Του Κωνσταντίνου Σαρόπουλου
Διευθυντή Η’ Ορθοπεδικού Τμήματος, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center
Πρόκειται για μία συχνή πάθηση που μπορεί να προσβάλλει και τα δύο φύλα, όλες τις φυλές και τις ηλικίες, ωστόσο παρουσιάζεται συνήθως σε γυναίκες της λευκής ή ασιατικής φυλής άνω των 50 ετών, η οποία συχνά υποδιαγνώσκεται και υποθεραπεύεται, γιατί δεν εμφανίζει συμπτώματα μέχρις ότου συμβεί κάποιο κάταγμα.
Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι: 1. Πρωτοπαθής ή Ιδιοπαθής και αφορά γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και άτομα άνω των 70 ετών και των δύο φύλων και 2. Δευτερογενής, οφείλεται δηλαδή σε κάποιο υποκείμενο νόσημα, ανεπάρκεια ή φάρμακο.
Η καλύτερη αντιμετώπιση της οστεόπορωσης είναι η έγκαιρη ανίχνευσή της, δηλαδή πριν αυτή προκαλέσει κατάγματα. Η διάγνωση γίνεται με τη φυσική εξέταση, το ιστορικό και τις εργαστηριακές εξετάσεις.
Η πιο αξιόπιστη εξέταση είναι η οστική πυκνομετρία, χρήσιμη στη διάγνωση και την παρακολούθηση της θεραπείας. Οι εξετάσεις αίματος συνήθως είναι φυσιολογικές στην ιδιοπαθή οστεοπόρωση, αλλά είναι απαραίτητες για τον αποκλεισμό αιτίων δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης. Με τους ειδικούς βιοχημικούς δείκτες μεταβολισμού των οστών μπορούμε να υπολογίσουμε το ρυθμό απώλειας ή παραγωγής οστικής μάζας και να αξιολογήσουμε την ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή.
Η επαρκής πρόληψη ασβεστίου με την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, η αποφυγή καπνίσματος, αλκοόλ και αναψυκτικών τύπου κόλα, η σωματική άσκηση και η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων βιταμίνης D, συνήθως αρκούν ως πρόληψη κατά τη νεαρή και μέση ηλικία. Όμως μετά την εμμηνόπαυση και στην τρίτη ηλικία τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν για να εμποδίσουν την οστική απώλεια και μπορεί να απαιτείται φαρμακευτική αγωγή.
Τα συχνότερα οστεοπορωτικά κατάγματα συμβαίνουν στη σπονδυλική στήλη κατά τις καθημερινές δραστηριότητες και προκαλούν πόνο, απώλεια του αναστήματος και κύφωση, ενώ τα κατάγματα των άλλων οστών προκαλούνται συνήθως μετά από πτώσεις.
Η θεραπεία ενός κατάγματος στοχεύει στον έλεγχο του πόνου, την πρώιμη κινητοποίηση, την αποκατάσταση της λειτουργικότητας, τη μείωση των επιπλοκών αλλά και τη φαρμακευτική αποτροπή μελλοντικών καταγμάτων. Η επιλογή της συντηρητικής ή χειρουργικής θεραπείας εξαρτάται από το είδος του κατάγματος, τη γενική κατάσταση και τις προσδοκίες του ασθενή.
Τα κατάγματα του ισχίου, με λίγες εξαιρέσεις, αντιμετωπίζονται χειρουργικά, όσο το δυνατό συντομότερα, γιατί συνοδεύονται από μεγάλη νοσηρότητα και θνησιμότητα στα ηλικιωμένα άτομα.
Σήμερα που διαθέτουμε ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα για τη μείωση του καταγματικού κινδύνου, είναι επιτακτική η έγκαιρη αναγνώριση και θεραπεία της οστεοπόρωσης. Οι σύγχρονες, μάλιστα, μέθοδοι στη χειρουργική των καταγμάτων του ισχίου και των άλλων οστών του περιφερικού σκελετού και η χρήση της κυφοπλαστικής ή της σπονδυλοδεσίας στις πιο βαριές περιπτώσεις σπονδυλικών καταγμάτων, βελτιώνουν άμεσα την ποιότητα ζωής του ασθενή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr