Όπως επισημαίνει ο κ. Μίχαλος, ο ΕΝΦΙΑ, ειδικά για τα βιομηχανικά και βιοτεχνικά ακίνητα, όπως αποδεικνύεται από τα εκκαθαριστικά που αποστάλθηκαν, είναι υπέρογκος και στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν και σ' αυτή τη φορολογική τους υποχρέωση.
"Οι όποιες τροποποιήσεις επιχειρούνται", επισημαίνει, "δεν πρόκειται να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές, αφού θα περιορίζονται σε κάποιες διορθώσεις λαθών ή το πολύ-πολύ σε παράταση της προθεσμίας πληρωμής του φόρου. Τα πραγματικά προβλήματα, όμως, είναι άλλα και κυρίως αφορούν τις αντικειμενικές αξίες που επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ και οι οποίες είναι κατά πολύ υψηλότερες από τις πραγματικές αγοραίες άξιες που ισχύουν σήμερα, λόγω της οικονομικής κρίσης."
Η πρόθεση του υπουργείου Οικονομικών να προχωρήσει στην κατάρτιση νέων πινάκων αντικειμενικών αξιών, δεν πρόκειται να επιλύσει άμεσα το πρόβλημα, εκτιμά, καθώς, όπως λέει, "είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, και, τουλάχιστον για δυο ακόμη φορολογικές χρήσεις, οι επιχειρήσεις αλλά και τα φυσικά πρόσωπα θα καλούνται να πληρώσουν εξωπραγματικά υψηλούς φόρους για την ακίνητη περιουσία τους."
Αναπροσαρμογή αντικειμενικών αξιών
Ωστόσο, η διαδικασία της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών που ισχύουν σήμερα θα πρέπει να προχωρήσει, τονίζει, "καθώς αυτές υπερβαίνουν σημαντικά τις εμπορικές αξίες των ακινήτων, γεγονός που οδηγεί σε τεχνητή υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας και σε περαιτέρω, μη ορθολογική πλέον, συμπίεση των πραγματικών αξιών τους."
Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, θα ήταν ίσως προτιμότερο, σημειώνει, να συνεχιστεί η επιβολή με νέους μειωμένους συντελεστές ενός φόρου τύπου ΕΕΤΗΔΕ, αν και η φιλοσοφία και αυτού του φόρου ήταν να επιβληθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με στόχο την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Οι φόροι επέτειναν την ύφεση
Η κυβέρνηση θα πρέπει να δει το ζήτημα με την αναπτυξιακή του κατεύθυνση και όχι μόνο με εισπρακτικά κριτήρια, καθώς η φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης έχει επιτείνει την ύφεση στην αγορά ακινήτων και έχει αποθαρρύνει σημαντικά την παραγωγική διαδικασία και τη ζήτηση, σημειώνει.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει, "το επιθυμητό θα ήταν να μην επιβάλλεται φόρος ακινήτων στα βιομηχανικά και βιοτεχνικά κτίσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση, αν επιβληθεί ο φόρος αυτός, δε θα πρέπει να ξεπερνά το 0,5% επί των νέων πραγματικών αντικειμενικών αξιών για τις ιδιοχρησιμοποιούμενες βιομηχανικές, βιοτεχνικές και γενικότερα επαγγελματικές επιχειρήσεις, ενώ ο συντελεστής θα πρέπει να πέφτει στο 0,3% για κτίσματα οικοδομής που ανεγείρονται αν ηλεκτροδοτούνται, και να απαλλάσσονται του φόρου τα ημιτελή κτίρια εφόσον δεν ηλεκτροδοτούνται και δεν αποφέρουν τεκμαρτό ή πραγματικό εισόδημα."
Ο κ. Μίχαλος καταλήγει, λέγοντας ότι το υπουργείο Οικονομικών σε κάθε περίπτωση "θα πρέπει τώρα να βάλει τέλος στον παραλογισμό του ΕΝΦΙΑ., που, όπως και ο ίδιος ο υπουργός είπε στη Βουλή, «είναι ένας φόρος που δε βασίζεται στην ικανότητα να πληρώσεις, δηλαδή στο εισόδημά σου. Βασίζεται μόνο στο τι έχεις, όχι στο τι εισόδημα έχεις»."
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr