Ειδικότερα στο άρθρο 1 του παραπάνω Νόμου ορίζεται ότι: «α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ΄ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων (24) εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.
β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μια (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο».
Οι αποδοχές της άδειας και του επιδόματος αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3302/01 και το άρθρου 3 του Ν. 4506/66.
1. Δικαιούχοι του Επιδόματος Αδείας
Όλοι γενικά οι μισθωτοί (υπάλληλοι, εργατοτεχνίτες, μαθητευόμενοι, κ.λπ.), εφόσον απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη (ιδιωτικές επιχειρήσεις, Δημόσιο, ΝΠΔΔ, Οργανισμοί, κ.λπ.), δικαιούνται να λάβουν μαζί με την κανονική τους άδεια και επίδομα αδείας, το οποίο καταρχήν είναι ίσο με τις αποδοχές της άδειας, με τον περιορισμό, όμως, ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15θήμερου, για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά, κ.λπ.
Συνεπώς, για τον προσδιορισμό του ποσού του επιδόματος αδείας, δεν ενδιαφέρει η ιδιότητα του μισθωτού ως υπαλλήλου ή εργάτη, αλλά ο τρόπος της αμοιβής του, δηλαδή αν αμείβεται με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο.
2. Υπολογισμός Επιδόματος Αδείας
2.1 Προϋποθέσεις χορήγησης
Το Επίδομα Αδείας προαπαιτεί τη χορήγηση κανονικής αδείας και προκαταβάλλεται κατά την έναρξη αυτής. Ως εκ τούτου, οι μισθωτοί, οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια, δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος αδείας τόσο για το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη.
Σημειωτέον ότι με τον Ν. 3302/04 καθορίστηκε ως τελευταία ημέρα καταβολής του επιδόματος αδείας, το τέλος του κάθε ημερολογιακού έτους (31/12).
2.2 Υπολογισμός αποδοχών Επιδόματος Αδείας
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν.539/45 κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις συνήθεις αποδοχές του, που θα ελάμβανε εάν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Δηλαδή τις αποδοχές που πραγματικά καταβάλλονται στο χρονικό σημείο που αρχίζει η άδεια ή τις καθορισμένες για την περίπτωση αυτή από συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση, κ.λπ. αποδοχές.
Στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, προμήθειες, επιδόματα, κ.λπ.), που εμφανίζουν συχνότητα επανάληψής τους και εφόσον βέβαια δίνονται σαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης από τον μισθωτό εργασίας και όχι από ελευθεριότητα, τις οποίες οπωσδήποτε θα δικαιούταν να λάβει εάν εργάζονταν κατά τον αντίστοιχο της άδειάς του χρόνο.
Από τα πολιτικά δικαστήρια έχει κριθεί ότι στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις για εργασία κατά τις νύκτες, τις Κυριακές και αργίες, καθώς επίσης η αμοιβή και η προσαύξηση για υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση (όχι όμως και η παράνομη υπερωρία), την οποία ο μισθωτός πραγματοποιεί είτε τακτικά κάθε μήνα, είτε κατ' επανάληψη σε ορισμένα ή και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα μέσα στο χρόνο, κατά τρόπο που να αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, δηλαδή, όταν είναι βέβαιο ότι θα καταβάλλονταν οι ανωτέρω αμοιβές ανάλογα, και κατά το χρόνο της άδειας, αν ο μισθωτός εργαζόταν κατ' αυτή. Επίσης, περιλαμβάνεται και κάθε άλλη παροχή που δίνεται σαν αντάλλαγμα της εργασίας, εφόσον συγκεντρώνει τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
Οι πρόσθετες αποδοχές, οι οποίες έχουν την έννοια της τακτικότητας προσαυξάνουν, όπως προαναφέρθηκε, το Επίδομα Αδείας με τον παρακάτω τρόπο:
Καταρχήν προσθέτουμε τα ποσά που έλαβε ο μισθωτός από τις παροχές αυτές μέσα στο χρονικό διάστημα από την ημέρα που έληξε η άδεια του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα που χορηγείται η νέα άδεια, (όταν πρόκειται για μισθωτό που δικαιούται για πρώτη φορά άδεια, από την ημέρα της πρόσληψής του μέχρι την ημέρα χορήγησης της άδειας). Στη συνέχεια, το άθροισμα που προκύπτει το διαιρούμε με τον αριθμό των εργάσιμων ημερών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος και έτσι βρίσκουμε τη μέση ημερήσια αμοιβή για τις πρόσθετες παροχές, την οποία ακολούθως προσθέτουμε στην ημερήσια τακτική αμοιβή του εργαζόμενου των ημερών της άδειας του. Το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται με το 12,5 ή το 13, ανάλογα εάν πρόκειται για αμειβόμενο με μισθό ή ημερομίσθιο, για να προκύψει το επίδομα αδείας.
2.3 Χρόνος χορήγησης της άδειας
Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/45, καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λάβουν την άδειά τους από 1η Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διατύπωσης του αιτήματος.
2.4 Καταβολή αποδοχών και επιδόματος αδείας
Κατά το άρθρο 3, παράγ. 8 του Α.Ν. 539/45, τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα της αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του. Οι αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας δεν συμψηφίζονται με ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές από τις νόμιμες.
3. Ειδικές Περιπτώσεις
3.1. Υπολογισμός ημερών άδειας και επιδόματος άδειας σε μερική και εκ περιτροπής απασχόληση
Σε αυτές τις περιπτώσεις της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης (άρθρο 2, Ν.2639/1998), ο εργαζόμενος δικαιούται κάθε εικοσιπέντε (25) εργάσιμες ημέρες, δύο (2) ημέρες άδεια και δύο (2) ημέρες (με μέγιστο τις 13) επίδομα αδείας.
Σχετικό είναι το άρθρο 1 του Ν.1346/83 (διαλείπουσα ή εκ περιτροπής απασχόληση).
Το επίδομα αδείας που προβλέπεται από τις διατάξεις του Ν.4504/66 (παράγραφος 16, άρθρο 3) είναι κάθε φορά ίσο με την άδεια, χωρίς να μπορεί όμως να υπερβαίνει τα 13 ημερομίσθια ή ½ μισθού ανάλογα με τον τρόπο καταβολής των αποδοχών και το ποσό των ημερήσιων αποδοχών.
3.2. Υπολογισμός επιδόματος αδείας εργαζομένου με κυμαινόμενες αποδοχές
Οι αποδοχές της άδειας και του επιδόματος αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν.539/45, επί των "συνήθων αποδοχών" του εργαζομένου. Οι "συνήθεις αποδοχές" είναι αυτές που θα δικαιούνταν ο εργαζόμενος αν είχε απασχοληθεί κατά τον χρόνο της άδειάς του. Έτσι στον βασικό μισθό θα προστεθούν όλα τα επιδόματα, οι πρόσθετες αποδοχές (π.χ. ποσοστά), οι προσαυξήσεις και γενικά όλες οι χρηματικές, αλλά και οι σε είδος παροχές του εργοδότη, οι οποίες καταβάλλονται τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο εργαζόμενος. Τέτοιες εργοδοτικές παροχές είναι ενδεικτικά: η αμοιβή και η προσαύξηση της υπερεργασίας, της νόμιμης υπερωρίας, της εργασίας των Κυριακών και αργιών, της νυχτερινής εργασίας, των ποσοστών επί των πωλήσεων, κλπ. Να αναφερθεί δε ότι δεν περιλαμβάνονται για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, η αναλογία του Επιδόματος Εορτών (Δώρου) Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα Ισολογισμού, (Α.Π. 273/93, Α.Π. 549/85, Α.Π. 911/86, Εφ. Θεσ/νίκης 1038/93, Εφ. Αθηνών 1950/93).
Προκειμένου να υπολογίσουμε τις ανωτέρω πρόσθετες παροχές ενεργούμε ως εξής:
Καταρχήν προσθέτουμε τα ποσά που έλαβε ο μισθωτός από τις παροχές αυτές μέσα στο χρονικό διάστημα από την ημέρα που έληξε η άδεια του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα που χορηγείται η νέα άδεια, (όταν πρόκειται για μισθωτό που δικαιούται για πρώτη φορά άδεια, από την ημέρα της πρόσληψής του μέχρι την ημέρα χορήγησης της άδειας). Στη συνέχεια, το άθροισμα που προκύπτει το διαιρούμε με τον αριθμό των εργάσιμων ημερών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος και έτσι βρίσκουμε τη μέση ημερήσια αμοιβή. Το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται με το 12,5 ή το 13, ανάλογα εάν πρόκειται για αμειβόμενο με μισθό ή ημερομίσθιο, για να προκύψει το επίδομα αδείας.
3.3. Περιπτώσεις ευνοϊκότερης αντιμετώπισης επιδόματος αδείας
Για τις κάτωθι κατηγορίες εργαζομένων προβλέπεται (από την οικεία Σ.Σ.Ε. - Δ.Α) διαφορετικός τρόπος υπολογισμού των ημερομισθίων που χρησιμοποιούνται ως βάση υπολογισμού επιδόματος αδείας:
ΛΙΘΟΓΡΑΦΟΙ: Για όλους τους εργαζομένους (με μισθό - με ημερομίσθιο) το επίδομα αδείας είναι δέκα επτά (17) καταβαλλόμενα ημερομίσθια.
ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΙ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ: Το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Ν.4505/1966 επίδομα αδείας ορίζεται σε δέκα επτά (17) ημερομίσθια, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους. Για τους εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία δέκα (10) ετών στον κλάδο της τυπογραφίας ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας, το ως άνω επίδομα αδείας ορίζεται σε δέκα οκτώ (18) ημερομίσθια, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους.
ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ: Το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Ν.4504/1966 επίδομα αδείας ορίζεται σε δέκα επτά (17) καταβαλλόμενα ημερομίσθια, για τους εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει μέχρι πέντε (5) χρόνια υπηρεσίας και σε είκοσι (20) καταβαλλόμενα ημερομίσθια για τους πέραν των πέντε (5) ετών συμπληρωμένων υπηρεσίας εργαζομένους, ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους.
ΦΩΤΟΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΕΣ: Για όλους τους εργαζομένους της ρύθμισης αυτής το επίδομα αδείας ορίζεται στα 18/25 του καταβαλλόμενου μισθού.
ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΕΣ: Εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία οκτώ (8) χρόνων στον κλάδο της βιβλιοδεσίας ή δώδεκα (12) χρόνων σε οποιονδήποτε εργοδότη, δικαιούνται επίδομα αδείας ίσο με δεκαεπτά (17) ημερομίσθια.
ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ: Το επίδομα της ετήσιας άδειας που προβλέπεται από το Ν.539/1945 καθορίζεται σε δέκα πέντε (15) ημερομίσθια.
4. Ασφαλιστικές Κρατήσεις - Εισφορές Επιδόματος Αδείας
Το Επίδομα Αδείας υπόκειται σε όλες τις κρατήσεις και εισφορές που προβλέπονται για τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς και λοιπούς οργανισμούς ή λογαριασμούς κοινωνικής πολιτικής.
Ειδικότερα για το ΙΚΑ αναφέρουμε ότι το Επίδομα Αδείας υπόκειται αυτοτελώς σε εισφορές μέχρι του ποσού του ανωτάτου ορίου του ημερομισθίου της ανώτατης ασφαλιστικής κλάσης, δηλαδή σήμερα της 28ης (97,29 ευρώ για το διάστημα από 01/10/2008 - σήμερα). Δηλαδή οι εισφορές ενός πλήρους επιδόματος αδείας ενός ημερομισθίου προκύπτουν ως εξής: 13 (ημερομίσθια) Χ 97,29 = 1264,77 ευρώ, ενώ ενός εμμίσθου ακολούθως: 12,5 Χ 97,29 = 1216,13 ευρώ. Ο παραπάνω περιορισμός ισχύει μόνο για τους παλαιούς ασφαλισμένους (για όσους ασφαλίστηκαν πριν από την 01/01/1993).
Για τους νεοασφαλισμένους από 01/01/1993 με την τελευταία αλλαγή που έγινε με τον Ν. 3232/2004 οι εισφορές υπολογίζονται επί του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών (ανεξαρτήτως ημερών ασφάλισης), το οποίο για το διάστημα από 01/10/2008 - σήμερα ανέρχεται σε 5543,55 ευρώ.
Το Επίδομα Αδείας, όπως προαναφέρθηκε, υπόκειται σε εισφορές ΙΚΑ και απεικονίζεται στην αναλυτική περιοδική δήλωση με τύπο αποδοχών 05 - Επίδομα Αδείας.
Επίσης, υπόκεινται σε κρατήσεις ΦΜΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994.
(Μυρσίνη Δρίμτζια, Οικονομολόγος, Μέλος της Επιστημονικής Ομάδας της Epsilon Net)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr