Για την ανάλυση εργάστηκαν ο Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ Καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, o Ερευνητής του ΚΕΠΕ Γεώργιος Μπερτσάτος, ο Καθηγητής του ΕΛΜΕΠΑ Γιώργος Αγιομυργιανάκης και ο Καθηγητής του ΕΚΠΑ Γιώργος Σφακιανάκης.
Ανεργία και κενές θέσεις
Αρκετές οικονομικές αναλύσεις τόσο από ακαδημαϊκά/ερευνητικά ιδρύματα και τράπεζες όσο και ρεπορτάζ σε οικονομικές δημοσιογραφικές σελίδες αναφέρουν πως η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι σφιχτή (tight) το τελευταίο χρονικό διάστημα. Σωστό επιχείρημα μεν, ημιτελές δε, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια. Οι μέσες ετήσιες κενές θέσεις εργασίας προς τους μέσους ετήσιους ανέργους (εφεξής μέσες κενές θέσεις ανά άνεργο) το 1ο τρίμηνο 2024 ήταν 88 ξεπερνώντας το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του 2009 των σχεδόν 82 μέσων κενών θέσεων εργασίας, ενώ το 4 ο τρίμηνο 2023 ήταν περίπου 71.
Παρομοίως, ο δείκτης του ποσοστού κενών θέσεων προς το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται συνεχώς από τις αρχές του 2021 και λαμβάνει μέση ετήσια τιμή 0,180 το 1ο τρίμηνο 2024, ξεπερνώντας την προηγούμενη ιστορική υψηλή τιμή 0,177 το 4ο τρίμηνο 2009. Και οι δύο δείκτες πράγματι αυξάνονται δείχνοντας ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα γίνεται σχετικά πιο σφικτή (tighter).
Η ελληνική αγορά εργασίας είναι πράγματι συγκριτικά πιο «σφιχτή» (tight) τελευταία σε σχέση με άλλες περιόδους, ωστόσο, ανέκαθεν παρέμενε και παραμένει χαλαρή (slack), όπως θα δείξουμε παρακάτω. Αυτό προκύπτει από τη θεωρία της αποτελεσματικής ανεργίας (efficient unemployment), δηλαδή της ανεργίας που λαμβάνει υπόψη της τις κενές θέσεις εργασίας, κατά τους Michaillat και Saez (2022).
Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική ανεργία (efficient unemployment), η οποία συμβολίζεται ως u*, ισούται με τον γεωμετρικό μέσο όρο του ποσοστού ανεργίας και του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας. Στην παρούσα ανάλυσή μας, η ανεργία (unemployment rate) υπολογίζεται ως το ποσοστό του μέσου αριθμού ανέργων σε ετήσια βάση σε σχέση με το μέσο ετήσιο εργατικό δυναμικό (labor force, δηλαδή το άθροισμα του μέσου ετήσιου αριθμού ανέργων και εργαζομένων), σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων. Το ποσοστό κενών θέσεων (job vacancy rate), το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί έναν ακόμη δείκτη «στενότητας» της αγοράς εργασίας, ισούται με τις μέσες ετήσιες κενές θέσεις εργασίας προς το άθροισμα των μέσων ετήσιων κατειλημμένων και κενών θέσεων σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων.
Το Διάγραμμα 3, με στοιχεία σε τριμηνιαία συχνότητα, αποκαλύπτει πως η μέση ετήσια αποτελεσματική ανεργία στην Ελλάδα για την περίοδο 2009:Q4 – 2023:Q1 κυμαινόταν γύρω στο 3,8%. Η μέση ετήσια αποτελεσματική ανεργία έλαβε τη μικρότερη τιμή της το 1 ο τρίμηνο 2021 (2,48%) και μέγιστη τιμή της το 4 ο τρίμηνο 2014 (4,93%), ενώ το 2023 έλαβε τιμή 4,22%.
Στο Διάγραμμα 4 (με στοιχεία σε τριμηνιαία συχνότητα) αντιπαραβάλλονται (α) τα ποσοστά της μέσης ετήσιας ανεργίας, (β) τα ποσοστά των μέσων ετήσιων κενών θέσεων εργασίας και (γ) τα ποσοστά της μέσης ετήσιας αποτελεσματικής ανεργίας, για μία πιο συνδυαστική εικόνα αυτών των τριών μεγεθών. Ενδεικτικά, σε κυλιόμενη βάση τεσσάρων τριμήνων, για το 1ο τρίμηνο του 2024 η μέση ετήσια ανεργία λαμβάνει τιμή 11,15%, το ποσοστό των μέσων ετήσιων κενών θέσεων εργασίας 2,01%, και η μέση ετήσια αποτελεσματική ανεργία 4,73%.
Σύμφωνα με τους Michaillat και Saez (2022), όταν η ανεργία ξεπερνά τις κενές θέσεις, ή όταν η ανεργία είναι μεγαλύτερη της αποτελεσματικής ανεργίας, τότε η υπό εξέταση αγορά εργασίας είναι χαλαρή (inefficiently slack). Στην περίπτωση όμως που η ανεργία υπολείπεται των κενών θέσεων, ή όταν η ανεργία είναι μικρότερη της αποτελεσματικής ανεργίας, τότε η εξεταζόμενη αγορά εργασίας είναι σφιχτή (inefficiently tight). Τέλος, όταν το ποσοστό ανεργίας ισούται με αυτό των κενών θέσεων εργασίας, ή όταν η ανεργία ταυτίζεται με την αποτελεσματική ανεργία, τότε η εν λόγω αγορά εργασίας θεωρείται αποτελεσματική (efficient labor market) και η οικονομία βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης (full employment).
Η αποτελεσματική ανεργία φαίνεται να είναι ο πλέον ενδεδειγμένος δείκτης πλήρους απασχόλησης και αποτελεί το κοινωνικά επιθυμητό επίπεδο ανεργίας, καθώς ελαχιστοποιεί τη μη παραγωγική χρήση της εργασίας στην αγορά εργασίας (εναλλακτικά, ελαχιστοποιείται η σπατάλη πόρων από την ανεργία και τις κενές θέσεις).
Όταν το χάσμα της ανεργίας (unemployment gap), δηλαδή η απόκλισή της από την αποτελεσματική ανεργία, είναι θετικό, τότε η αγορά εργασίας θεωρείται πως είναι χαλαρή (inefficiently slack) και είναι πιο δύσκολο για τον εργαζόμενο να βρει δουλειά. Όταν όμως το χάσμα είναι αρνητικό, τότε η αγορά εργασίας λογίζεται ως σφιχτή (tight) και είναι πιο δύσκολο για τον εργοδότη να βρει εργαζομένους. Επιπλέον, στην περίπτωση μηδενικού χάσματος, τότε η οικονομία βρίσκεται στην πλήρη απασχόληση (αποτελεσματική αγορά εργασίας). 6 Στο Διάγραμμα 5 παρατηρεί κάποιος ότι το χάσμα ανεργίας στην ελληνική αγορά εργασίας παραμένει απαρέγκλιτα θετικό, λαμβάνοντας τη μέγιστη τιμή του το 2013 περίπου στο 23,46% και τη μικρότερη το 2009 στο 5,66%. Οι τελευταίες διαθέσιμες τιμές του εν λόγω χάσματος αφορούν το 2023 στο 6,87% και το 1ο τρίμηνο του 2024 στο 6,42%. Εν κατακλείδι, καταδεικνύεται πως [1] η αγορά εργασίας στην Ελλάδα ήταν και είναι χαλαρή, επιδεικνύοντας όμως τα τελευταία τρίμηνα μία τάση μείωσης του «βαθμού χαλαρότητας», και [2] η ελληνική οικονομία απείχε και απέχει πολύ από το καθεστώς της πλήρους απασχόλησης.
Με δεδομένο ότι από το 2014 η μέση ετήσια ανεργία μειώνεται περίπου κατά 0,40% ανά τρίμηνο και ότι από τα μέσα του 2021 το μέσο ετήσιο ποσοστό κενών θέσεων εργασίας αυξάνεται κατά σχεδόν 0,14%, συνάγεται πως στο υποθετικό σενάριο όπου διατηρούνται οι παραπάνω τριμηνιαίοι ρυθμοί μεταβολής / «σύγκλισης» (προς την αποτελεσματικότητα / πλήρη απασχόληση), τότε θα απαιτούνταν τουλάχιστον 3,5 έτη από το 1ο τρίμηνο του 2024 (δηλαδή προς τα τέλος του 2027), έτσι ώστε η αγορά εργασίας να τείνει να χαρακτηριστεί αποτελεσματική και η ελληνική οικονομία να προσεγγίζει την πλήρη απασχόληση.
Mεταναστευτικές ροές
Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στις μεταναστευτικές ροές και την επίπτωσή τους στην αποτελεσματική ανεργία. Αυτό γιατί κατά τα χρόνια της κρίσης χρέους και των μνημονίων που οδήγησαν σε εσωτερική υποτίμηση, μέσω μείωσης των πραγματικών μισθών, η Ελλάδα παρουσίασε μια αφαίμαξη εγκεφάλων που οδήγησε περίπου μισό εκατομμύριο νέους και εξειδικευμένους επιστήμονες να εγκαταλείψουν τη χώρα την περίοδο 2010-2019 (Pratsinakis, 2022). Αυτό ήταν το φαινόμενο της αφαίμαξης εγκεφάλων («brain drain»). Το «κύμα» μετανάστευσης Ελλήνων που εργάζονταν στην Ελλάδα προς το εξωτερικό (π.χ. λόγω καλύτερων προοπτικών απασχόλησης και αμοιβών) δημιουργεί κενά εργασίας και κατά συνέπεια καθιστά περισσότερο σφιχτή την αγορά εργασίας. Όμως, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω, η ελληνική αγορά εργασίας, αλλά και πολλές ευρωπαϊκές αγορές εργασίας είναι χαλαρές και όχι σφιχτές, σύμφωνα με τη θεωρία/προσέγγιση της αποτελεσματικής ανεργίας.
Μπορεί επομένως αυτή η εκροή εγκεφάλων να οδήγησε σε μια σφιχτότερη αγορά εργασίας, αλλά η ελληνική αγορά εργασίας παρέμεινε και παραμένει, κατά βάση, χαλαρή. Από την άλλη, παρατηρούμε συχνά σε διάφορους κλάδους της οικονομίας να δηλώνονται κενά όπως π.χ. στην μεταποίηση, κατασκευές, τουρισμό, στον αγροδιατροφικό κλάδο, στην υγεία.
Σσύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι κενές θέσεις εργασίας ανήλθαν σε 70.826, το πρώτο τρίμηνο 2024 και μειώθηκαν το δεύτερο τρίμηνο του 2024 στις 58.941.
Οι πραγματικές, όμως, κενές θέσεις ίσως υποεκτιμώνται. Τούτο διότι, αν όπως αναφέρουν νεότερες έρευνες και δημοσιεύματα (Eurobank, 2023, Καθημερινή, 2024) πράγματι μετανάστευσαν στο εξωτερικό 600 χιλ. Έλληνες κατά την περίοδο 2010-2021 και επέστρεψαν ήδη περίπου 350 χιλ. (Eurobank, 2023), τότε υπάρχει σωρευτικά μία μεταναστευτική εκροή 250 χιλ. Ελλήνων. Συνολικά (και όχι μόνο για τους Έλληνες), με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για την περίοδο 2010- 202210, οι μεταναστευτικές εκροές από την Ελλάδα ανήλθαν σε 1,258 εκατ. και οι μεταναστευτικές εισροές προς την Ελλάδα ήταν αντίστοιχα 1,076 εκατ. Ως εκ τούτου, σωρευτικά, παρατηρείται μία καθαρή μεταναστευτική εκροή της τάξης περίπου των 181,8 χιλ. για την Ελλάδα την περίοδο 2010- 2022, που δημιουργεί ένα κενό θέσεων ανάμεσα σε 98 χιλ. με 123 χιλ.
Επομένως, πολλοί προτείνουν ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί μια πολιτική υπέρ των μεταναστευτικών εισροών από μη ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η υποκατάσταση ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εκπαίδευσης όπως οι Έλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό με εισροή μεταναστών από χώρες, όπως η Αίγυπτος, το Πακιστάν και την Ινδία, προφανώς θα είναι ατελέσφορη τόσο γενικά αλλά και πολύ περισσότερο στον κλάδο των υπηρεσιών (Τουρισμός, Υγεία).
Όσον αφορά τη διασύνδεση των μεταναστευτικών ροών και το είδος της αγοράς εργασίας, σύμφωνα με τον Michaillat (2023), ενδείκνυται η πολιτική ενθάρρυνσης των μεταναστευτικών εισροών στην περίπτωση που η αγορά εργασίας είναι σφιχτή. Τούτο διότι ένα «κύμα» μετανάστευσης αυξάνει την προσφορά εργασίας (υπάρχουν περισσότεροι διαθέσιμοι εργάτες) και όχι τη ζήτηση εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αγορά εργασίας να γίνεται λιγότερη σφιχτή, και, έτσι, κλείνει το αρνητικό χάσμα ανεργίας. Επίσης, ο Michaillat (2023) αποδεικνύει πως όταν η αγορά εργασίας είναι σφιχτή (χαλαρή), τότε η κοινωνική ευημερία για τους αυτόχθονες βελτιώνεται (μειώνεται) ύστερα από μία αύξηση της εισροής μεταναστών, ενώ όταν η αγορά εργασίας είναι αποτελεσματική, τότε η εισροή μεταναστών δεν έχει καμία επίπτωση στην κοινωνική ευημερία των ντόπιων. Επιπλέον, οι εισροές μεταναστών θα μπορούσαν να περιοριστούν όταν η αγορά εργασίας είναι χαλαρή, έτσι ώστε να προστατευθούν οι ντόπιοι εργαζόμενοι που ήδη δυσκολεύονται να βρουν εργασία και να αυξηθεί η κοινωνική τους ευημερία.
Ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη ενθάρρυνση εισροής μεταναστών για την επίλυση της ελλείψεως εργαζομένων, εκ μέρους των ελληνικών Αρχών, προορίζεται να είναι μία έντονα αμφισβητήσιμη κίνηση από την οπτική γωνία του εγχώριου πληθυσμού, καθώς η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι επίμονα χαλαρή. Μία τέτοια πολιτική θα μπορούσε να παρομοιαστεί σαν να ρίχνει κάποιος «λάδι στη φωτιά», χειροτερεύοντας την κατάσταση και τις προοπτικές ανεύρεσης εργασίας για τους ντόπιους (θα υπάρχουν λιγότερες κενές θέσεις εργασίας ανά Έλληνα άνεργο). Επιπροσθέτως, ελλοχεύουν ενδεχομένως αυξημένοι κίνδυνοι επιδείνωσης τόσο των παρεχόμενων υπηρεσιών (π.χ. στον τουρισμό και στην εστίαση) από την πιθανολογούμενη χαμηλή εξειδίκευση των εργατών «έκτακτης ανάγκης» (guest workers13), όσο και της κοινωνικής συνοχής στην ελληνική επικράτεια, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η επιταχυνόμενη γεωπολιτική αστάθεια και οι πολεμικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή (βλ. Ιράν, Ισραήλ, Λίβανος, Παλαιστίνη, Υεμένη) οι οποίες ανέκαθεν μεγέθυναν τις μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά βέβαια, όπως αναφέρει ο Michaillat (2023), υπό το πρίσμα καθεστώτων ανισότητας και καπιταλισμού (unequal & capitalist regimes) που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την ευημερία των επιχειρήσεων, η εισροή μεταναστών είναι σε κάθε περίπτωση μία καλοδεχούμενη πολιτική, καθώς τείνει να βελτιώνει τα κέρδη των εγχώριων επιχειρήσεων, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για χαμηλότερα αμειβόμενους μετανάστες.
Τέλος, όσον αφορά τη Γερμανία με το πρόσφατο κλείσιμο των συνόρων της και την αυστηροποίηση των συνοριακών ελέγχων, αυτό που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι το εξής: Η γερμανική αγορά εργασίας από τα μέσα του 2017 απολαμβάνει ένα μέσο ετήσιο χάσμα ανεργίας στο εύρος των ±50 μονάδων βάσεως, ενώ από τα μέσα του 2022 μέχρι τις αρχές του 2024, το μέσο ετήσιο χάσμα ανεργίας λαμβάνει αρνητικές τιμές κοντά στις -50 μονάδες βάσεως. Εναλλακτικά, με βάση το φάσμα των ±50 μονάδων βάσεως (βλ. Agiomirgianakis κ.ά, 2023), αυτό σημαίνει ότι η γερμανική οικονομία τείνει στην πλήρη απασχόληση και ότι η γερμανική αγορά εργασίας προσεγγίζει την αποτελεσματικότητα τα τελευταία 6-7 χρόνια. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Michaillat (2023), η εισροή μεταναστών δεν έχει καμία επίπτωση στην κοινωνική ευημερία των ντόπιων όταν η αγορά εργασίας είναι αποτελεσματική, όπως προαναφέρθηκε. Συνεπώς, η απόφαση από την τρέχουσα γερμανική κυβέρνηση για το κλείσιμο των συνόρων και την επαναφορά του ζητήματος της επιστροφής μεταναστών στις χώρες πρώτης υποδοχής φέρεται να προοριζόταν, ενδεχομένως αποκλειστικά, για πολιτικούς λόγους με στόχευση τον περιορισμό της εκλογικής δυναμικής του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Συμπεράσματα και προτεινόμενες πολιτικές
Συνοψίζοντας, στην παρούσα Ανάλυση Επικαιρότητας διαπιστώνει κανείς ότι η ελληνική αγορά εργασίας ναι μεν έχει καταστεί πιο σφιχτή σε σχέση με προηγούμενα έτη, ωστόσο, παραμένει επίμονα χαλαρή σε όλο το εξεταζόμενο δείγμα χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα από Eurostat (από το 2009 έως σήμερα). Στην ανάλυσή μας, χρησιμοποιήσαμε τον δείκτη της αποτελεσματικής ανεργίας, δηλαδή το ποσοστό ανεργίας που λαμβάνει υπόψη το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αποτελεσματική ανεργία υπολείπεται του συνήθους και ευρύτερα αποδεκτού δείκτη ανεργίας (υπάρχει θετικό χάσμα ανεργίας), γεγονός που χαρακτηρίζει την αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαλαρή και αποκαλύπτει ότι η ελληνική οικονομία απέχει αρκετά από την πλήρη απασχόληση. Όμως, αν συνεχιστούν οι θετικές τάσεις μείωσης του χάσματος ανεργίας (διαφορά μεταξύ ανεργίας και αποτελεσματικής ανεργίας) η πλήρης απασχόληση θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμη και στα επόμενα 3,5 χρόνια.
Προς τούτο θα πρέπει να αναζητηθούν πολιτικές που θα ενθαρρύνουν τις παραπάνω τάσεις, όπως η αύξηση της καινοτομίας, η βελτίωση της επιχειρηματικότητας, πολιτικές που ενθαρρύνουν και διευκολύνουν τη συμμετοχή του πληθυσμού και ιδίως των γυναικών (αύξηση της απασχόλησης), τη δημιουργία επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και αποφυγή της αποκλειστικής εστίασης («μονοκαλλιέργειας») στον τουρισμό, την ανάπτυξη ανθρώπινου κεφαλαίου σε ικανότητες και δεξιότητες που χρειάζονται στην αγορά εργασίας ιδιαίτερα μέσω της τεχνικής εκπαίδευσης και της διά βίου μάθησης, την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων τρίτης ηλικίας και των συνταξιούχων (προαιρετικά για όσους επιθυμούν να συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα), και τη βελτίωση των αμοιβών εργασίας, έτσι ώστε να ανακοπεί η διαρροή υψηλού εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.
Από την άλλη όμως, προτάσεις πολιτικής που αποσκοπούν στην αύξηση (χαμηλόμισθων) μεταναστευτικών εισροών για επίλυση της ελλείψεως εργατικών χεριών μπορεί να αποδειχθούν έντονα αμφισβητήσιμες (είναι πιθανή και η επιδείνωση της κοινωνικής συνοχής), τόσο από την πλευρά της ποιοτικής ανταγωνιστικότητας ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, όσο και από τη σκοπιά της κοινωνικής ευημερίας των αυτόχθονων εργαζομένων με δεδομένη τη διαχρονικά υψηλή χαλαρότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr