Η βασική κριτική της αντιπολίτευσης και της ΓΣΕΕ είναι πως το 2% είναι πολύ μικρό, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς και τις αυξήσεις που παρατηρούνται στις τιμές βασικών προϊόντων το τελευταίο διάστημα.
Το υπουργείο Εργασίας απαντά πως "το σύνολο των εργοδοτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων τάχθηκαν υπέρ του παγώματος του κατώτατου μισθού. Υπέρ του παγώματος επίσης, ή πολύ περιορισμένης αύξησης τάχθηκαν οι επιστημονικοί φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος".
Εκτιμούν δηλαδή πως η τρέχουσα περίοδος, λόγω της πανδημίας, δεν ενδείκνυται για μεγάλες ανατροπές και η κυβέρνηση αντί παγώματος, επέλεξε μία "συμβολική" αύξηση, όπως τόνισε και ο Πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο.
Αναλυτικότερα, πηγές του υπουργείου Εργασίας επιχειρούν να απαντήσουν στη σκληρή κριτική που δέχονται από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως εξής:
- Γιατί δεν υιοθετήθηκε η πρόταση της ΓΣΕΕ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ;
Η επιλογή υπερβολικής αύξησης του κατώτατου μισθού, σε επίπεδα πέραν των αντοχών της οικονομίας και των επιχειρήσεων, μπορεί να φαίνεται φιλολαϊκή αλλά στην πράξη πλήττει τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο λόγος είναι ότι μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρομεσαίες που βρίσκονται στο όριο (ειδικά σε συνθήκες πανδημίας) σε κλείσιμο, άρα σε αύξηση των ανέργων, ή να προκαλέσει αύξηση της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας.
Αναφέρονται επιπλέον, ενδεικτικά, ορισμένες από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με το πόρισμα που συνέταξε το ΚΕΠΕ:
«Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν περίπου τους μισούς εργαζομένους στον επιχειρηματικό τομέα, ένα κύμα πτωχεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας εργαζομένων που επί του παρόντος είναι σε καθεστώς αναστολής εργασίας». (ΤτΕ).
«Οι επιχειρήσεις που απασχολούν κατά κανόνα συχνότερα προσωπικό με τον ΚΜ ανήκουν σε κλάδους που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση (βλ. υπομνήματα ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ) και οι μικρές επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κλάδου». (ΚΕΠΕ)
«Οι κλάδοι που έπληξε περισσότερο η πανδημία (εμπόριο, εστίαση) έχουν υψηλότερα ποσοστά αμειβόμενων με τον ΚΜ, δημιούργησαν το 1/3 περίπου των νέων θέσεων την περίοδο 2016-2020 εκ των οποίων το 98% προσλήφθηκαν με τον ΚΜ». (πόρισμα ΚΕΠΕ, υπόμνημα ΣΕΒ)
«Αναμένουμε ότι οι όποιες μεταβολές του κατώτατου μισθού θα έχουν πιο δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση των μικρών επιχειρήσεων όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό. Μια εναλλακτική διατύπωση θα μπορούσε να είναι ότι αυξήσεις στους ελάχιστους μισθούς βλάπτουν τις μικρές και οριακές επιχειρήσεις, ενώ δεν ενοχλούν τόσο πολύ τις μεγαλύτερες, οι οποίες μπορούν σε κάποιο βαθμό να απορροφήσουν το όποιο συνεπαγόμενο αυξημένο εργατικό κόστος». (ΚΕΠΕ)
Είναι απόφαση της κυβέρνησης και βασική προεκλογική δέσμευση να δίνεται στους εργαζόμενους ένα κοινωνικό μέρισμα σε κάθε έτος που θα υπάρχει θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Και αυτό υλοποιείται με την αύξηση 2% παρότι έχει προηγηθεί μια ύφεση 8,2 % λόγω της πανδημίας το 2020, καθώς βλέπουμε παράλληλα τις θετικές προοπτικές της οικονομίας. Η κυβέρνηση επιλέγει το δρόμο της ευθύνης και της συνετής, αλλά σταθερής βελτίωσης των εισοδημάτων του κόσμου της εργασίας.
Οι εργαζόμενοι στο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας γνωρίζουν ότι η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να διασφαλίσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για όλα τα επόμενα χρόνια και συνεπώς να βελτιώνεται το εισόδημά τους χρόνο με το χρόνο και όχι μόνο στο τελευταίο προεκλογικό χρόνο όπως έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εξάλλου η κυβέρνηση απέδειξε στην πράξη και όχι στα λόγια ότι η στήριξη της απασχόλησης αποτελεί βασική προτεραιότητα. Από τα μέτρα που ελήφθησαν το 2020-2021 για τη στήριξη της οικονομίας, 8 δισεκ. ευρώ και πλέον έχουν δοθεί για την ενίσχυση 3 εκατομμυρίων εργαζομένων και ανέργων. Με τα μέτρα αυτά αποφεύχθηκε η εκτόξευση της ανεργίας και στηρίχθηκε η κοινωνία.
Με ποια κριτήρια αποφασίστηκε αύξηση 2 % από 1-1-2022;
Πέρα από τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων και επιστημονικών φορέων, ελήφθησαν υπόψη δύο παράγοντες: η πορεία της οικονομίας από το 2019 οπότε έγινε η προηγούμενη αναπροσαρμογή και οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη το 2021 και το 2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ το 2020 (168,7 δισεκ. ευρώ) ήταν 6,29 % μικρότερο σε σχέση με το 2018 (180 δισεκ. ευρώ), καθώς μεσολάβησε η πανδημία και το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας. Οι εκτιμήσεις διεθνών και εγχώριων φορέων (ΕΕ, ΔΝΤ, ΤτΕ) για το 2021 κάνουν λόγο για ανάπτυξη 3,3 – 4,3 %. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από 1-1-2022 σε ποσοστό που αντικατοπτρίζει τις επιδόσεις της οικονομίας στο μεσοδιάστημα από την προηγούμενη αναπροσαρμογή.
Το ποσοστό 2 % συνάδει επίσης με το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον πληθωρισμό, ενώ λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της παραγωγικότητας.
Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις των ίδιων φορέων για την ανάπτυξη το 2022 κινούνται μεταξύ 4,2 και 5,3 %. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού την επόμενη χρονιά είναι ακόμη πιο ευνοϊκές.
Τέλος, στο ερώτημα γιατί άλλες χώρες αύξησαν τον κατώτατο μισθό εν μέσω πανδημίας, η κυβέρνηση απαντά:
"Η πραγματικότητα είναι ότι μόνο σε 9 χώρες – μέλη της ΕΕ η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε 1 ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε. Η Ισπανία και η Εσθονία διατήρησαν αμετάβλητο τον ονομαστικό κατώτατο μισθό το 2020 ενώ η πραγματική αύξηση (αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) ήταν μικρότερη από εκείνη της χώρας μας καθώς στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού. Περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση, κατά 1,63%. Για ένα μισθωτό πλήρους απασχόλησης το συνολικό ετήσιο όφελος υπερβαίνει τα 250 ευρώ.
Επιπλέον η πλειονότητα των χωρών με σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μικρές και «ανοικτές» οικονομίες που είχαν έντονη αναπτυξιακή δυναμική πριν την πανδημία και επλήγησαν πολύ λιγότερο από αυτήν, ενώ στις δύο χώρες με την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση (Λετονία, Σλοβενία) ουσιαστικά εφαρμόστηκαν αποφάσεις που είχαν ληφθεί πολύ πριν την πανδημία. Η Σλοβενική κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα να δεσμευτεί ότι θα αποζημιώσει, εν μέρει, τις επιχειρήσεις για το αυξημένο εργασιακό κόστος".
Σπύρος Πολυχρονόπουλος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr