Κι' αυτό γιατί, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΑΕ, η Ελληνική Δεξαμενή εθελοντών δοτών αιμοποιητικών κυττάρων είναι πολύ ισχνή (μόλις 30.000 δότες), με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των μοσχευμάτων για τους Έλληνες ασθενείς να προέρχεται από το εξωτερικό.
Μόλις μόνο το 30% των ασθενών διαθέτουν συμβατό αδελφό για να χρησιμοποιηθεί ως δότης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η λύση είναι η ανεύρεση μοσχεύματος είτε από κάποιο μη συγγενή συμβατό δότη, είτε από αποθηκευμένο ομφαλοπλακουντιακό αίμα. Η ανεύρεση συμβατού δότη είναι πιθανότερη μέσα στην εθνική δεξαμενή. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο πραγματοποιούνται περισσότερες από 100 αλλογενείς μεταμοσχεύσεις από μη συγγενείς συμβατούς δότες , αριθμός ανάλογος με τις αναπτυγμένες χώρες και με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Η αναζήτηση και η μεταφορά μοσχεύματος από το εξωτερικό κοστίζει από 10.000-25.000 ευρώ, ποσό που καλύπτεται από το ασφαλιστικό ταμείο με σημαντική χρονική καθυστέρηση, γεγονός που αναγκάζει τους ασθενείς να προκαταβάλουν τα χρήματα.
«Είναι αδιανόητο στην εποχή των μνημονίων και της λιτότητας να δαπανώνται εκατομμύρια ευρώ για την αναζήτηση μοσχευμάτων στο εξωτερικό, τη στιγμή που θα μπορούσαμε να τα βρούμε στη χώρα μας και οι πόροι αυτοί να διατεθούν σε άλλους τομείς υγείας που υπάρχει ανάγκη» τόνισε σε Συνέντευξη Τύπου η Γενική Γραμματέας της ΕΑΕ κ Ελισάβετ Γρουζή (Αιματολόγος Συντονίστρια Διευθύντρια Ν.Υ. Αιμοδοσίας, ΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας».
«Η έκκληση, συμπλήρωσε η κ Γρουζή, απευθύνεται και προς την πολιτεία προκειμένου να οργανώσει ανάλογη καμπάνια για τη συνεχή ενημέρωση του κοινού, ενώ συγχρόνως είναι απαραίτητη η χρηματοδότηση και η στελέχωση των εμπλεκόμενων τμημάτων των Νοσοκομείων και του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για τη διατήρηση και ανανέωση των δοτών».
Ο εθελοντισμός, όπως εξήγησε η κ Γρουζή, δεν είναι φιλανθρωπία, αλλά μια έμπρακτη έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης, που στις σημερινές αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη και κυρίως, επιτακτική. Μάλιστα, όπως τονίστηκε από τους γιατρούς, η ηθική ικανοποίηση είναι τεράστια όταν γνωρίζουμε πως από το δικό μας αίμα σώθηκε ένα μικρό παιδί η ένας συνάνθρωπος μας. Η διαδικασία για να γίνει κάποιος εθελοντής δότης αιμοποιητικών κυττάρων είναι απλή και ανώδυνη.
Δημόσιες τράπεζες
Πολύτιμη πηγή αιμοποιητικών κυττάρων για αλλογενή μεταμόσχευση αποτελεί και το ομφάλιο αίμα που έχει αποθηκευθεί σε δημόσια και όχι σε ιδιωτική τράπεζα. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο δημόσιες τράπεζες: η Ελληνική Τράπεζα Ομφαλοπλακουντιακού Αίματος του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών και η Τράπεζα στο Νοσοκομείο "Γ. Παπανικολάου" στη Θεσσαλονίκη. Σε παγκόσμιο επίπεδο λειτουργούν περισσότερες από 55 δημόσιες τράπεζες, με 550.000 μονάδες ομφάλιου αίματος, από τις οποίες έχουν γίνει περίπου 30.000 αλλογενείς μεταμοσχεύσεις.
«Δυστυχώς όμως, όπως τόνισε ο κ Γραφάκος (Αιματολόγος, Συντονιστής Διευθυντής Μονάδας Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών, Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» και Πρόεδρος της Επιτροπής Εθελοντισμού της ΕΑΕ), τόσο ως προς την ύπαρξη μη συγγενών δοτών όσο και ως προς την αποθήκευση ομφαλοπλακουντιακού αίματος σε δημόσιες τράπεζες τα πράγματα στη χώρα μας είναι απογοητευτικά».
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα είναι εγγεγραμμένοι μόνο 30.000 εθελοντές δότες μυελού, σε αντίθεση με την Κύπρο, που διαθέτει 121.000 δότες, τη στιγμή που ο πληθυσμός της χώρας μας είναι πάνω από 12 φορές μεγαλύτερος !
Την ίδια ώρα, στη χώρα μας, λειτουργούν 20 ιδιωτικές τράπεζες ομφάλιου αίματος με άγνωστο αριθμό αποθηκευμένων μονάδων, που είναι εξαιρετικά απίθανο να χρησιμεύσουν τόσο για αυτόλογη, όσο και για αλλογενή χρήση, παρά την παραπλανητική πληροφόρηση εκ μέρους τους αναφορικά με τη μελλοντική χρησιμότητα της αυτόλογης κατάθεσης.
«Αν υπήρχαν 100.000 Εθελοντές Δότες Μυελού και 10.000 Μοσχεύματα Ομφάλιου Αίματος, στην Ελλάδα, θα μπορούσε να βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα, για την πλειοψηφία των Ελλήνων ασθενών που χρειάζονται μεταμόσχευση », ανέφερε ο κ Γραφάκος.
Νέες θεραπείες νικούν τη νόσο
«Στην Ελλάδα διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο περίπου 1.400 νέες περιπτώσεις λευχαιμίας και 2.000 λεμφωμάτων. Σήμερα βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να μπορούμε να θεραπεύουμε σημαντικό αριθμό ασθενών με λευχαιμίες και λεμφώματα» ανέφερε η Αντιπρόεδρος της ΕΑΕ κα Χάρις Ματσούκα (Αιματολόγος, Συντονίστρια Διευθύντρια Αιματολογικού Τμήματος, ΓΝΑ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ»). Συγκεκριμένα όπως τόνισε η κα Ματσούκα, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου και έχουν συντελεσθεί σημαντικές νίκες κατά των νοσημάτων αυτών, ώστε ποσοστό 70% των ασθενών να ελέγχονται ικανοποιητικά με τις θεραπείες που υπάρχουν.
Ενδεικτικά, συνεχίζει η κα Ματσούκα η προσθήκη στη χημειοθεραπεία του μονοκλωνικού ριτουξιμάμπη (εμπορικό όνομα Mabthera) βελτιώνει ουσιαστικά τα αποτελέσματα της χημειοθεραπείας σε μια μεγάλη κατηγορία μη Hodgkin λεμφωμάτων. Στο λέμφωμα Hodgkin τελευταία χρησιμοποιείται ένα μονοκλωνικό αντίσωμα (Brentuximab vedotin, εμπορικό όνομα Adcetris) που συνδέεται με το αντιγόνο CD30. Τα αποτελέσματα είναι πολύ ικανοποιητικά ως προς το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Ελπίζουμε να επιβεβαιωθούν και σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών. Στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία (ΧΜΛ) και στο 20% των ενηλίκων με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία υπάρχει το υβριδικό γονίδιο bcr/abl, για τα προϊόντα του οποίου έχουν σχεδιασθεί ειδικοί αναστολείς, με εντυπωσιακά ορισμένες φορές θεραπευτικά αποτελέσματα. Οι ελπίδες είναι, οι στοχευμένες θεραπείες αυτού του τύπου, να επεκταθούν και σε άλλα νεοπλάσματα.
Ο πρώτος αναστολέας που χρησιμοποιήθηκε στην κλινική ήταν το Imatinib (εμπορικό όνομα, Glivec). Η θεραπεία ήταν πολύ καλά ανεκτή και ο ουσιαστικός έλεγχος του νοσήματος επιτεύχθηκε στην πλειοψηφία των ασθενών. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι τότε το νόσημα μπορούσε να αντιμετωπισθεί ουσιαστικά μόνο με μεταμόσχευση, θεραπεία με θνητότητα 10%-40%. Πιο πρόσφατα χρησιμοποιούνται στη κλινική πράξη οι αναστολείς 2ης γενιάς, Dasatinib (εμπορικό όνομα, Sprycel) και Nilotinib (εμπορικό όνομα, Tasigna), που έχουν ταχύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα και με διαφορετικές παρενέργειες από του Imatinib, ώστε να χρησιμοποιούνται με επιτυχία όταν η θεραπεία με το Imatinb δεν μπορεί να δοθεί λόγω παρενεργειών. Τέλος η διαφαινόμενη μελλοντική ελπίδα (κυρίως από τη χρήση του Nolotinib) είναι ότι μπορεί να αυξηθεί ο αριθμός των ασθενών με ΧΜΛ που είναι υποψήφιοι για κλινικά πρωτόκολλα «διακοπής θεραπείας» ή «αποδέσμευσης από την δια βίου θεραπεία». Αν τα αποτελέσματα των μελετών είναι θετικά, τότε θα μπορούμε να μιλήσουμε για μάχη χωρίς προηγούμενο στη μάχη κατά του καρκίνου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr