Η κυβέρνηση Μπάιντεν σχεδιάζει να περιορίσει την πρόσβαση της Κίνας σε υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους (cloud computing) που παρέχονται από κολοσσούς της τεχνολογίας όπως η Microsoft και η Amazon.com, σύμφωνα με ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Ο νέοι κανόνες θα σημαίνουν ότι οι εταιρείες αυτές πιθανότατα θα χρειάζονται κυβερνητική εξουσιοδότηση πριν επιτρέψουν σε πελάτες τους από την Κίνα να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες cloud χρησιμοποιώντας προηγμένα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης (AI). Η κίνηση αυτή έρχεται σε συνέχεια δημοσιευμάτων ότι ο Λευκός Οίκος εξετάζει την απαγόρευση της εξαγωγής τσιπ τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα. Αυτό θα καθιστούσε πιο δύσκολο για εταιρείες όπως η Nvidia και η Advanced Micro Devices να πουλήσουν προηγμένα τσιπ σε κινεζικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Από τον περασμένο Οκτώβριο εξάλλου η αμερικανική κυβέρνηση έχει απαγορεύσει την εισαγωγή τσιπ υψηλών προδιαγραφών από την Κίνα και τον Ιανουάριο περιόρισε την αγορά από τη χώρα τεχνολογιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή τσιπ υψηλής απόδοσης. Το Πεκίνο από την πλευρά του ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι θα αυστηροποιήσει τις εξαγωγές μετάλλων που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή προηγμένων τσιπ. Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ φέρεται να σχεδιάζει να εφαρμόσει τους νέους περιορισμούς τις επόμενες εβδομάδες, ως μέρος των ελέγχων των εξαγωγών σε ημιαγωγούς που ξεκίνησαν τον περασμένο Οκτώβριο.
Στο μεταξύ η απόφαση της Κίνας να περιορίσει τις εξαγωγές κρίσιμων σπάνιων ορυκτών θα πλήξει βασικούς κλάδους της ευρωπαϊκής οικονομίας την ώρα που επιχειρεί να αποδεσμευτεί από τον άνθρακα, καταδεικνύοντας τα όρια των δυτικών φιλοδοξιών για μετατόπιση των εφοδιαστικών αλυσίδων πέρα από την εμβέλεια των αξιωματούχων του Πεκίνου, σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός γαλλίου και γερμανίου παγκοσμίως, των δύο ορυκτών που θα υπόκεινται σε περιορισμούς εξαγωγών από τον επόμενο μήνα και τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για τις βιομηχανίες μικροτσίπ, τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρικών οχημάτων. Η ΕΕ λαμβάνει το 71% του γαλλίου της από την Κίνα και το 45% του γερμανίου της. Μία κίνηση που ήρθε λίγες εβδομάδες αφότου η ΕΕ παρουσίασε μία νέα στρατηγική οικονομικής ασφάλειας, επιδιώκοντας την εποπτεία εξαγωγών κρίσιμης τεχνολογίας και που θα μπορεί να περιορίσει τις επενδύσεις από το εξωτερικό της στο όνομα της εθνικής ασφάλειας. Η πρόταση αποτελεί μέρος μίας εντεινόμενης τάσης εντός της ΕΕ για την ενίσχυση των εργαλείων ασφάλειας που διαθέτει, την ώρα που χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία αξιοποιούν όλο και περισσότερο το εμπόριο και τον έλεγχο κρίσιμων εφοδιαστικών γραμμών για την προώθηση πολιτικών και ακόμη και στρατιωτικών σκοπών. Ο Simone Tagliapietra, ερευνητής του think-tank Bruegel, ανέφερε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη ότι "η δράση που ανέλαβε η Κίνα ήταν μία σκληρή υπενθύμιση του για το ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτό το παιχνίδι". "Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η Δύση θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να αποδεσμευτεί από τις κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες ορυκτών, επομένως πρόκειται πραγματικά για μία ασύμμετρη εξάρτηση", προσθέτει.
Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr