ, ανεξάρτητα από το πλήθος των συναλλαγών. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που υφίσταται καταδικαστική απόφαση κατά οφειλέτη ποσού 3.000 ευρώ και στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης εισπράχθηκε το ποσό των 2.800 ευρώ, δύναται να διαγραφεί το ανείσπρακτό υπόλοιπο ποσού 200 ευρώ. Το μέρος της διαγραφείσας απαίτησης που αφορά το ποσό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013, με την προϋπόθεση να υπάρχει υποχρέωση απόδοσής του στο Δημόσιο και να έχει ήδη συμπεριληφθεί στη δήλωση ΦΠΑ (αρχική ή τροποποιητική) της οικείας περιόδου.
Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων που διαγράφονται κατ’ εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό 5% επί του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος του φορολογικού έτους, όπως αυτές αποτυπώνονται στα βιβλία (λογιστικά αρχεία) της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των προς διαγραφή απαιτήσεων μικρής αξίας (έως 300 ευρώ).
Για την καλύτερη κατανόηση, παρατίθεται το ακόλουθο παράδειγμα: Ανώνυμη εταιρεία εμφανίζει σύνολο απαιτήσεων στο τέλος του φορολογικού έτους 100.000 ευρώ. Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων αξίας με ΦΠΑ μέχρι 300 ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο ανέρχεται σε 10.000 ευρώ. Από το ποσό των απαιτήσεων ύψους 10.000 ευρώ η εν λόγω εταιρεία δύναται να διαγράψει συνολικό ποσό απαιτήσεων ύψους 5.000 ευρώ (100.000 ευρώ x 5%=5.000 ευρώ) καθόσον το συνολικό ποσό των απαιτήσεων μικρής αξίας που διαγράφονται δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος ποσοστό 5% του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος του έτους, συμπεριλαμβανομένων και των προς διαγραφή απαιτήσεων.
Περαιτέρω, και δεδομένου ότι οι υπόψη διατάξεις εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία, είτε πρόκειται για φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα είτε για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, θα πρέπει, για την εφαρμογή της υπόψη διάταξης, οι εν λόγω επιχειρήσεις να παρακολουθούν τις απαιτήσεις τους εξωλογιστικά, τηρώντας καταστάσεις ανά πελάτη ή χρεώστη στις οποίες να καταχωρούν τις συναλλαγές τους (πωλήσεις, εισπράξεις), έτσι ώστε να είναι ευχερής η διαπίστωση τόσο του υπολοίπου του κάθε πελάτη ή χρεώστη όσο και του συνόλου των απαιτήσεων επί του οποίου θα εφαρμοστεί το πιο πάνω όριο (ποσοστό 5%).
β)Απαιτήσεις για τις οποίες έχει προηγουμένως σχηματισθεί πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων: Οι διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση που έχει ήδη σχηματισθεί πρόβλεψη μέχρι την 1η/1/2020. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το ποσό της ήδη σχηματισθείσας πρόβλεψης δύναται να διαγραφεί, εφόσον έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο και εφόσον οι οφειλέτες έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν, οπότε και πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή της απαίτησης για φορολογικούς σκοπούς, χωρίς να απαιτείται επιπλέον και η ανάληψη όλων των κατά νόμο ενεργειών για την είσπραξή τους. Περαιτέρω, σε περίπτωση που έχει ήδη σχηματισθεί πρόβλεψη για μέρος μόνο της υπόψη απαίτησης, το επιπλέον ποσό πέραν της σχηματισθείσας πρόβλεψης δύναται να διαγραφεί.
2. Οριστική διαγραφή απαιτήσεων στο πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας ή δικαστικού συμβιβασμού: Απαιτήσεις που διαγράφονται στο πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας ή δικαστικού συμβιβασμού, ανεξαρτήτως του αν έχει σχηματισθεί σχετική πρόβλεψη, δύνανται να διαγραφούν για φορολογικούς σκοπούς, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων περί ανάληψης όλων των κατά νόμο ενεργειών προκειμένου για τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων. Στην περίπτωση αυτή και κατά το μέρος που δεν έχει σχηματισθεί πρόβλεψη, το σχετικό ποσό της διαγραφής της απαίτησης εκπίπτει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν 4172/2013). Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του ν. 4646/2019, ήτοι για διαγραφές απαιτήσεων που πραγματοποιούνται από τις 12/12/2019 και μετά.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr