Για την οικονομία και το θέμα της ανάπτυξης επισήμανε πως «ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για μεγάλες επιτυχίες στον τομέα των επενδύσεων, που άλλαξαν υποτίθεται την παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας και που πρέπει να συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση. Δυστυχώς τα δεδομένα δεν συμφωνούν με τον κ. Μητσοτάκη. Τι ακριβώς συνέβη τα προηγούμενα χρόνια στον τομέα των επενδύσεων; Στο 90% αφορούσαν είτε ιδιωτικοποιήσεις όπως της ΔΕΗ, είτε αγορά κόκκινων δανείων από funds -με τις γνωστές συνέπειες για την κοινωνία- είτε αγορά υπαρχόντων κυρίως τουριστικών ακινήτων από funds. Μιλάμε δηλαδή για εξαγορές οι οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν αφήνουν καμία προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία ούτε φυσικά και μετασχηματίζουν το παραγωγικό υπόδειγμα. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική του προβλήματος που υπάρχει στη στρατηγική της κυβέρνησης είναι η έκρηξη του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το έλλειμμα δεκαπλασιάστηκε την τελευταία τετραετία. Κατ’ ουσία εισάγουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες του τουρισμού. Άρα εδώ χρειάζεται αφενός αναγνώριση και κατανόηση του προβλήματος, που η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη ως φαίνεται να κάνει, αφετέρου μια διαφορετική στρατηγική που θα αποτυπώνει τους παραγωγικούς κλάδους προτεραιότητας, θα κατευθύνει εκεί τα χρηματοδοτικά εργαλεία και θα επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή διάχυση και συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επαγγελματιών, ώστε να πατήσουμε ως χώρα γερά στα πόδια μας σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα».
Για την άδικη κατανομή των φορολογικών βαρών σημείωσε ότι «ο τρόπος που έδρασε η κυβέρνηση όχι απλά δεν απομείωσε αλλά ενέτεινε αυτή την αδικία. Γιατί; Διότι επαύξησε το ειδικό βάρος των έμμεσων φόρων. Διότι την ώρα που η ακρίβεια σαρώνει τα νοικοκυριά, η κυβέρνηση διατήρησε σταθερούς τους συντελεστές ΦΠΑ και ΕΦΚ με αποτέλεσμα αυτοί να λειτουργήσουν ως πρόσθετη κρυφή φορολογική επιβάρυνση για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και να συμπιέσουν δραματικά το εισόδημα των πολιτών. Αυτό συνέβη τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Το αποδεικνύουν τα στοιχεία του Προϋπολογισμού, το αποδεικνύει η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος το αποδεικνύει η επιδείνωση της αναλογίας έμμεσων -δηλαδή άδικων- και άμεσων φόρων. Αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Την ίδια πολιτική επιβεβαίωσε ο κ. Μητσοτάκης ότι θα συνεχίσει. Άρα, αν πράγματι ενδιαφέρει το ζήτημα της άδικης κατανομής φορολογικών βαρών, η βασική προτεραιότητα στις παρούσες συνθήκες θα πρέπει να είναι η μείωση των έμμεσων φόρων για τα βασικά είδη διατροφής και διαβίωσης και οι έλεγχοι στην αγορά».
Για τα ζητήματα της εργασίας υπογράμμισε ότι «η κυβέρνηση δεσμεύεται για αύξηση του μέσου μισθού μέχρι το τέλος της τετραετίας στα 1500 ευρώ λέγοντας μάλιστα το πλήρως αντιφατικό, για άλλη μια φορά, ότι τούτο θα επιτευχθεί με τη συνέχιση της ίδιας οικονομικής και εργατικής πολιτικής. Και αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν η πολιτική που οδήγησε σε μείωση του μέσου μισθού την προηγούμενη τετραετία να οδηγήσει σε αύξηση την επόμενη. Στο μυαλό της κυβέρνησης υπάρχει βέβαια ο αυτοματισμός ότι η ανάπτυξη θα οδηγήσει σε αύξηση μισθών. Η αύξηση όμως των μισθών δεν είναι αυτόματη ούτε φυσικά ο μέσος μισθός αυξάνεται αυτομάτως και ισόποσα επειδή αυξάνεται ο κατώτατος. Χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές: ΣΣΕ και εδώ μιλάμε για κλαδικές, όχι επιχειρησιακές, χρειάζεται να λειτουργεί η διαιτησία, χρειάζεται σαφής κατοχύρωση του χρόνου εργασίας -όχι απλήρωτες υπερωρίες που οδηγούν στη μείωση των αποδοχών του εργαζομένου, ενίσχυση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας. Όλα τα αντίθετα δηλαδή από αυτά που μας είπε ο κ. Μητσοτάκης ότι πρόκειται να συνεχίσει. Και ξέρετε μου κάνει εντύπωση που ο κ. Μητσοτάκης ανακάλυψε χθες τους αόρατους, που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν μάλλον επιχειρηματίες του εαυτού τους σύμφωνα με τους νεολογισμούς που υιοθετούσε και τα όσα νομοθετούσε η κυβέρνησή του για τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες».
Η κ. Αχτσιόγλου πρόσθεσε πως «αντίστοιχη εντύπωση μου έκαναν και οι δηλώσεις του κ. Γεωργιάδη, νέου υπουργού Εργασίας, που για να δικαιολογήσει την εργοδοτική αυθαιρεσία στη Ρόδο με τον εργαζόμενο που σέρβιρε κολυμπώντας, επικαλέστηκε την συναίνεσή του. Σχόλιο που είναι ενδεικτικό της άγνοιας των βασικών αρχών του εργατικού δικαίου αλλά και της ιδεολογικής αγκύλωσης του νέου Υπουργού και της κυβέρνησης συνολικά. Διότι, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά βασικό χαρακτηριστικό των ρυθμίσεων που προστατεύουν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα για την υγεία και ασφάλεια είναι ότι αποτελούν ρυθμίσεις αναγκαστικού δικαίου, ρυθμίσεις που δεν μπορούν να παραβιασθούν ακόμη κι αν ο εργαζόμενος συναινέσει, ακόμη κι αν δοθεί μεγάλη αμοιβή γι’ αυτές. Διαφορετικά θα καταλήξουμε στη νομιμοποίηση ακόμη και της δουλείας αν έχουμε την υποτιθέμενη συναίνεση του εργαζόμενου».
Η κ. Αχτσιόγλου σχολίασε δύο ακόμη ζητήματα «το πρώτο αφορά το μάθημα πολιτικού πολιτισμού που μας έκανε ο κ. Μητσοτάκης. Επικαλούμενος τον ορθολογικό διάλογο, την αντιπαράθεση απόψεων με εποικοδομητική διάθεση, είπε ότι δεν είμαστε εχθροί. Φαντάζομαι ότι αυτή του η παρέμβαση είχε πρωτίστως χαρακτήρα αυτοκριτικής. Διότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο και το ίδιο κόμμα που πριν δεκαπέντε μέρες χαρακτήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ εθνική εξαίρεση. Άρα προφανώς είναι αυτοκριτική και είναι καλοδεχούμενη. Σχόλιο δεύτερο: στην παρούσα Βουλή όπως διαμορφώνονται οι συσχετισμοί βρίσκουν χώρο απόψεις και θέσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση κατοχυρωμένα δικαιώματα των γυναικών σε σχέση με την αυτοδιάθεση του σώματός τους αλλά και τον ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Και θέλω να επισημάνω στην κυβέρνηση, επειδή και στην παράταξη σας υπάρχουν δυνάμεις που φλερτάρουν με τέτοιες απόψεις, να μην διανοηθείτε να θέσετε σε αμφισβήτηση κεκτημένα της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας».
Επισήμανε, τέλος, πως «για όλους αυτούς τους λόγους, για την ανάδειξη άλλων πολιτικών για την αναπτυξιακή στρατηγική, την εργασία, την υγεία, για τη θέση στο προσκήνιο υπαρκτών προβλημάτων που η κυβέρνηση θέλει να κρύψει κάτω απ’ το χαλί, για τη διαφύλαξη καίριων δικαιωμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι σήμερα περισσότερο πολύτιμος από ποτέ. Εμείς δεσμευόμαστε ότι θα ασκήσουμε με ευθύνη τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μας ανέθεσαν οι πολίτες, αλλά δεν θα αρκεστούμε σε αυτό. Θα είμαστε η δύναμη που θα αντιταχθεί στη λογική μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών. Θα αναλάβουμε τον δύσκολο αλλά και τον πλέον όμορφο ρόλο να δώσουμε προοπτική στους πολίτες, μια αριστερή, προοδευτική και δημοκρατική προοπτική, μια ρεαλιστική προοπτική».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr