Σύμφωνα με τα ευρύματα της μελέτης, οι αποδοχές ανά εργαζόμενο στη χώρα μας αντιστοιχούσαν στο 60,2% του μέσου όρου της Ευρωζώνης το 2019 έναντι 81,7% το 2009.
Όσον αφορά τον δείκτη «εισόδημα εργαζομένων» στη χώρα μας υποχώρησε από το 0,26 όπου βρισκόταν το 2009 στο 0,18 το 2016, παραμένοντας κατόπιν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα παρά την οριακή βελτίωσή του την τριετία 2017-2019. Πλέον η απόκλιση της Ελλάδας από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης είναι της τάξης των 0,28 μονάδων, όταν το 2009 ήταν 0,09.
Άτυπες μορφές απασχόλησης
Παράλληλα με την πτώση του εισοδήματος των εργαζομένων, η υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας την τελευταία 10ετία στην Ελλάδα τροφοδοτήθηκε και από τον πολλαπλασιασμό των μη ηθελημένα άτυπων θέσεων απασχόλησης. Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15- 64 ετών που εργάζονταν μη ηθελημένα με σύμβαση μερικής απασχόλησης στο σύνολο των εργαζομένων αυξήθηκε από το 2,9% το 2009 στο 7,1% το 2016, ενώ το 2019 υποχώρησε στο 6%. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στην αύξηση του αριθμού όσων εργάζονταν χωρίς τη θέλησή τους με σύμβαση μερικής απασχόλησης επί του συνόλου όσων εργάζονταν μερικώς από 49,8% το 2009 στο 66,4% το 2019 (έναντι 26,8% και 26,3% στην Ευρωζώνη, αντίστοιχα).
Αντίθετα, πιο σταθεροποιητικά κινήθηκε το ίδιο διάστημα το ποσοστό των μη ηθελημένα προσωρινά απασχολουμένων. Ειδικότερα, το 2019 ο αριθμός εκείνων που δήλωσαν ως λόγο της προσωρινής απασχόλησής τους την αδυναμία εύρεσης μιας σταθερής θέσης εργασίας στο σύνολο των απασχολουμένων ανερχόταν στην Ελλάδα στο 9,3%, έναντι 8,7% το 2009. Μεταξύ των εργαζομένων με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, τα αντίστοιχα ποσοστά στη χώρα μας ανέρχονταν στο 73,7% και 70,5%, συγκριτικά με 52,2% και 49,4% στη ζώνη του ευρώ.
Χρόνος εργασίας
Το 2016 στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνταν περισσότερο από 48 ώρες ήταν 19,4%, ενώ το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 16,9%.
Αν και το 2019 το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 16,6%, η χώρα μας εξακολουθεί να καταγράφει με διαφορά τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα καταγράφει το τρίτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που απασχολούνται με ευέλικτες βάρδιες μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, το 2019 το ποσοστό αυτό κυμαινόταν στο 28,4% (έναντι 16,1% στη ζώνη του ευρώ), ενώ το 2009 στο 19,2% (έναντι 14,4% στην Ευρωζώνη).
Αντίθετα, βελτιωμένη είναι η εικόνα σχετικά με την έκταση της επισφαλούς βραχυχρόνιας απασχόλησης στη χώρα μας, καθώς, αν και οι συμβάσεις εργασίας χρονικής διάρκειας μικρότερης των τριών μηνών ανήλθαν το 2014 στο 1,8% του συνόλου (έναντι 1,5% το 2009), το 2019 υποχώρησαν στο 0,8%.
Απολύσεις
Παρά το κύμα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας την περίοδο των μνημονίων, ο δείκτης προστασίας των εργαζομένων από (ατομικές ή συλλογικές) απολύσεις, αν και μειωμένος, παραμένει σχετικά υψηλός συγκριτικά με ορισμένες άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το 2019 η Ελλάδα κατείχε την 8η υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων από (ατομικές ή συλλογικές) απολύσεις, ενώ το 2009 κατείχε την 3η, πίσω από την Πορτογαλία και την Ολλανδία. Από τα στοιχεία εξαιρούνται η Κύπρος και η Μάλτα.
Ανεργία
Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα την περίοδο των μνημονίων μειώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες (από 60,8% το 2019 στο 48,8% το 2013), όταν στο σύνολο της Ευρωζώνης η αντίστοιχη μείωση ήταν χαμηλότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας (από 64,3% σε 63,5%). Αν και από το 2014 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα σταδιακά αυξάνεται, το 2019 εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 2009. Αντίστοιχα επιβαρυντικό για τις προοπτικές απασχόλησης στη χώρα μας είναι και τo ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, με το ποσοστό των ανέργων που μένουν χωρίς εργασία για περισσότερο από ένα έτος να ανέρχεται το 2019 στο 70,1%, έναντι 40,4% το 2009. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωζώνη ήταν 43,5% και 35%.
Συλλογικές συμβάσεις
Μέχρι το 2011 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν στην Ελλάδα ‒μαζί με αυτό της Ιταλίας‒ το υψηλότερο στην Ευρώπη, το 2017 το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μόλις στο 14,2%, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση μετά τη Λιθουανία.
Όπως τονίζουν οι επιστήμονες είναι αναγκαίες συγκεκριμένες παρεμβάσεις πολιτικής για την αντιστροφή της κατάστασης και την ενεργό στήριξη της ποιότητας της απασχόλησης.
Κάτι τέτοιο δεν θα ενίσχυε μόνο το επίπεδο ευημερίας των νοικοκυριών και των εργαζομένων στη χώρα μας, αλλά, θα λειτουργούσε και ως σταθεροποιητής της μακροχρηματοπιστωτικής κατάστασης της οικονομίας, συμβάλλοντας στη μετάβασή της σε τροχιά βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.
Ιδιαίτερη σημασία ως προς αυτό θα είχε η ακύρωση όλων των σχετικών διατάξεων που αφορούν το πλαίσιο των απολύσεων και η επαναφορά, η θεσμική προστασία και η ενδυνάμωση του συστήματος ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Σύμφωνα με τους επιστημονικούς συνεργάτες του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σημαντική συμβολή στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας θα είχε και η ταχεία απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η αξιοποίησή τους σε προγράμματα που προάγουν τις εργασιακές δεξιότητες, τις πράσινες επενδύσεις και παραγωγικές δραστηριότητες έντασης τεχνολογίας, διευκολύνοντας έτσι την ομαλή προσαρμογή της αγοράς εργασίας στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της κλιματικής αλλαγής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr