Συγκεκριμένα, από το 2013 εμφανίζεται αναβάθμιση του εκπαιδευτικού επιπέδου συνολικά του πληθυσμού της χώρας και του εργατικού δυναμικού ειδικότερα, όπου το μερίδιο των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης φτάνει σε επίπεδα κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ.
Η μεγαλύτερη αύξηση αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σημειώνεται την τελευταία δεκαετία σε σπουδές που αφορούν την «Παροχή υπηρεσιών», η οποία αποδίδεται στη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα που είχαν κατά τη διάρκεια της κρίσης δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα, όπως ο τουρισμός.
Αντιθέτως, η μεγαλύτερη μείωση προκύπτει σε σπουδές που αφορούν τις «Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ)».
Η αρνητική αυτή μεταβολή έρχεται σε αντίθεση με τις εν εξελίξει τεχνολογικές μεταβολές και αποδίδεται στον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας.
Αν και το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα παρουσιάζει υψηλά τυπικά προσόντα, την ίδια στιγμή σημειώνεται ένας φτωχός προσανατολισμός της εγχώριας αγοράς εργασίας απέναντι στη Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση (ΣΕΚ).
Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ ως προς το ποσοστό των επιχειρήσεων που υλοποιούν δράσεις ΣΕΚ, καθώς και των εργαζομένων που συμμετέχουν σε τέτοιες δράσεις υποδεικνύει ότι η λειτουργία της εγχώριας αγοράς εργασίας εξακολουθεί να βασίζεται περισσότερο στην εντατικοποίηση παρά στη διαρκή βελτίωση του εργατικού δυναμικού.
Η υποτίμηση της ΣΕΚ έχει και εγγενή αίτια, όπως η υποβάθμιση του παραγωγικού υποδείγματος προς όφελος κλάδων ο πού το αποτύπωμα των οργανωτικών και των τεχνολογικών μεταβολών είναι περιορισμένο, με αποτέλεσμα τη χαμηλή ζήτηση για γνώσεις και δεξιότητες υψηλού επιπέδου.
Καθυστέρηση στον ψηφιακό μετασχηματισμό
Ταυτόχρονα, εντοπίζεται σημαντική καθυστέρηση στον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ελλάδας και αυτο αναδεικνύεται από τη χαμηλή ζήτηση για ειδικούς στις ΤΠΕ, καθώς η Ελλάδα εμφανίζεται ουραγός μεταξύ των υπόλοιπων χωρών-μελών της ΕΕ.
Την ίδια στιγμή το ποσοστό ανεργίας στη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα είναι διαχρονικά υψηλότερο από το μέσο ποσοστό ανεργίας, όταν στην ΕΕ κυμαίνεται στα ίδια η χαμηλότερα επίπεδα.
Αυτό αναδεικνύει την αδυναμία της αγοράς εργασίας να απορροφήσει ειδικούς ΤΠΕ, καθώς περίπου έξι στις δέκα επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να σημειώνει ποσοστό 57,8%, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (51,8%) και την Ουγγαρία (47,0%), όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι 30%.
Η ψηφιακή καθυστέρηση της χώρας αναδεικνύεται και στην κατάταξη της ως προς τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), καθώς η Ελλάδα, και σε αυτή την περίπτωση, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις και πιο συγκεκριμένα στην 25η θέση, ακολουθούμενη απο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας αποδίδεται στις αρνητικές επιδόσεις που εμφανίζει στους τομείς «Ανθρώπινο κεφάλαιο», «Ψηφιακές υποδομές» και «Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας» (23η θέση), καθώς και στις «Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες» (26η θέση).
Η τροχιά υποβάθμισης του παραγωγικού υποδείγματος της Ελλάδας από την κρίση και έπειτα ‒και η επακόλουθη αδυναμία δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλού επιπέδου γνώσεων και δεξιοτήτων‒ δεν δημιουργεί θετικές προσδοκίες για το μέλλον.
Ειδικότερα, έως το 2035 μόλις το 29,8% των νέων θέσεων εργασίας θα είναι υψηλών δεξιοτήτων έναντι 49,9% στην ΕΕ.
Από τις παραπάνω θέσεις εργασίας, μόλις το 4,2% είναι νέες θέσεις εργασίας έναντι αντικατάστασης λόγω συνταξιοδότησης, όταν το ίδιο ποσοστό στην ΕΕ είναι 18%.
Πρόβλημα υπερεκπαίδευσης στην αγορά εργασίας
Ερευνώντας διαστάσεις της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, η προσφορά δεξιοτήτων στην Ελλάδα ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες των επιχειρήσεων συγκριτικά με την ΕΕ.
Αυτό δείχνει ότι συγκριτικά στην Ελλάδα δεν είναι πολύ σημαντικό το πρόβλημα της οριζόντιας αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, δηλαδή της σύζευξης των προσφερόμενων θέσεων εργασίας με τις γνώσεις και τις δεξιότητες που πραγματικά διαθέτουν οι εργαζόμενοι.
Αντιθέτως, μεγαλύτερες διαστάσεις έχει στην εγχώρια αγορά εργασίας το πρόβλημα της υπερεκπαίδευσης, δηλαδή της ύπαρξης υψηλού πλεονάσματος τυπικών προσόντων των εργαζομένων σε σχέση με εκείνα που απαιτούν οι θέσεις εργασίας τους.
Το 2022 η Ελλάδα βρέθηκε στη 2η θέση, πίσω από την Ισπανία, όπου το ποσοστό των εργαζομένων με υπερβάλλοντα προσόντα ανέρχεται στο 32,4% έναντι 21% στην ΕΕ.
Συγκριτικά με το 2013, η Ελλάδα ανέβηκε από την 5η θέση, ενώ, εάν ανατρέξουμε στην αρχή της κρίσης, το 2008, η Ελλάδα βρισκόταν στη 12η θέση κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Δυσμενείς παράγοντες που επιδρούν στην προσφορά και στη ζήτηση δεξιοτήτων, όπως η ποιότητα της τυπικής και της μη τυπικής εκπαίδευσης, το πλαίσιο παρακίνησης των εργαζομένων για συμμετοχή στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση, η ποιότητα του παραγωγικού υποδείγματος, οι εργασιακές σχέσεις, η μακροχρόνια ανεργία κ.α ., έχουν ως αποτέλεσμα την κατάταξη της Ελλάδας στην 25η θέση ως προς τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων.
Η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας αποδίδεται στις αρνητικές επιδόσεις που λαμβάνει στην «Ανάπτυξη δεξιοτήτων» (24η θέση), στην «Ενεργοποίηση δεξιοτήτων» (23η θέση) και στην «Αντιστοίχιση δεξιοτήτων» (26η θέση).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr