Πιο συγκεκριμένα, κάθε φορολογούμενος πολίτης, αξιοποιώντας τις διατάξεις του ν. 4446/2016 μπορεί να επωφεληθεί από σημαντικές εκπτώσεις στη δήλωση εισοδήματος. Από την εγκύκλιο (ΠΟΛ. 1062/13-4-2017) προκύπτει σαφώς ότι για τα εισοδήματα του 2017 η έκπτωση φόρου των 1.900-2.100 ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο εισοδήματος 8.636-9.545 ευρώ και ισχύει για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, δεν αναγνωρίζεται πλέον αυτόματα από τις φορολογικές αρχές αλλά διατηρείται μόνο εφόσον ο κάθε δικαιούχος αποδείξει ότι πραγματοποίησε δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, σε ποσοστό 10% έως και 18,75% επί του ετήσιου ατομικού πραγματικού ή τεκμαρτού εισοδήματός του.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εγκύκλιο, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να επιδείξει κάθε φορολογούμενος που δικαιούται την έκπτωση αυτή στην περίπτωση που το πραγματικό εισόδημά του είναι πολύ χαμηλό και τα τεκμήρια διαβίωσης για την κατοικία του και τυχόν Ι.Χ. αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί προσδιορίζουν το τελικό φορολογητέο εισόδημά του σε επίπεδο υψηλότερο του πραγματικού. Κι αυτό διότι σε κάθε τέτοια περίπτωση το ύψος της ετήσιας δαπάνης που πρέπει να καλύψει ο φορολογούμενος με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολογίζεται σε ποσοστό 10% έως 18,75% όχι επί του πραγματικού εισοδήματός του αλλά επί του τεκμαρτού που είναι υψηλότερο!
Από την εγκύκλιο του κ. Πιτσιλή προκύπτει ότι η ΑΑΔΕ αδυνατεί, τελικά, να δημιουργήσει και να υποστηρίξει τεχνικά στο σύστημα TAXISnet ηλεκτρονική εφαρμογή, η οποία σε online επαφή με τις τράπεζες θα καταγράφει τις δαπάνες που εξοφλούν οι φορολογούμενοι μέσω πλαστικού χρήματος ή άλλων ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής και θα τους ενημερώνει αυτόματα για το ύψος των δαπανών αυτών, ώστε να γνωρίζουν εάν κατοχυρώνουν ή όχι την έκπτωση φόρου.
Όλη η εγκύκλιος για τα εισοδήματα που αποκτώνται εντός του 2017
Σύμφωνα με τα όσα διευκρινίζονται στην εγκύκλιο του διοικητή της ΑΑΔΕ, για τα εισοδήματα που αποκτώνται εντός του τρέχοντος έτους η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει τα εξής:
1. Σε κάθε περίπτωση εισοδήματος που προέρχεται από μισθούς ή συντάξεις, κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, εκπίπτει από τον αναλογούντα φόρο ένα ποσό, το οποίο διαμορφώνεται έως τα 1.900-2.100 ευρώ. Αυτή η έκπτωση φόρου διαμορφώνεται ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που βαρύνουν το φορολογούμενο, καθώς και ανάλογα με το ακριβές ύψος του εισοδήματός του από μισθωτές υπηρεσίες. Ειδικότερα:
α) Για κάθε φορολογούμενο που δεν βαρύνεται με εξαρτώμενα τέκνα, η μείωση ή έκπτωση φόρου φθάνει μέχρι τα 1.900 ευρώ.
β) Για κάθε φορολογούμενο που βαρύνεται με 1 εξαρτώμενο τέκνο, η έκπτωση φόρου φθάνει μέχρι τα 1.950 ευρώ.
γ) Για κάθε φορολογούμενο που βαρύνεται με 2 εξαρτώμενα τέκνα, η έκπτωση φόρου φθάνει μέχρι τα 2.000 ευρώ.
δ) Για κάθε φορολογούμενο που βαρύνεται με 3 ή περισσότερα εξαρτώμενα τέκνα, η έκπτωση φόρου φθάνει μέχρι τα 2.100 ευρώ.
Το ανώτατο ποσό μείωσης ή έκπτωσης φόρου των 1.900, 1.950, 2.000 ή 2.100 ευρώ δικαιούται, κατά περίπτωση, κάθε φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το οποίο φθάνει μέχρι τις 20.000 ευρώ, εφόσον το εισόδημα αυτό υπερβαίνει:
● τα 8.636 ευρώ για όποιον δεν βαρύνεται με τέκνα,
● τα 8.863 ευρώ για όποιον βαρύνεται με 1 τέκνο,
● τα 9.090 ευρώ για όποιον βαρύνεται με 2 τέκνα και
● τα 9.545 ευρώ για όποιον βαρύνεται με 3 ή περισσότερα τέκνα.
Αν το εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις είναι χαμηλότερο του ισχύοντος κατά περίπτωση παραπάνω ορίου, τότε η έκπτωση ισούται με το φόρο που αναλογεί, δηλαδή με το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του εισοδήματος επί τον ελάχιστο συντελεστή φόρου 22%, τον οποίο προβλέπει η κλίμακα φορολογίας των μισθών και των συντάξεων.
Αν το εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, τότε το ποσό της ισχύουσας κατά περίπτωση έκπτωσης (των 1.900 ή των
1950 ή των 2.000 ή των 2.100 ευρώ) μειώνεται κατά το 1% του ποσού της διαφοράς μεταξύ του εισοδήματος και των 20.000 ευρώ.
2. Την έκπτωση φόρου, κλιμακούμενη σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε παραπάνω, δικαιούνται και όσοι φορολογούμενοι έχουν την ιδιότητα του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη και μόνο για το εισόδημα που αποκτούν από αγροτικές δραστηριότητες.
3. Η παραπάνω μείωση του φόρου εισοδήματος υπολογίζεται και στην περίπτωση κατά την οποία το ετήσιο εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το οποίο δηλώνεται, είναι χαμηλότερο από αυτό που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, το ακριβές ποσό της έκπτωσης φόρου υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων, καθώς και με βάση το ύψος του ετήσιου τεκμαρτού εισοδήματος, το οποίο προκύπτει από τα τεκμήρια.
4. Η παραπάνω μείωση του φόρου εισοδήματος υπολογίζεται και στις παρακάτω περιπτώσεις κατά τις οποίες προκύπτει προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος λόγω εφαρμογής τεκμηρίων, η οποία φορολογείται με βάση την κλίμακα φορολογίας των μισθών και των συντάξεων:
α) Οταν δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει δηλωθεί εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό εισόδημα που έχει προκύψει δεν υπερβαίνει το 9.500 ευρώ.
β) Εφόσον ο φορολογούμενος είναι άνεργος, εγγεγραμμένος στο μητρώο του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ).
5. Οταν αποκτάται εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μαζί με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, η μείωση του φόρου υπολογίζεται μόνο στο εισόδημα που αποκτάται από την αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το εάν ο φορολογούμενος χαρακτηρίζεται ως κατ’ επάγγελμα αγρότης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και του ποσοστού συμμετοχής του εισοδήματός του από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε σχέση με το συνολικό εισόδημα.
6. Για να κατοχυρωθεί η έκπτωση φόρου θα πρέπει πλέον κάθε φορολογούμενος ηλικίας κάτω των 70 ετών που τη δικαιούται να πραγματοποιήσει δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών στην ημεδαπή ή σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή του ΕΟΧ, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες (prepaid card), λογαριασμούς πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών
Πληρωμών του ν. 3862/2010 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές, τραπεζικές ή ταχυδρομικές επιταγές), ηλεκτρονική τραπεζική (e-banking), ηλεκτρονικό πορτοφόλι (e-wallet) κ.λπ. Οταν η καταβολή προς τους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010 για την εξόφληση δαπάνης γίνεται με μετρητά (σε γκισέ ή σε easy-pay μηχάνημα) λαμβάνεται κι αυτή υπόψη για την κατοχύρωση της μείωσης φόρου.
Το ύψος των δαπανών που πρέπει να εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής κάθε φορολογούμενος ηλικίας κάτω των 70 ετών-δικαιούχος της έκπτωσης φόρου, προκειμένου να κατοχυρώσει την έκπτωση αυτή, κυμαίνεται μεταξύ 10% και 18,75% του ετήσιου ατομικού -δηλωθέντος ή τεκμαρτού- εισοδήματός του. Ειδικότερα:
α) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ από μισθούς ή συντάξεις, κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο εισόδημα από αγροτικές δραστηριότητες μέχρι 10.000 ευρώ, κάθε άνεργος εγγεγραμμένος στον ΟΑΕΔ με πρόσθετο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα λόγω τεκμηρίων μέχρι 10.000 ευρώ και κάθε φορολογούμενος με πενιχρό ετήσιο εισόδημα από ακίνητα ή μεταβίβαση κεφαλαίου και πρόσθετο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα λόγω εφαρμογής τεκμηρίων που μαζί με το δηλωθέν εισόδημα δεν υπερβαίνει τις 9.500 ευρώ πρέπει να καλύπτει το 10% του εισοδήματός του αυτού με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή άλλων μεθόδων ηλεκτρονικών συναλλαγών, για να δικαιούται έκπτωση φόρου μέχρι ποσού 1.900-2.100 ευρώ.
β) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα από 10.001 έως 30.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις, καθώς επίσης κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο εισόδημα από 10.001 έως 30.000 ευρώ και κάθε άνεργος εγγεγραμμένος στον ΟΑΕΔ με πρόσθετο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα λόγω τεκμηρίων από 10.001 έως 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τις 10.000 ευρώ και ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 10.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή με άλλου είδους ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, για να δικαιούται έκπτωση φόρου μέχρι ποσού 1.900-2.100 ευρώ.
γ) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις, κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ και κάθε άνεργος εγγεγραμμένος στον ΟΑΕΔ με πρόσθετο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα λόγω τεκμηρίων άνω των 30.000 ευρώ πρέπει να καλύπτει ποσοστό 10% του τμήματος εισοδήματός του μέχρι τις 10.000 ευρώ, ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 10.000 και έως τις 30.000 ευρώ και ποσοστό 20% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τις 30.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή άλλων ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής για να κατοχυρώσει έκπτωση φόρου που φθάνει μέχρι τα επίπεδα των 1.800-2.000 ευρώ.
7. Σε κάθε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού δαπάνης με τέτοιου είδους μέσα πληρωμής, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με επιπλέον φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» ποσού.
8. Εξαιρούνται από την υποχρέωση πληρωμής των δαπανών με κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα οι συνταξιούχοι ηλικίας 70 ετών ή μεγαλύτερης, καθώς και οι ανάπηροι κατά ποσοστό 80% και άνω. Ομως κι αυτές οι κατηγορίες φορολογουμένων υποχρεούνται να καλύπτουν τα παραπάνω ποσοστά του ετήσιου εισοδήματός τους με δαπάνες πληρωθείσες με μετρητά.
9. Οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών που λαμβάνονται υπόψη για την κατοχύρωση της μείωσης φόρου πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο τρέχον φορολογικό έτος (2017). Ειδικά σε ό,τι αφορά τις δαπάνες που εξοφλούνται με πιστωτικές κάρτες, δεν εξετάζεται ο τρόπος εξόφλησης αυτών (εφάπαξ ή σε δόσεις).
10. Ειδικά για τους λογαριασμούς ΔΕΚΟ που είναι σε όνομα διαφορετικό από αυτόν που καταβάλλει, οι δαπάνες αποπληρωμής τους θα γίνονται δεκτές για την κατοχύρωση της μείωσης φόρου, εφόσον ο καταβάλλων τη δαπάνη-δικαιούχος της έκπτωσης είναι και ο πραγματικός χρήστης του ακινήτου.
11. Για να αποδείξει την εξόφληση των δαπανών απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής κάθε φορολογούμενος δεν απαιτείται να μαζεύει τις χάρτινες αποδείξεις λιανικών συναλλαγών που εκδίδονται από τις επιχειρήσεις πώλησης των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών. Χρειάζεται όμως να συγκεντρώσει κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως κατάσταση κίνησης τραπεζικού λογαριασμού (bank statement) ή αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού, αναλυτική εικόνα καρτών, αποδεικτικά κατάθεσης ή εξόφλησης, αντίγραφο του τερματικού μηχανήματος (POS) κ.λπ. και δεν απαιτείται η συλλογή αποδείξεων. Τα δικαιολογητικά αυτά, που αποδεικνύουν την καταβολή των δαπανών για απόκτηση αγαθών και λήψη υπηρεσιών πρέπει να φυλάσσονται από τους φορολογουμένους μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης.
12. Οσον αφορά στους φορολογουμένους που εξαιρούνται από την υποχρέωση πληρωμής δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα, απαιτείται να μαζέψουν και να προσκομίσουν, εφόσον τους ζητηθούν για έλεγχο, αποδείξεις λιανικών συναλλαγών συνολικής αξίας ίσης με το ποσοστό που αντιστοιχεί στο ετήσιο εισόδημά τους, σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε παραπάνω. Οι αποδείξεις αυτές θα πρέπει να έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (ΕΛΠ). Στους φορολογουμένους της περίπτωσης αυτής εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, οι δικαιούχοι της έκπτωσης φόρου, οι οποίοι μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους πραγματοποίησης των δαπανών έχουν συμπληρώσει το 70ό έτος της ηλικίας. Για το τρέχον δηλαδή έτος όσοι έχουν γεννηθεί έως και την 31η.12.1947. Πάντως και οι εν λόγω φορολογούμενοι, εφόσον το επιθυμούν, έχουν τη δυνατότητα να εξοφλούν τις δαπάνες τους και με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
13. Σε περίπτωση που καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δύο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών. Οταν ένας εκ των δύο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης πραγματοποιεί δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών αλλά δεν δικαιούται την προβλεπόμενη μείωση φόρου, το ποσό των δαπανών δύναται κατά την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr