Η εξέλιξη αυτή εδράζεται στο ότι τα έσοδα από τη φοροδιαφυγή αναμένεται φέτος να ξεπεράσουν τα 1,8 δισ. ευρώ, που ήταν η εκτίμηση στον προϋπολογισμό το 2024, φτάνοντας στα 1,9 δισ. ή και στα 2 δισ. ευρώ.
Για το 2025, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, τα επιπλέον έσοδα από φοροδιαφυγή ενδέχεται να φτάσουν τα 2,5 δισ. ευρώ, αν οι συνθήκες παραμείνουν ευνοϊκές. Σε αυτή την περίπτωση, το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση των άμεσων φόρων, ώστε να δοθεί κίνητρο στους εργαζόμενους να αναζητήσουν περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης. Επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι η μείωση των έμμεσων φόρων, εφόσον όμως η φοροδιαφυγή περιοριστεί σημαντικά και έχει ενισχυθεί ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων στην αγορά.
Όπως σημείωσε σήμερα ο επικεφαλής του ΓΠΚΒ Κωνσταντίνος Τσουκαλάς κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης, τα πρόσθετα έσοδα είναι προτιμότερο να κατευθυνθούν σε μειώσεις άμεσων φόρων και όχι έμμεσων, προκειμένου η μείωση αυτή να λειτουργήσει και ως κίνητρο για αύξηση της εργασίας ενώ εκτίμησε πως φέτος το πρωτογενές πλεόνασμα, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, συγκεντρώνει ισχυρές πιθανότητες να διαμορφωθεί σε επίπεδα από 2,5% έως και 2,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ξεπερνώντας και τους νέους αναθεωρημένους στόχους του προϋπολογισμού. Για το 2025, το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε να κυμανθεί από 2,2% έως και 2,5%.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού για το τρίτο τρίμηνο του 2024, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να καταγράφει θετική πορεία, με την αύξηση του ΑΕΠ να είναι υπερδιπλάσια από αυτή της Ευρωζώνης, παρά τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (2,1%) και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,3% συνολικά) συνέβαλαν στην ανάπτυξη, ενώ αυξήθηκαν και οι καταθέσεις των νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά 47,1% από το 2019 έως τον Οκτώβριο του 2024. Η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ήταν μικρή (0,3%), ενώ αρνητική ήταν η συνεισφορά της δημόσιας κατανάλωσης (-1,4%) και των εισαγωγών (αύξηση 4,2%).
Το μακροοικονομικό σενάριο προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025, με τον πληθωρισμό (εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή) να αναμένεται στο 2,8% το 2024 και 2,1% το 2025. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι ρεαλιστικές, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, και υπογραμμίζεται ότι αναλόγως των συνθηκών, ο τελικός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας το 2025 θα κυμανθεί μεταξύ 2,2% έως και 2,5%.
Παρά την πρόοδο, το επενδυτικό κενό παραμένει σχετικά υψηλό (5,4% το 2023), αλλά έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2019 (10,7%). Ο στόχος είναι ο περιορισμός του και η σύγκλιση του λόγου επενδύσεων προς το ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. «Κλειδί» για να συμβεί αυτό είναι η μείωση της αβεβαιότητας στην πολιτική και οικονομική σταθερότητα.
Για να μειωθεί το επενδυτικό κενό και να ενισχυθεί η οικονομία, το Γραφείο Προϋπολογισμού προτείνει:
- Ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας.
- Συνέχιση της φορολογικής συμμόρφωσης και βελτίωση της διαχείρισης της φορολογικής παραβατικότητας, με τα επιπλέον έσοδα να κατευθύνονται σε κοινωνικό μέρισμα.
- Περιορισμός των δημοσιονομικών δαπανών, με στόχο τη χρηματοδότηση υψηλής προστιθέμενης αξίας δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
- Διαχείριση των δημόσιων δαπανών μέσω εργαλείων επιδόσεων, με στόχο τη βελτίωση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού η περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων, η οικονομική πολιτική και οι μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αναμένεται να προσδώσουν θετική δυναμική στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr