Όπως επισημαίνει, «οι νέες προβλέψεις στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο, για ανάπτυξη 2,2% φέτος και 2,3% το 2025, βασίζονται στις εκτιμήσεις της Κομισιόν και είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις της κυβέρνησης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο προϋπολογισμό του 2024.
Οι αιτίες για τις πιο συντηρητικές αυτές εκτιμήσεις δεν είναι μόνο εξωτερικές, αλλά κυρίως εσωτερικές. Όπως τονίζει σε γνώμη του το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και η ιδιωτική κατανάλωση, θα χάσουν μέρος της δυναμικής τους. Τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης, ιδίως, θα έχουν πολύ χαμηλότερη θετική επίδραση στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις (6,7% για το 2024 και 8,4% για το 2025, ενώ οι προβλέψεις στον προϋπολογισμό του 2024 ήταν 15,1% για το 2024). Το επίμονο επενδυτικό κενό σε συνδυασμό με το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ένα από τα κύρια ζητήματα ανησυχίας, που θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ενώ αποσιωπάται και το δυσθεώρητο ύψος του συνολικού κρατικού χρέους που αυξήθηκε το 2020-2023 κατά 51 δισεκ. ευρώ, φτάνοντας τα 411,5 δισεκ. ευρώ.
Παράλληλα, από μόνες τους οι παραδοχές για τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης και το δυνητικό ΑΕΠ μετά το 2029 (μόλις 1,0% αύξησή του κατά μέσο όρο έως το 2038) καταμαρτυρούν την αναποτελεσματικότητα των κυβερνητικών παρεμβάσεων και μεταρρυθμίσεων προς ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο. Κυριολεκτικά, η Κυβέρνηση υπόσχεται στασιμότητα μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ένας ακόμα λόγος ανησυχίας είναι ο επίμονος πληθωρισμός. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, η ελληνική οικονομία διανύει περίοδο εντονότερων πληθωριστικών πιέσεων λόγω της ανεξέλεγκτης ολιγοπωλιακής δομής της εγχώριας αγοράς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο συστήνει στην κυβέρνηση διαρθρωτικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού σε κλάδους της οικονομίας.
Επιπλέον, το δημογραφικό ζήτημα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη των μεσο-μακροπρόθεσμων ρυθμών μεγέθυνσης, αλλά και να οδηγήσει σε αύξηση των κρατικών δαπανών λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Παρά τις διαρθρωτικές αυτές αδυναμίες, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σχεδιάζει την υλοποίηση προεκλογικών παροχών όσο πλησιάζουμε στη λήξη του εκλογικού κύκλου το 2027. Τα νέα όρια δαπανών που διαπραγματεύτηκε με τις Βρυξέλλες αφορούν τα έτη 2025 και 2026, με τον τελικό στόχο καθαρών πρωτογενών δαπανών να αναθεωρείται προς τα πάνω στο 3,7% (από 3%) και 3,6% (από 3,2%) αντίστοιχα.
Παράλληλα, το οικονομικό επιτελείο προβάλλει την εικόνα ενός πρόσθετου «κουμπαρά» που θα χτιστεί με την ενεργοποίηση των νέων ψηφιακών εργαλείων και την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το φάσμα της αγοράς, αποφέροντας στα κρατικά ταμεία επιπλέον 2,5 δισεκ. ευρώ έως το 2027.
Εδώ προκύπτουν δύο σοβαρά ερωτήματα: Πρώτον, τώρα αντιλήφθηκαν ότι τα ψηφιακά εργαλεία μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση της φοροδιαφυγής; Τότε, γιατί επέβαλαν οριζόντιο κεφαλικό φόρο στους ελεύθερους επαγγελματίες;
Δεύτερον, με τα πρόσθετα έσοδα που προσδοκά η κυβέρνηση, εξετάζει μεταξύ άλλων και τη μείωση του ΦΠΑ; Και αν ναι, γιατί δεν έλαβε το μέτρο αυτό στην κορύφωση της πληθωριστικής κρίσης, αλλά σκέφτεται να το υλοποιήσει προ των εκλογών;
Ο ελληνικός λαός δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να περιμένει από μια κυβέρνηση που δεν διαθέτει στρατηγικό όραμα, αλλά υπόσχεται αμφιβόλου αξιοπιστίας παροχές με εκλογικό ορίζοντα, για να αμβλύνει τις απώλειες στα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών από την άσκηση της δικής της οικονομικής πολιτικής. Σήμερα, απαιτείται ένα προοδευτικό εναλλακτικό σχέδιο για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Το ΠΑΣΟΚ εγγυάται την αλλαγή σελίδας προς όφελος των πιο ευάλωτων πολιτών και των μεσαίων στρωμάτων που υφίστανται τις άδικες και ατελέσφορες πολιτικές επιλογές της Νέας Δημοκρατίας«, καταλήγει η ανακοίνωση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr