Το να κερδηθεί το στοίχημα του χρόνου είναι -κατά τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης- ένας από τους πέντε εθνικούς στόχους, που πρέπει να τεθούν για το συγκεκριμένο διάστημα. Ο πρώτος είναι, όπως είπε, η επιβίωση του έθνους, όχι μόνο σε όρους δημογραφικούς, αλλά και σε επίπεδο γλώσσας και εκ νέου απόκτησης δικτυακού χαρακτήρα -μέσα από την αξιοποίηση των δικτύων των αποδήμων.
«Χρειάζεται να υπερβούμε τα συμπλέγματα. Η παλινδρόμηση μεταξύ ομφαλού γης και περιθωρίου του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, η παλινδρόμηση ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο, είναι εξοντωτική. Αυτό αφορά και τη σχέση μας με την Ευρώπη, τη συνεχή αίσθηση ότι η Ευρώπη είναι αλλού ή πουθενά. Χρειάζεται ένας νέος πατριωτισμός, που δεν είναι εύκολο να οικοδομηθεί και (...) εθνική συναίνεση με όρους ειλικρίνειας και διορατικότητας, όχι ως μικροπολιτικό συγκυριακό παίγνιο» είπε χαρακτηριστικά.
Επισήμανε ακόμη ότι όταν η συζήτηση αφορά την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, ο ίδιος δεν μιλάει για ζητήματα ταυτότητας και ιδελοληψίας, όπως η διαχείριση του ζητήματος του ονόματος και της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά για θέματα στα οποία υπάρχει πραγματικό διακύβευμα ασφάλειας.
«Όταν μιλάμε για εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, μιλάμε για ζητήματα με κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής, δηλαδή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό» είπε και πρόσθεσε ότι θεωρεί λάθος το να ανάγει κανείς σε υπόδειγμα άσκησης εξωτερικής πολιτικής τη Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς να βλέπει το γενικότερο πλαίσιο των δυτικών Βαλκανίων όπου τα πάντα ανατρέπονται.
Κατά τον κ. Βενιζέλο, ο δεύτερος βασικός εθνικός στόχος για την περίοδο 2020-2030 πρέπει να είναι «ο παρών λαός», η αφύπνιση της κοινωνίας, «η ύπαρξη ενός ενεργού συλλογικού υποκειμένου», με συνείδηση της ιστορίας και της ανάγκης αλληλεγγύης των γενεών. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η μεσαία τάξη στην Ελλάδα έχει αποδιαρθρωθεί και χωρίς αυτή δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη και υφίσταται κίνδυνος να μην υπάρχει ούτε δημοκρατία, ούτε εθνική συνείδηση.
Ο τρίτος στόχος πρέπει να είναι, κατά τον βουλευτή της ΔΗΣΥ, «ένα άλλο κράτος», καθώς το έθνος «χρειάζεται ένα θεμελιώδες οργανωμένο εργαλείο, ευέλικτο και αποδοτικό». Και ο τέταρτος είναι η ύπαρξη ενός σταθερού πλαισίου αναφοράς, με ουσιαστική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
«Για την Ελλάδα όλα αυτά σε σχέση με την Ευρώπη, θέτουν και το μεγάλο ζήτημα του ελληνικού εξαιρετισμού, ο οποίος είναι ένας εξαιρετισμός του περιθωρίου, όχι βρετανικός ή δανέζικος» σημείωσε και εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι προϋποθέσεις της εθνικής συνεννόησης, ενός σοβαρού διαλόγου των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων του τόπου έχουν ακυρωθεί τα τελευταία χρόνια. «Όταν εφαρμόζεις, με βάση το πρωτόκολλο, μια εθνικολαϊκιστική πολιτική και χτυπάς την ελίτ γιατί εκφράζεις τον ελληνικό λαό και χτυπάς τη μέση τάξη (...) και όταν όλα βασίζονται στην εσωτερική συζήτηση, έχεις πολύ μεγάλη δυσκολία να διαμορφώσεις τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις του εθνικού διαλόγου που μπορεί να οδηγήσουν σε μια εθνική συναίνεση και ενιαία στοχοθεσία για την επόμενη δεκαετία» υποστήριξε και κατέληξε: «αν η συζήτηση δεν επανέλθει στην ιστορική της κοίτη, δεν έχουμε καμία ελπίδα.
Το μήνυμα δεν είναι ούτε αισιόδοξο, ούτε απαισιόδοξο, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Υπάρχει πρόβλημα ιστορικής ύπαρξης και αντοχής».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr