Πολλοί από αυτούς αναζήτησαν ευκαιρίες στο εξωτερικό. Επομένως έχει σπουδαίο νόημα κάποιος να κοιτάξει καλύτερα τα χαρακτηριστικά των νέων εκείνης της περιόδου, αλλά και τις απόψεις τους. Τι πίστευαν τότε, μέσα στην καταιγίδα, για τη ζωή και για την εργασία; Στο ίδιο πλαίσιο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον κάποιος να παρατηρήσει τόσο τις αντιλήψεις του περιβάλλοντός τους, αλλά και τις διάφορες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις γενιές των Ελλήνων. Σε ποιο βαθμό οι απόψεις των γονιών συνδέονται με τις απόψεις των παιδιών τους; Πώς αλλάζουν πολλά χαρακτηριστικά με τον χρόνο και με κάθε φάση της κρίσης;
Με τα παραπάνω ερωτήματα καταπιάνονται δύο νέα κείμενα της διαΝΕΟσις, τα οποία υπογράφει ομάδα οικονομολόγων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, του ΚΕΠΕ και της διαΝΕΟσις. Οι ερευνητές αναλύουν σε βάθος το ελληνικό σκέλος του πανευρωπαϊκού έργου CUPESSE με αντικείμενο την ανεργία των νέων και τις διαγενεακές σχέσεις, που διεξήχθη σε 11 χώρες, αλλά και διαχρονικά δεδομένα από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ.
Πρόκειται για δύο ενδιαφέρουσες αναλύσεις, που συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010 και των συνεπειών της στους νέους και μπορούν να αφήσουν χρήσιμη γνώση για το μέλλον. Επιπλέον, ακόμη και σήμερα που οι νέοι απασχολούν τον δημόσιο διάλογο για διαφορετικούς λόγους (για την επίδραση της πανδημίας στην εκπαίδευση, για τη λεγόμενη "Μεγάλη Παραίτηση", για τα προβλήματα της στέγασης, κ.ά.) οι αναλύσεις αυτές, σε κάποιο βαθμό, περιγράφουν διαχρονικά χαρακτηριστικά των νέων και του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις.
Τα βασικά χαρακτηριστικά
Πριν όμως μάθουμε τι σκέφτονται, πρέπει να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Το πρώτο από τα δύο κείμενα, με τίτλο "Νεανική ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα: Μια ποσοτική προσέγγιση" εστιάζει περισσότερο στα περιγραφικά χαρακτηριστικά των νέων και στην εργασιακή κατάστασή τους σε διάφορες φάσεις της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία. Οι ερευνητές εξετάζουν δεδομένα για τις χρονιές 2004 έως 2019 από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, μια δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποιείται τέσσερις φορές τον χρόνο και καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού της χώρας.
Η ανάλυση της διαΝΕΟσις εστιάζει στα άτομα ηλικίας από 15 έως 29 ετών. Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατηρεί κάποιος στα ευρήματα είναι η σημαντική επίδραση των δημογραφικών τάσεων. Οι νέοι ηλικίας 25-29, δηλαδή μία από τις τρεις υπο-ομάδες που ξεχωρίζουν οι ερευνητές στην ευρύτερη ηλικιακή κατηγορία των νέων, παρότι διατηρούν το μεγαλύτερο μερίδιο του πληθυσμού των νέων, στο διάστημα 2008-2019 βλέπουν το μερίδιο αυτό να μειώνεται. Οι ερευνητές αποδίδουν την αλλαγή αυτή στις "δυσμενείς δημογραφικές μεταβολές, λόγω της μείωσης των γεννήσεων διαχρονικά, καθώς και στις δημογραφικές μεταβολές που προκλήθηκαν από την οικονομική ύφεση, όπως η μετανάστευση νέων Ελλήνων και η φυγή μεταναστών που βρίσκονταν στη χώρα".
Οι νέοι μπορεί να λιγοστεύουν αλλά, παρά την κρίση, γίνονται αργά αλλά σταθερά πιο μορφωμένοι. Η ανάλυση του εκπαιδευτικού επιπέδου των νέων από το 2008 μέχρι το 2019 αποκαλύπτει μια σαφή μείωση του ποσοστού των λιγότερο μορφωμένων νέων -εκείνων που ολοκληρώνουν μόνο δημοτικό και μόνο γυμνάσιο- αλλά και αύξηση του μεριδίου των νέων που ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εν πολλοίς, οι υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες παραμένουν σταθερές.
Οι εργαζόμενοι νέοι
Διαχρονικά, οι άνδρες εργάζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες. Ωστόσο, συγκεκριμένα στους νέους 15-29 ετών για το διάστημα στο οποίο εστιάζει η μελέτη, η διαφορά αυτή από τις 10 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν το 2004 μειώνεται σταθερά, για να φτάσει στο τέλος του 2017 να έχει περιοριστεί περίπου στο μισό. Εκεί, μέχρι το 2019, σταθεροποιείται. Ωστόσο το ποσοστό συμμετοχής των νέων συνολικά στην αγορά εργασίας, και για τα δύο φύλα, μειώνεται ειδικά μετά το 2008. Οι ερευνητές αποδίδουν τη μείωση εν μέρει στην κρίση: "Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι η οικονομική κρίση διαδραματίζει κάποιον ρόλο", γράφουν, "είτε ενθαρρύν
Ωστόσο, οι περισσότεροι -ειδικά οι πιο νέοι- απέχουν από την αγορά εργασίας επειδή σπουδάζουν. Η πλειοψηφία των νέων ηλικίας 15-24 ετών βρίσκεται εκτός εργασίας επειδή συμμετέχει στην εκπαίδευση. Μάλιστα, αυτό το ποσοστό φαίνεται να αυξάνει με τον χρόνο, πολύ περισσότερο για κάποιες συγκεκριμένες υποκατηγορίες, όπως οι γυναίκες 15-24 ετών.
Τέλος, οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι γι’ αυτό το διάστημα υπάρχει η τάση οι νέοι να παραμένουν, από χρόνο σε χρόνο, στάσιμοι. Εκείνοι που εργάζονται τείνουν να εξακολουθούν να εργάζονται και τον επόμενο χρόνο, εκείνοι που είναι στην εκπαίδευση τείνουν να συνεχίζουν τις σπουδές τους και εκείνοι που είναι άνεργοι τείνουν να παραμένουν "παγιδευμένοι" στην ανεργία.
Πώς δουλεύουν, όμως, όσοι δουλεύουν; Η μερική απασχόληση είναι σχετικά αυξημένη στις νεότερες ηλικίες, ωστόσο οι περισσότεροι νέοι εξακολουθούν να δουλεύουν full-time. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζόμενων νέων -περισσότεροι από 8 στους 10- εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Βεβαίως, το ποσοστό εκείνων που εργάζονται με μερική απασχόληση, από το 2008 μέχρι το 2019 έχει υπερδιπλασιαστεί (από 8,4% σε 18,7%).
Πού δουλεύουν όμως οι εργαζόμενοι νέοι εκείνη την περίοδο; Ο τουρισμός φαίνεται να κυριαρχεί ως κλάδος για τις δύο ομάδες "πιο νέων" νέων (15-19 ετών και 20-24 ετών), ενώ οι "πιο μεγάλοι" νέοι 25-29 ετών απασχολούνται περισσότερο στο εμπόριο. Ωστόσο, σε όλες τις κατηγορίες των νέων ο τουρισμός αυξάνει σημαντικά το μερίδιό του από το 2008 μέχρι το 2019, κάτι που έρχεται σε συμφωνία με τη μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε ο κλάδος, ειδικά μετά τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Το πιο συχνό επάγγελμα των νέων είναι υπάλληλοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές.
Οι άνεργοι νέοι
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά των νέων που ούτε είναι στην εκπαίδευση ούτε εργάζονται; Όπως είδαμε παραπάνω, οι νέες γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από τους άνδρες. Παρά τη συρρίκνωση της διαφοράς αυτής από το 2004 μέχρι το 2010, η "ψαλίδα" ανοίγει και πάλι μετά το 2014. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το φύλο, όσο αυξάνει η ηλικία των νέων (από τα 15 στα 20 και από εκεί στα 29) το ποσοστό της ανεργίας τους μειώνεται.
Αντίστοιχο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ποσοστά ανεργίας ανά επίπεδο εκπαίδευσης. Την περίοδο της μεγάλης κρίσης, όσο η ανεργία αυξάνεται, οι πιο σπουδασμένοι νέοι δυσκολεύονται σχεδόν το ίδιο με τους λιγότερο σπουδασμένους να βρουν δουλειά: τα ποσοστά ανεργίας όλων των κατηγοριών σχεδόν συγκλίνουν. Αντίστροφα, στις περιόδους που η ανεργία μειώνεται η διαφορά αυξάνει: Εκείνοι με την περισσότερη εκπαίδευση εργάζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι ο χρόνος αναζήτησης εργασίας των άνεργων νέων ακόμα και μετά την ανάκαμψη της απασχόλησης αυξάνεται. Η κατάσταση του 2019 μοιάζει αρκετά με εκείνη του 2013: Μόνο 1 στους 10 νέους έβρισκε δουλειά μέσα σε έως δύο μήνες, πιθανόν βέβαια για διαφορετικούς λόγους.
Οι σημαντικοί παράγοντες
Τέλος, οι συγγραφείς προσπάθησαν να προσεγγίσουν ποσοτικά, με ένα οικονομετρικό υπόδειγμα, τους παράγοντες εκείνους που "προβλέπουν" καλύτερα την ανεργία ή την απασχόληση ενός νέου την περίοδο 2004 -2019. Μετά και από αυτή την πιο τεχνική ανάλυση, καταλήγουν σε έξι ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, που παραμένουν και σήμερα επίκαιρες.
Ασφαλώς διαπιστώνουν τη μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης που, σημειώνουν, "λειτουργεί σαν ασπίδα στην ανεργία των νέων". Έπειτα γράφουν για τη σημασία του φύλου: "Ο ρόλος της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια και κοινωνία είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ένταξή της στο εργατικό δυναμικό και την πιθανότητα ανεργίας (...). Πολιτικές καταπολέμησης διακρίσεων φύλου, καθώς και η ένταξη στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της επιμόρφωσης των παιδιών σε θέματα ισότητας των φύλων είναι κρίσιμης σημασίας".
Για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα σημειώνουν ότι "δεν μπορεί πια να αποτελεί λύση στην καταπολέμηση της ανεργίας των νέων". Αναδεικνύουν επίσης τη σημασία της γεωγραφίας στην ανεργία των νέων: "Από τις δεκατρείς περιφέρειες της Ελλάδας, οι οκτώ καταγράφουν δυσμενέστερες πιθανότητες ανεργίας και για τα δύο φύλα". Για τον ρόλο του κλάδου του τουρισμού γράφουν ότι "μια άλλη όψη της σημασίας του στην οικονομική ζωή της χώρας είναι ότι αποτελεί τον βασικό εργοδότη των νέων διευκολύνοντας την είσοδό τους στην αγορά εργασίας". Τέλος, σημειώνουν ότι "η επίδραση της πανδημίας στους βασικούς κλάδους απασχόλησης των νέων μπορεί να διατηρηθεί και μετά την υγειονομική κρίση ενδεχομένως αλλάζοντας πιο μόνιμα τις συμπεριφορές" συμπληρώνοντας την παρατήρηση αυτή με το παράδειγμα της εκτίναξης του ηλεκτρονικού εμπορίου που ίσως μειώσει τις, διαδεδομένες μεταξύ των νέων, θέσεις εργασίας πωλητών.
Συμπεράσματα
Τελικά τι μπορούμε να μάθουμε διαπιστώνοντας τις παραπάνω σχέσεις (και ακόμα περισσότερες που μπορείτε να βρείτε στο κείμενο); Οι συγγραφείς επιχειρούν, στο τέλος της μελέτης, να εξάγουν μερικά συμπεράσματα. Στέκονται αρκετά στο γεγονός ότι σε αρκετές ερωτήσεις η ταύτιση απόψεων των Ελλήνων νέων με τους γονείς τους είναι ασθενέστερη από ό,τι σε άλλες χώρες. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση δεν παρατηρούν κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο που να ξεχωρίζει συστηματικά την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες. Οι Έλληνες νέοι δεν φαίνεται να έχουν συνολικά περισσότερο τις ίδιες (ή διαφορετικές) απόψεις για την εργασία, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες 9 χώρες της ανάλυσης. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Γράφουν οι συγγραφείς: "Τελικά, η επίδραση της οικογένειας στην Ελλάδα δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς στο πλαίσιο του μεσογειακού κοινωνικού μοντέλου που επικρατεί στη χώρα μας στο οποίο η οικογένεια έχει δεσπόζουσα θέση, τουλάχιστον στα ζητήματα που εξετάστηκαν στην παρούσα μελέτη. Επιπλέον, το γεγονός πως τα αποτελέσματα αυτά αφορούν μια περίοδο μέσα στην κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας σημαίνει πως μπορεί να σχετίζονται με μια σχετική απαξίωση των απόψεων της προηγούμενης γενιάς, οι απόψεις και οι πράξεις της οποίας συνέβαλαν στην οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί νέοι. Καθώς το δημόσιο χρέος αντιστοιχεί σε δανεισμό πόρων από τις επόμενες γενιές είναι λογικό να περιμένουμε από τη γενιά η οποία καλείται να πληρώσει μέρος του χρέους της γενιάς των γονέων της να αμφισβητεί τις απόψεις τους".
Τέλος οι συγγραφείς παρατηρούν δύο ακόμα, πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα:
- Οι Έλληνες γονείς φαίνεται να είναι πολύ πιο απόλυτοι στις απόψεις τους από τα παιδιά τους. Απαντούν συνολικά πιο συχνά ότι συμφωνούν απόλυτα ή ότι διαφωνούν απόλυτα με κάποια άποψη.
- Ταυτόχρονα, οι Έλληνες νέοι του 2016, εν μέσω μιας πολωτικής οικονομικής κρίσης που κάποιες φορές πήρε διεθνείς διαστάσεις, φαίνεται, σε γενικές γραμμές, να συγκλίνουν στις απόψεις τους με τους Ευρωπαίους νέους. Οι συγγραφείς αποδίδουν αυτή τη διαπίστωση στην "ανάπτυξη στενότερων δεσμών μεταξύ τους λόγω της παγκοσμιοποίησης και της εξέλιξης της τεχνολογίας, αλλά και την πραγματοποίηση σπουδών στο εξωτερικό από πολλούς". Καταλήγουν, συνδυάζοντας τα δύο ευρήματα σε μια παρατήρηση που αξίζει στο μέλλον να διερευνηθεί περισσότερο και καλύτερα:
"Οι Έλληνες νέοι είναι μάλλον περισσότερο μετριοπαθείς από τους γονείς τους, μεγαλωμένοι σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, που αλλάζει, εξελίσσεται και επικοινωνεί ταχύτατα, έχοντας αποκτήσει διαφορετικά ιδανικά και προτεραιότητες που συμβαδίζουν με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής."
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr