Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι το Βυζαντινό Μουσείο είναι «τόπος τέχνης και μνήμης, είναι κιβωτός όχι μόνον απλών τεχνουργημάτων που γέννησε η θρησκευτική πίστη, αλλά και εθνικών συμβόλων. Όπως η εικόνα της Παναγίας Σουμελά - την οποία μνημονεύω σήμερα, συγκλονισμένη από την πρόσφατη βεβήλωση αυτού του μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς - μια εικόνα που ο ελληνισμός, και ιδίως ο ποντιακός, θεωρεί κομμάτι αναπόσπαστο της ταυτότητάς του, αφού απεικονίζει την Μητέρα του Θεού, οδηγήτρια και προστάτιδά του στις οδυνηρές περιπέτειες του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Μια εικόνα που εκτέθηκε επί είκοσι χρόνια στους χώρους αυτούς, οι οποίοι σήμερα μας προσφέρουν την σπάνια και πολύτιμη έκθεση, την οποία εγκαινιάζω».
Μάλιστα, τόνισε ότι «Εδώ, στον υποβλητικό χώρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, τα εκκλησιαστικά κειμήλια, οι εικόνες, οι λαϊκές ζωγραφιές, τα τάματα των πιστών, τα φυλακτά των αγωνιστών μιλούν εύγλωττα για τη σύνδεση της θρησκευτικής «πατρίου» πίστεως με την εθνική σωτηρία, για την ταύτιση της Ορθοδοξίας με την εθνική νεοελληνική συνείδηση».
Υπενθύμισε, επίσης ότι σ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Εκκλησία αποτέλεσε στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας, δύναμη συνοχής έναντι αλλοθρήσκων και ετεροδόξων, καταφύγιο των διωκόμενων και συμπαραστάτρια του ελληνικού λαού στις δοκιμασίες του. «Διατήρησε τη γλώσσα και την ιστορία, διαπαιδαγωγώντας συστηματικά τα υπόδουλα τέκνα της, διαφυλάσσοντας την πνευματική τους ελευθερία.
Μιλώντας για τη στιγμή του Μεγάλου Ξεσηκωμού, επισήμανε ότι «η Εκκλησία δεν θα προσφέρει στους εξεγερμένους μόνο ηθική συμπαράσταση και πνευματική καθοδήγηση, αλλά θα εισφέρει την ένθερμη συμμετοχή των λειτουργών της. Πάμπολλοι κληρικοί αφιέρωσαν στον κοινό αγώνα του Γένους τη ζωή, την ιερωσύνη, τις οικογένειες, τις περιουσίες τους. 'Ανοιξαν τα μοναστήρια, αληθινά «προπύργια της επανάστασής μας» κατά τον Μακρυγιάννη, πήραν τα όπλα, σαν απλοί μαχητές, πολέμησαν γενναία, συμμετείχαν στις εθνοσυνελεύσεις, πολλοί θυσιάστηκαν».
Παράλληλα, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ υπογράμμισε ότι «Ο απλός κλήρος μπήκε ολόθυμα στον αγώνα, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Φωτάκος, πρώτος υπασπιστής και γραμματικός του Κολοκοτρώνη. «Ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας, δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του, φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς».
Ακολούθως, υποστήριξε, ότι «Δεν είναι τυχαίο ότι στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, τους πίνακες της ιστορικής ζωγραφικής, τους οποίους φιλοτέχνησαν Έλληνες ζωγράφοι θέλοντας να διασώσουν τη μνήμη των ηρώων που χάρισαν στο έθνος την ελευθερία του και να αναπαραστήσουν κορυφαίες στιγμές της Επανάστασης, υπάρχει πάντοτε ένας εκπρόσωπος της Εκκλησίας».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr