Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, καθιερώνεται υποχρέωση έγκαιρης γνωστοποίησης της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης στην κατά τόπο αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή από τον οργανωτή της. Ωστόσο, μη γνωστοποιηθείσα συνάθροιση δεν καθίσταται εξ αυτού και μόνον του λόγου παράνομη.
Για πρώτη φορά προβλέπεται ειδική ιστοσελίδα, μέσω της οποίας παρέχεται, εκ των προτέρων, αλλά και σε πραγματικό χρόνο, ενημέρωση στους πολίτες για τις προγραμματισμένες μέλλουσες ή τρέχουσες εκδηλώσεις, πορείες και τις σχετικές κυκλοφοριακές ρυθμίσεις. Η ιστοσελίδα θα έχει διαδραστικό χαρακτήρα, καθώς οι σχετικές πληροφορίες θα ανατροφοδοτούνται συνεχώς όχι μόνο από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, αλλά και με την ενεργό συμμετοχή των πολιτών, έτσι ώστε να διευκολύνεται η ακώλυτη μετακίνησή τους, ταυτόχρονα με την τυχόν διεξαγωγή λοιπών εκδηλώσεων.
Επίσης προβλέπονται οι λοιπές υποχρεώσεις του οργανωτή, όπως η μέριμνα για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης, με τη λήψη κάθε αναγκαίου και πρόσφορου μέτρου, η ενημέρωση των μετεχόντων στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας, η λήψη των απαραίτητων μέτρων ώστε να μην εισχωρούν στη συνάθροιση τρίτα άτομα, ο ορισμός επαρκούς αριθμού ατόμων τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης, η συνεργασία με τις αστυνομικές ή λιμενικές αρχές και η συνδρομή του στην υλοποίηση των υποδείξεών της για τα θέματα τήρησης της τάξης.
Καθιερώνεται ο αστυνομικός και λιμενικός διαμεσολαβητής, ως ο άμεσος σύνδεσμος μεταξύ του επικεφαλής των δυνάμεων της αστυνομικής ή της λιμενικής αρχής κατά περίπτωση, και του οργανωτή, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική επαφή και συνεργασία των δύο πλευρών για την ομαλή, ειρηνική και σύμφωνα με το νόμο διεξαγωγή της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης.
Παράλληλα, ορίζεται ότι το μέτρο της απαγόρευσης της συνάθροισης επί τη βάσει της παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος δύναται να ληφθεί, για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή αν ο σκοπός της συνάθροισης αντιτίθεται στον σκοπό άλλης συνάθροισης, η οποία έχει ήδη γνωστοποιηθεί αρμοδίως κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, δεν έχει απαγορευθεί και προγραμματίστηκε να πραγματοποιηθεί ή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στην ίδια περιοχή ή κοντά στην περιοχή αυτή και κατά τον ίδιο χρόνο ή λόγω σοβαρής απειλής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής συγκεκριμένης περιοχής, η οποία συντρέχει ιδίως όταν απειλείται από τη συνάθροιση η διατάραξη της κοινής ειρήνης ή της ασφάλειας των συγκοινωνιών.
Ορίζεται ότι η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να υποδεικνύει ενδεικτικά, ως εναλλακτική επιλογή, άλλες περιοχές, κατάλληλες για τη διεξαγωγή της συνάθροισης. Επιπλέον, προβλέπεται ότι η απόφαση έγκρισης ή απαγόρευσης μιας δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης κοινοποιείται στον οργανωτή εγκαίρως πριν από τον αιτηθέντα για την πραγματοποίησή της χρόνο.
Καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επιβολή περιορισμών σε επικείμενη ή εν εξελίξει δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Ειδικότερα, η επιβολή περιορισμών είναι επιτρεπτή για επικείμενη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής δυσανάλογα, ενώ σε περίπτωση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης εάν η διεξαγωγή της, λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων, προκαλεί, αντίστοιχα, δυσανάλογο αποτέλεσμα. Λογική αφετηρία της προτεινόμενης ρύθμισης είναι η εκτίμηση ότι η πραγματοποίηση μιας δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης ενδέχεται να διενεργηθεί χωρίς να επιφέρει ιδιαίτερη διατάραξη στην ομαλή κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής. Είναι όμως δυνατό ο βαθμός διατάραξης από τη συνάθροιση να επιφέρει ουσιαστικό περιορισμό της δυνατότητας χρήσης κοινόχρηστων χώρων, μεταφορικών μέσων και κοινωφελών εγκαταστάσεων ή ακόμα και προσωρινό αποκλεισμό από αυτές και ως εκ τούτου να προκαλέσει δυσανάλογη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, σε σχέση με την ανεκτή διατάραξη που θα προκαλούσε η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ώστε, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών κυκλοφοριακών ή τοπικών συνθηκών, το δικαίωμα των πολιτών σε πραγματοποίηση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης να ασκείται καταχρηστικά.
Το νομοσχέδιο αναφέρεται και στη διάλυση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, προσδιορίζοντας ρητά τις περιπτώσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή. Συγκεκριμένα, η διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι δυνατή όταν πραγματοποιείται καίτοι έχει απαγορευθεί νόμιμα, οι συμμετέχοντες δεν συμμορφώνονται προς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή της, τελούνται αξιόποινες πράξεις, μετατρέπεται σε βίαιη, από τη συνέχισή της προκαλείται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των συμμετεχόντων, καθώς και στην περίπτωση που πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρξει συμμόρφωση προς τους τυχόν περιορισμούς που έχουν τεθεί από την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή.
Το ν/σ αναφέρεται και στα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η αστυνομική αρχή για την εφαρμογή των αποφάσεών της, τηρώντας απαρέγκλιτα την αρχή της αναλογικότητας και εφόσον έχει προηγουμένως εξαντληθεί κάθε δυνατότητα για οικειοθελή συμμόρφωση των συμμετεχόντων.
Προβλέπεται ότι αρμόδιος για την επιβολή περιορισμών ή την απαγόρευση επικείμενης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, καθώς και για την επιβολή περιορισμών ή τη διάλυση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι η κατά τόπο αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή, η οποία αποφασίζει ύστερα από απλή γνώμη των οικείων Δημάρχων, η οποία διατυπώνεται κατά βάση εγγράφως. Σε επείγουσες περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι αντικειμενικά δυνατή η έγγραφη διατύπωση γνώμης από τους οικείους Δημάρχους, συντάσσεται εκ των υστέρων το σχετικό πρακτικό επί του οποίου γίνεται σχετική αναφορά. Οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες κι αν έχει εκδοθεί προφορική διαταγή, συντάσσεται σχετικό πρακτικό.
Με το άρθρο 11 προβλέπεται η υποχρέωση της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής να ενημερώνει τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό σε κάθε περίπτωση έκδοσης απόφασης ή εντολής, κατά περίπτωση, περιορισμού, απαγόρευσης ή διάλυσης υπαίθριας δημόσιας συνάθροισης, ως μείζονος διαδικαστικής εγγύησης για την ορθή επιβολή των συγκεκριμένων μέτρων.
Το άρθρο 12 αναφέρεται στην προσωρινή και στην οριστική δικαστική προστασία. Για την απαγόρευση επικείμενης συνάθροισης, καθιερώνεται, λόγω της σοβαρότητας του μέτρου, αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (Επιτροπής Αναστολών), ενώ για τις λοιπές περιπτώσεις προβλέπεται αρμοδιότητα του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Το άρθρο 13 προβλέπει ποινικές και αστικές κυρώσεις που σχετίζονται με τις δημόσιες συναθροίσεις. Συγκεκριμένα, με την προτεινόμενη ρύθμιση, και με την επιφύλαξη των άρθρων 170 και 189 ΠΚ, προβλέπεται ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα η συμμετοχή σε νομίμως απαγορευθείσα, με απόφαση της αστυνομικής αρχής, δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, η παρεμπόδιση της διεξαγωγής συνάθροισης με τέλεση βιαιοπραγιών, η αλλοίωση ή επιχείρηση αλλοίωσης με βιαιοπραγίες του ειρηνικού χαρακτήρα δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, καθώς και η μη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς που επιβάλλει η αστυνομική ή λιμενική αρχή. Περαιτέρω, ρυθμίζονται ζητήματα αστικής ευθύνης του οργανωτή, για την αποκατάσταση των ζημιών όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή, ο οργανωτής απαλλάσσεται αν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη συνάθροιση και αποδεικνύει ότι είχε λάβει τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, φέροντας ο ίδιος, εν προκειμένω, το βάρος της αποδείξεως.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr