Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε μονάδες αγοραστικής δύναμης αυξήθηκε στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ, από 69% το 2023 και 64% το 2021. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να ανεβάσει τη χώρα στην κατάταξη των 27 χωρών της ΕΕ, αφήνοντάς την στην προτελευταία θέση, 30% χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μπροστά μόνον από τη Βουλγαρία, που με 66% ήρθε τελευταία.
Στα ίδια περίπου επίπεδα με την Ελλάδα βρέθηκαν κι άλλες χώρες, οι οποίες έχουν πολλά κοινά με τη χώρα μας ως προς τα εισοδηματικά δεδομένα, όπως είναι η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Κροατία. Οι χώρες αυτές είδαν, μεν, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να πλησιάζει κάπως περισσότερο εν συγκρίσει με προηγούμενα έτη τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όμως αυτή η αύξηση δεν ήταν αρκετή για να τις ανεβάσει ψηλότερα στην κατάταξη.
Στον αντίποδα, συνολικά δέκα χώρες, οι οποίες αντιστοιχούν περίπου στο 34% του πληθυσμού της ΕΕ, κατάφεραν να ξεπεράσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με πρωταθλητές το Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία, που κινήθηκαν κατά 141% και 111% αντίστοιχα πάνω από τον μέσο όρο. Ακολούθησαν οι Κάτω Χώρες (με 35%) , η Δανία (με 28%) και το Βέλγιο (με 17%).
Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης, ένα βασικό συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί είναι ότι η ΕΕ εξακολουθεί να είναι μία ένωση πολλών ταχυτήτων, αφού η εικόνα ως προς το βιοτικό επίπεδο και την αγοραστική δύναμη των πολιτών των κρατών-μελών παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις. Πέρα από το τεράστιο χάσμα που υπάρχει μεταξύ των πρώτων και των τελευταίων χωρών της κατάταξης, αρκετά μεγάλη είναι και η απόσταση στις πρώτες πέντε θέσεις της κατάταξης. Για παράδειγμα, η Δανία, στην τέταρτη θέση, σημειώνει, βέβαια, πολύ θετικό «σκορ», όμως με 28% πάνω από τον μέσο όρο, έχει πολύ μεγάλη απόσταση από τις δύο πρώτες χώρες.
Όπως είναι λογικό, όσο προχωρά η κατάταξη διευρύνεται και το χάσμα. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, που βρίσκεται στην προτελευταία θέση, δυσκολεύεται για μία ακόμη χρονιά να ακολουθήσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της ΕΕ, παρά τις προσπάθειες για προσέλκυση επενδύσεων, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, μέσω της αξιοποίησης μία σειράς εργαλείων και κονδυλίων, με σημαντικότερο εξ αυτών τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.