Πιο συγκεκριμένα, ο υπουργός ξεκίνησε την τοποθέτησή του τονίζοντας ότι η «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών διαχειρίζεται έναν πυρήνα ύλης, που οπωσδήποτε θα πρέπει να μένει εκτός της δημόσιας σφαίρας. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι μπορούν να γίνονται δημοσίως συζητήσεις σε ζητήματα που ανάγονται στην εθνική άμυνα, στην ασφάλεια του κράτους, στην κυριαρχία».
«Η νομοθεσία είναι σαφής: διαμορφώνει ένα πλαίσιο απορρήτου το οποίο μπορούν να επικαλούνται ο Διοικητής και το προσωπικό της ΕΥΠ. Δεν είναι θέμα ούτε δικό μου ούτε της επιτροπής να το αποφασίσει, είναι θέμα των ιδίων των προσώπων που το επικαλούνται και δεσμεύονται από αυτό». Μάλιστα, συνέχισε, το πλαίσιο αυτό «δεν τίθεται για να δημιουργήσει ένα πλέγμα αδιαφάνειας και έλλειψης λογοδοσίας», αλλά είναι ένα πλαίσιο για την προστασία της χώρας.
Συμπερασματικώς, «αυτή τη στιγμή, όπως είναι διαμορφωμένος ο νόμος, το απόρρητο καλύπτει τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εθνική ασφάλεια. Εφόσον εκτιμά ο οποιοσδήποτε διοικητής - ο νόμος προβλέπει ότι το απόρρητο αυτό είναι δια βίου και όχι για το χρόνο υπηρεσίας - μπορεί να το επικαλείται».
Πολιτικές συνεργασίες
Ερωτηθείς για τις επιπτώσεις της υπόθεσης στις πολιτικές συνεργασίες, ο υπουργός Επικρατείας αναγνώρισε ότι «το κλίμα το οποίο δημιουργείται, δεν βοηθά να υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές επιλογές σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση της επόμενης ημέρας. Και, για αυτό το λόγο αναδεικνύεται πολύ περισσότερο το ζήτημα της σταθερότητας και της ανάγκης να έχουμε μια βιώσιμη και ισχυρή κυβέρνηση λόγω και των συνθηκών που υφίστανται. Όμως, αυτή η γέφυρα (σ.σ. μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής) είχε ήδη ραγίσει πολύ πριν από το χρόνο που ανέκυψε το ζήτημα της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη. Διότι ο ίδιος ο αρχηγός του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ είχε βγει δημοσίως και είχε πει ότι με κανέναν τρόπο δεν αποδέχεται κυβέρνηση συνεργασίας στην οποία πρωθυπουργός θα είναι ο κ. Μητσοτάκης», υπενθύμισε ο Γ. Γεραπετρίτης.
Αναφορικά με τα σενάρια συνεργασίας του κυβερνώντος κόμματος με την Ελληνική Λύση, απάντησε ότι «δεν υφίσταται το σενάριο, ο πρωθυπουργός ήταν πάρα πολύ σαφής ότι εμείς θα διεκδικήσουμε την αυτοδυναμία, έχουμε εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό. Η λογική είναι ότι θα μπορούσαμε πράγματι να πάμε σε συνεργασίες με συγγενείς χώρους στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ευτυχώς έχουμε ένα Σύνταγμα, το οποίο είναι αρκετά αναλυτικό στο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Εμείς σεβόμαστε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, το έχει αποδείξει πολλαπλά ο πρωθυπουργός. Θα πάει στο τέλος της τετραετίας, θα πάει με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, θα σεβαστούμε όλους τους πολιτικούς θεσμούς. Εάν μας κατατάξει το εκλογικό σώμα σε θέση μη αυτοδυναμίας, θα αναζητήσουμε τους συγγενικούς χώρους στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων. Εάν οι συγγενείς αυτοί χώροι δεν επιθυμούν τέτοια συνεργασία, αυτό προφανώς δεν είναι καλό για τη χώρα», ξεκαθάρισε και πρόσθεσε:
«Είμαι πάντοτε της άποψης ότι είναι καλό να υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες ισχυρής διακυβέρνησης για τη χώρα, αλλά όχι συγκλίσεις που είναι ετερόκλιτες. Τις ετερόκλιτες συγκλίσεις τις ζήσαμε την περίοδο 2015-19 και δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Άρα, εμείς είμαστε υπέρ των διευρύνσεων, υπέρ των συνεργασιών, εξάλλου η ίδια η κυβέρνησή μας, αν μη τι άλλο, είναι η πιο πολυσυλλεκτική της Μεταπολίτευσης. Θα απευθύνουμε, όπως πρέπει να το κάνουμε και όπως το έχει ήδη κάνει ο πρωθυπουργός, αυτήν την πολιτική πρόσκληση και θα αναμένουμε τέτοιου τύπου συγκλίσεις. Θα λειτουργήσουμε θεσμικά, δεν θα πάμε όμως σε χώρους που δεν είναι απολύτως συγγενείς και δεν έχουν τέτοιου τύπου προγραμματικό σχεδιασμό».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr