Η εκτίμηση αυτή έχει κινηθεί ανοδικά ανά τα χρόνια. Ενδεικτικό είναι ότι το 2000 το μέσο νοικοκυριό της Ελλάδας χρειαζόταν το σύνολο των εισοδημάτων περίπου 11,7 χρόνων. Την ίδια ώρα ένα νοικοκυριό από τις ΗΠΑ χρειάζεται εισοδήματα λιγότερο από τεσσάρων ετών, ενώ ένα νοικοκυριό από τη Νέα Ζηλανδία λίγο κάτω από από τ εισοδήματα 18 ετών.
Η έκθεση διαπιστώνει επίσης ότι η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, στο 72%, αλλά το χαμηλότερο ποσοστό νέων ηλικίας 16- 34 ετών που κατέχουν στέγη, στο 13%, σημειώνοντας μάλιστα ότι όσοι νέοι έχουν στην ιδιοκτησία τους ακίνητο είναι το αποτέλεσμα κληρονομιάς ή γονικής παροχής- 94% των περιπτώσεων για τη χώρα μας που σημειώνει το μεγαλύτερο ποσοστό στο χάσμα μεταξύ νέων που έχουν σπίτι χωρίς να έχουν κληρονομήσει ή λάβει ακίνητο με γονική παροχή και των νέων που έχουν σπίτι έχοντας κληρονομήσει ή λάβει ακίνητο με γονική παροχή.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Έλληνες φαίνεται να επενδύουν στην αγορά κατοικίας, όπως υποδεικνύει το γεγονός ότι το 92% των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζουν αφορά ακίνητα. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, το 80% της περιουσίας των Ελλήνων αφορά τα ακίνητα.
Όσον αφορά τη φορολογία, η Ελλάδα βρίσκεται στην 13η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στους φόρους που επιβάλλει στην ακίνητη περιουσία. Το 7% των φορολογικών εσόδων προέρχεται από φόρους στα ακίνητα με βάση τα στοιχεία του 2020, ενώ υπολογίζεται ότι το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί μετά τις τελευταίες μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι στο 6%.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, στην Ελλάδα οι πραγματικές τιμές των ακινήτων, χωρίς την επίδραση του πληθωρισμού, αυξήθηκαν περίπου 10% από το τέταρτο τρίμηνο του 2019 έως το τρίτο τρίμηνο του 2021 έναντι 13% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Πάντως στην εικοσαετία 2000- 2020, στην Ελλάδα οι πραγματικές τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν λιγότερο από τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr