Η αρχική πρόταση του ΥΠΑΝ προέβλεπε ότι η αποκλιμάκωση της εγγυημένης τιμής αγοράς θα ξεκινούσε από τον Ιανουάριο του 2009, και από εκεί και μετά θα έπεφτε κατά 1,5% το μήνα για τα πρώτα δύο χρόνια, κατά 1% το μήνα για τον επόμενο χρόνο, και από τον τέταρτο χρόνο και ύστερα κατά 0,5% ως το τέλος του 2014.
Κατόπιν όμως των ενστάσεων που προέβαλαν οι φορείς της αγοράς, το υπουργείο φαίνεται αποφασισμένο να παρατείνει το καθεστώς με τις σημερινές τιμές, τουλάχιστον ως τα μέσα του 2010. Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός που θα συνδεθεί μέχρι και τα μέσα του 2010 στο σύστημα, θα εισπράττει την ίδια εγγυημένη τιμή αγοράς για την παραγόμενη ηλιακή κιλοβατώρα που ισχύει και σήμερα, δηλαδή τα 400 ευρώ / MWh. Επίσης και έπειτα πάντα από τις ενστάσεις των επενδυτών, η αποκλιμάκωση της εγγυημένης τιμής που θα ξεκινήσει από τα μέσα του 2010, θα είναι 1% μηνιαίως για την περίοδο 2010-2014 και όχι 1,5% το μήνα, όπως προέβλεπε η αρχική πρόταση.
Όσο για την περίοδο από το 2015 και μετά, το σενάριο που προωθεί το υπουργείο προβλέπει ότι η τιμή θα καθορίζεται με βάση την εκάστοτε Οριακή Τιμή του Συστήματος (ΟΤΣ), προσαυξημένη κατά 30%-50% ανάλογα με το μέγεθος και τον τόπο εγκατάστασης του φωτοβολταϊκού. Η σύμβαση θα είναι σταθερή για 20 χρόνια και θα αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με την εξέλιξη του τιμάριθμου. Εφόσον τελικώς η τροπολογία πάρει αυτή τη μορφή, καθίσταται σαφές ότι το δέλεαρ για τους επενδυτές γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.
Πόσο θα επιβαρυνθούν οι καταναλωτές
Για να εγκαταστήσει κανείς ένα μεγαβάτ απαιτούνται περί τα 5 εκ. ευρώ, γι' αυτό και οι χώρες που ποντάρουν στην αξιοποίηση του ήλιου, επιδοτούν "αδρά" την τιμή αγοράς της παραγόμενης κιλοβατώρας από το σύστημα. Το βάρος αναπόφευκτα πέφτει στις πλάτες των καταναλωτών.
Παραδείγματος χάριν σήμερα ένας παραγωγός που ήδη λειτουργεί σταθμό μεγαλύτερο των 100kw στο διασυνδεδεμένο σύστημα εισπράττει εγγυημένη τιμή 400 ευρώ/ΜWh επί 10 χρόνια. Η τιμή αυτή είναι περίπου πενταπλάσια σε σχέση με τα αιολικά πάρκα και σχεδόν δεκαπλάσια από ορισμένα τιμολόγια της ΔΕΗ, λόγω του εξαιρετικά υψηλού κόστους των φωτοβολταϊκών.
Την επιδότηση της τιμής πώλησης της ηλιακής κιλοβατώρας την πληρώνουν οι καταναλωτές μέσω του τέλος υπέρ ΑΠΕ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Με την τροποποίηση μάλιστα που ετοιμάζει το υπουργείο Ανάπτυξης, το ετήσιο κόστος του τέλους υπέρ ΑΠΕ υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί από τα 350 εκατ. ευρώ το χρόνο που προέβλεπε η αρχική του πρόταση, στα 600 εκατ. ευρώ ετησίως.
Και αυτό, διότι ναι μεν μειώνεται η τιμή, αυξάνεται ωστόσο τόσο η ισχύς των προς αδειοδότηση MW (από τα 790 στα 3.000), όσο και η χρονική διάρκεια της εγγυημένης τιμής αγοράς από τα 10 στα 20 χρόνια. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τη ΡΑΕ, ότι η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών μέσω του ειδικού τέλους υπέρ ΑΠΕ στην 20ετία θα φθάσει στα περίπου 12 δισ. ευρώ, έναντι των 7 δισ. ευρώ που εκτιμώνταν ότι θα στοίχιζε η αρχική πρόταση. Για να αξιολογηθεί το μέγεθος της επιβάρυνσης αυτής στους καταναλωτές αλλά και στην εθνική οικονομία, αναφέρεται μόνο ότι η κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ είναι σήμερα της τάξεως των 10 δισ. ευρώ!
Πάντα κατά τη ΡΑΕ, το διόλου ευκαταφρόνητο αυτό βάρος αντιστοιχεί σε μέση ετήσια αύξηση άνω του 10% των οικιακών τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος, από το 2010- 2012 (περίοδος κατά την οποία θα αρχίσουν να συνδέονται μαζικά τα πρώτα φωτοβολταικά) και για μια 20ετία.
Αντίθετη η ΡΑΕ
Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους η ΡΑΕ αντιτίθεται στην ικανοποίηση από το υπουργείο του αιτήματος των επενδυτών, κάτι που αν τελικώς γίνει θα φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση την ηγεσία του ΥΑΠΝ με τον πρόεδρο της Αρχής, Μιχάλη Καραμανή
«Τα 12 δισ. ευρώ που υπολογίζουμε ότι θα επιβαρύνουν το τέλος υπέρ ΑΠΕ, δηλαδή τους λογαριασμούς της ΔΕΗ στην εικοσαετία, αντιστοιχούν σε μια μέση αύξηση των οικιακών τιμολογίων μεταξύ του 10% και του 20% ετησίως. Το δυστύχημα είναι ότι η τεράστια αυτή επιβάρυνση είναι σαφώς δυσανάλογη με το ποσοστό συνεισφοράς των φωτοβολταικών στις ενεργειακές μας ανάγκες.
Κι αυτό διότι ακόμη και να καταφέρουμε να
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr