Για την ανάλυση των επιπτώσεων της πολιτικής συνοχής στην Ευρωπαϊκή οικονομία, έχουν αναπτυχθεί διάφορα μοντέλα και μέθοδοι τόσο από ανεξάρτητους ερευνητές και μελετητές, όσο και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Παρά την ευρέως, αλλά όχι σε βάθος επεξεργασμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία η συμβολή των κοινοτικών κονδυλίων είναι θετική για τις οικονομίες που γίνονται αποδέκτριες των πόρων αυτών, πρακτικά παρατηρείται διάσταση ως προς τα αποτελέσματα και συμπεράσματα διαφορετικών αναλύσεων (Χρυσομαλλίδης, 2022). Αυτό συμβαίνει τόσο λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων και μεθοδολογιών, όσο και λόγω των διαφορετικών κάθε φορά εξεταζόμενων περιφερειών και περιόδων (Darvas κ.ά., 2019).
Ορισμένες αναλύσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα πως οι επιπτώσεις των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων έχουν μη σημαντική επίπτωση στην οικονομική μεγέθυνση (Dall’erba και Le Gallo 2003, Dall’erba και Le Gallo 2008, Esposti και Bussoletti 2008), όμως άλλες αναλύσεις συμπεραίνουν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή, η μεταφορά κονδυλίων συνέβαλε στην ταχύτερη ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών περιφερειών (Cappelen κ.ά. 2003, ECORYS 2006, Ederveen κ.ά. 2006, Puigcerver-Peñalver 2007, Ramajo κ.ά. 2008, Becker κ.ά. 2010) ή και στη σύγκλιση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας (Arcalean κ.ά. 2012). Άλλες μελέτες καταλήγουν σε μετριοπαθέστερα συμπεράσματα, υποστηρίζοντας ότι ναι μεν η επίδραση της κοινοτικής χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία είναι θετική, αλλά το τελικό μέγεθος της επίδρασης χαρακτηρίζεται ως μέτριο ή μικτό (Varga και Velid 2009, Aiello και Pupo 2012).
Η εκ των υστέρων αξιολόγηση των κοινοτικών δράσεων της περιόδου 2000-2006 και υπολογισμοί για το μέγεθος της θετικής επίδρασης που είχαν οι σχετικοί πόροι σε βάθος χρόνου έως το 2020, τεκμηριώνουν ότι μια μεταφορά πόρων μέσω της πολιτικής συνοχής, ύψους 1% του ΑΕΠ των ωφελούμενων περιφερειών, οδηγεί και συμβάλλει σε αύξηση του ΑΕΠ από 1,1% ως 4,2% του ΑΕΠ, ενώ άλλες μέθοδοι υπολογισμού κάνουν αναφορά σε μόχλευση της μεγέθυνσης σε ποσοστό από 2% έως 6,1%.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων που ανέλαβαν για λογαριασμό της ΕΕ την εκ των υστέρων (ex post) αξιολόγηση της πολιτικής συνοχής 2007-2013 και των πόρων συγκεκριμένα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και το Ταμείο Συνοχής (ΤΣ), κάθε 1 € που διατέθηκε από την πολιτική συνοχής είχε πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, της τάξης των 2,74 €.
Για την περίοδο 2014-2020, και με τα έως τώρα διαθέσιμα απολογιστικά δεδομένα, το μοντέλο QUEST της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την υπολογιζόμενη επίδραση που έχει η πολιτική συνοχής στο ΑΕΠ των κρατών μελών, δίνει για την Ελλάδα 1,5% επιπλέον ΑΕΠ λόγω των χρηματοδοτήσεων των ΕΔΕΤ.
Από το 1989 στο 2020
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η επίπτωση των κοινοτικών κονδυλίων χαρακτηρίζεται διαχρονικά ως σημαντική, παρότι η αξιοποίηση των πόρων χαρακτηρίζεται ως υπο-βέλτιστη.
Ενδεικτικά, για το Α΄ ΚΠΣ (1989-1993) έχει σχολιαστεί ο κατακερματισμός των χρηματοδοτήσεων σε πολλά και μικρά έργα, κυρίως υποδομών, ενώ δεν προωθήθηκαν μεγάλα έργα, τα οποία θα κινητοποιούσαν πιθανώς θετικά την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Η λογική αυτή ανατράπηκε μερικώς την περίοδο του Β’ ΚΠΣ (1994-1999), καθώς χρηματοδοτήθηκαν και έργα που είχαν στόχο τη βελτίωση της διασύνδεσης της χώρας με τις όμορες χώρες, παρότι η τελική υλοποίηση των έργων και η χρηματοδότησή τους υστερούσε σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό, με συνέπεια τη μεταφορά κονδυλίων σε άλλες δραστηριότητες με υψηλότερο ποσοστό απορρόφησης. Παρ’ όλα αυτά, στη συγκεκριμένη προγραμματική περίοδο (1994-1999) δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην ενίσχυση των τομέων έρευνας και τεχνολογίας και περιβάλλοντος (Karvounis και Zaharis, 2015).
Αντίστοιχα, την περίοδο 2000-2006 (Γ’ ΚΠΣ), η έμφαση από ελληνικής πλευράς δόθηκε και πάλι στις υποδομές μεταφορών, αλλά και σε υποδομές που αφορούσαν την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και τη διαχείριση απόβλητων.
Οι Polverari κ.ά. (2014) υπολογίζουν την επίδραση των κονδυλίων της περιόδου 2000-2006 βάσει του σωρευτικού πολλαπλασιαστή των χρηματοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη σωρευτική επίδρασή τους στο ΑΕΠ, αλλά και το μερίδιο που καταλαμβάνουν τα συγκεκριμένα κονδύλια ως προς το ΑΕΠ κάθε χώρας, τόσο μέχρι το τέλος της υπό εξέταση περιόδου (δηλ. το 2009), όσο και μακροπρόθεσμα μέχρι το 2020. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα ο σωρευτικός πολλαπλασιαστής σύμφωνα με το μακροοικονομικό μοντέλο HERMIN κυμαίνεται από 1,29 έως 1,66 κατατάσσοντας τη χώρα μεταξύ 7ης και 11ης θέσης (μεταξύ 16 χωρών) αντίστοιχα για τα έτη 2009 και 2020, ενώ σύμφωνα με το μοντέλο QUEST τα αποτελέσματα διαφέρουν, με τον πολλαπλασιαστή να κυμαίνεται μεταξύ 1,10 (έως το 2009) και 3,62 (έως το 2020), με τη χώρα να κατατάσσεται από 5η (2009) ως 7η (2020).
Επιπλέον, διάφορες μελέτες που επιχείρησαν να απομονώσουν την επίδραση των κοινοτικών κονδυλίων επί της οικονομικής μεγέθυνσης και της εξέλιξης του ΑΕΠ από άλλες πιθανές παραμέτρους οι οποίες επηρέασαν την πορεία του ΑΕΠ για την περίοδο 2000-2006, υπολόγισαν το συγκεκριμένο όφελος μέχρι και 6% περίπου (Garnier, 2003).
Η θετική επίδραση των κοινοτικών πόρων της περιόδου 2007-2013 στο ΑΕΠ, παρά τις συνθήκες ύφεσης οι οποίες προφανώς θα ήταν ακόμα πιο σοβαρές, υπολογίστηκαν το 2016 στο 2% του ΑΕΠ, ενώ σε βάθος χρόνου έως και το τρέχον έτος 2023, η επίδραση των δράσεων της περιόδου 2007-2013 υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί στο 3% του ΑΕΠ (Applica κ.ά., 2016).
Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, παρά τους αντικειμενικούς περιορισμούς (δεν έχει παρέλθει ικανός χρόνος) για την εκ των υστέρων αποτίμηση των επιπτώσεων των χρηματοδοτήσεων των Διαρθρωτικών Ταμείων κατά την περίοδο 2014-2020, με τα έως τώρα δεδομένα, το μοντέλο QUEST της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υπολογιζόμενη επίδραση που έχει η πολιτική συνοχής στο ΑΕΠ των κρατών μελών τη συγκεκριμένη προγραμματική περίοδο, δίνει για την Ελλάδα 1,5% επιπλέον ΑΕΠ λόγω των χρηματοδοτήσεων των ΕΔΕΤ (European Commission, 2017).
Για την Ελλάδα λοιπόν είναι σαφές ότι οι κοινοτικές μεταβιβάσεις έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας, όμως αυτή η θετική συμβολή κρίνεται υπο-βέλτιστη λόγω ενδογενών παραμέτρων, και του τρόπου με τον οποίο αξιοποιήθηκαν και επενδύθηκαν τα κοινοτικά κονδύλια στη χώρα.
Κρήτη
Στην περίπτωση της Κρήτης ήταν πάντοτε πρόκληση τα έγκυρα ευρήματα για το ύψος του συντελεστή αξιοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων πόρων και εν γένει των δημοσίων πόρων που δαπανώνται, αλλά και το «αποτύπωμα» των ιδιωτικών επενδύσεων, αναφορικά με τη διάχυση των θετικών επιδράσεων, την αύξηση των μακροχρόνιων ρυθμών ανάπτυξης και την ικανότητα εν τέλει της παραγωγικής βάσης να εξασφαλίζει τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή και ευρωστία της.
Οι πληρωμές δημόσιας δαπάνης των προγραμμάτων από το 1989 και έπειτα υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τα 10 δις ευρώ (https://2013.anaptyxi.gov.gr, https://anaptyxi.gov.gr/el-gr/, https://cohesiondata.ec.europa.eu/programmes). Παρόλα αυτά, μία ως επί το πλείστο εμπειρική καταγραφή, χωρίς δηλαδή την επίκληση αριθμητικών δεδομένων, παράγει ερωτήματα και προβληματισμούς όπως οι παρακάτω:
Ήταν ισόρροπη διαχρονικά η περιφερειακή ανάπτυξη;
Ας αναλογιστούμε τις εμφανείς τρέχουσες ανισότητες μεταξύ των περιφερειακών ενοτήτων. Παραδείγματος χάριν, το οδικό δίκτυο στο νομό Ηρακλείου σε σύγκριση με αυτό του Λασιθίου.
Η τουριστική ανάπτυξη που συντελέστηκε έφερε υπερκορεσμό σε συγκεκριμένες περιοχές;
Η Χερσόνησος Ηρακλείου είναι μία εκ των χαρακτηριστικών περιπτώσεων υπερκορεσμού.
Επιτεύχθηκε δωδεκάμηνη τουριστική κίνηση;
Παρά τις κατ’ επανάληψη διατυπωμένες φιλοδοξίες, μέχρι και σήμερα, η χειμερινή ζήτηση είναι αναιμική.
Έχει έννοια η τουριστική ανάπτυξη σε οικισμούς χωρίς αποχετευτικό δίκτυο;
Σε οικισμό λίγο έξω από το Ηράκλειο, όπου υπάρχει σχετική συγκέντρωση καταλυμάτων (και υψηλής τάξης μεταξύ αυτών), ο εν λόγω οικισμός εξακολουθεί να παραμένει χωρίς αποχετευτικό δίκτυο με αποτέλεσμα η διαχείριση των οικιακών λυμάτων να γίνεται με οχήματα επαγγελματιών αποφράξεων με τις συνεπαγόμενες οσμές.
Είναι ικανοποιητική η προϊοντική σύνθεση των Κρητικών εξαγωγών;
Αν και η περιφερειακή οικονομία είναι εξωστρεφής και υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα βιομηχανικών εξαγωγών, η πλειονότητα (κοντά στο 60% του εξαγωγικού εμπορίου αφορά αγροδιατροφικά προϊόντα δηλώνοντας το χαμηλό δείκτη οικονομικής πολυπλοκότητας (γνωσιακής στάθμης) των εξαγωγών.
Έχουν οι Κρητικές πόλεις «πνεύμονες» πρασίνου;
Συγκριτικά με την υπόλοιπη δομημένη επιφάνεια τους, οι Κρητικές πόλεις έχουν εξαιρετικά μικρές επιφάνειες πρασίνου.
Είναι καλή η ποιότητα του οδικού δικτύου εντός των οικισμών;
Κατά κανόνα είναι μέτρια προς κακή και κατά τόπους πολύ κακή.
«Παράγει» το οδικό δίκτυο μεγάλο αριθμό ατυχημάτων;
Δυστυχώς ναι. 160 νεκρούς το 2020 σύμφωνα με τη EUROSTAT.
Ποια είναι η γενική εντύπωση για την ποιότητα των δημόσιων έργων;
Τα κονδύλια για τα δημόσια έργα δεν είναι ευκαταφρόνητα. Πλην όμως, ενώ δαπανώνται χρήματα, πρακτικά απομειώνεται η ωφέλεια τους παραλαμβάνοντας κακής ποιότητας κατασκευές ή παραλαμβάνοντας τις πλημμελώς, π.χ. οδικοί άξονες χωρίς τις προβλεπόμενες φυτεύσεις ή οδικοί άξονες με εμφανή υπολείμματα υλικών κατασκευής.
Πόσο ανταγωνιστικές παραμένουν οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες της Κρήτης;
Μία σύντομη σύγκριση με την Αλμερία της Ισπανίας και την Αττάλεια της Τουρκίας, ή τη Βελγική και Ολλανδική παραγωγή, πείθει πως ο κλάδος, συγκριτικά πάντοτε, φθίνει με χαμηλή ανταγωνιστικότητα και πρακτικά διατηρεί μονάχα το πλεονέκτημα του κλίματος.
Τι έλλειμμα υπάρχει στις κτιριακές υποδομές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης;
Το μαθητικό δυναμικό της Κρήτης δεν εξυπηρετείται πλήρως από ενιαίες σύγχρονες μονάδες και ο ρυθμός κάλυψης των αναγκών είναι αργός.
Είναι ικανοποιητικό το επίπεδο της επιχειρηματικής καινοτομίας;
Το ευτύχημα της ύπαρξης μεγάλου αριθμού Πανεπιστημιακών και Ερευνητικών Ιδρυμάτων δεν έχει «μεταφραστεί» σε πλεονέκτημα υπέρ και της «μικρής» επιχειρηματικότητας που δεσπόζει στον παραγωγικό ιστό.
Πόσο ανταγωνιστική είναι η κτηνοτροφία της Κρήτης;
Παρά το διαχρονικά μεγάλο ύψος των ενισχύσεων, η τεχνολογική στάθμη των εκμεταλλεύσεων παραμένει χαμηλή.
Ποια είναι η τρέχουσα θέση της Κρήτης στον περιφερειακό δείκτη ανταγωνιστικότητας (regional competitiveness index);
Στην κατάταξη της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας του 2022, η Κρήτη (και ολόκληρη η Ελλάδα) κατατάσσονταν στην ομάδα των περιφερειών με επίδοση 50,1 έως 75 (ΕΕ27=100).
Επιλογικά σχόλια
Την τελευταία δεκαπενταετία οι επενδύσεις παγίων, συνολικά στη χώρα, ήταν διαρκώς χαμηλότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις, συντελώντας στη συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου κατά €94,8 δις σε τρέχουσες τιμές (Eurobank Research, 2023).
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η Κρήτη είχε το 2007 ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου 3,8 δις ευρώ, ενώ κατά μέσο όρο στην περίοδο 2012-2020 είχε 1,4 δις ευρώ.
Είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρξει διατηρήσιμη αύξηση των εισοδημάτων και οικονομική σύγκλιση χωρίς συσσώρευση κεφαλαίου, φυσικού και άυλου, μέσω επενδύσεων. Οποιαδήποτε βραχυχρόνια αύξηση των εισοδημάτων μέσω εισοδηματικών ενισχύσεων, όπως αυτή που συνέβη στη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, αν δεν συνοδευτεί από αύξηση των επενδύσεων, θα αποδειχτεί μη διατηρήσιμη (Eurobank, 12/2022).
Από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας η Ελλάδα πρόκειται να λάβει σημαντικό ποσό 30 δις (από τα οποία 18 δις είναι χρηματοδότηση και 12 δις δάνεια). Αναμφίβολα αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία. Η αξιοποίηση των πόρων του που αποτελούν το 17% του ΑΕΠ της χώρας, μπορεί να δημιουργήσει μια ισχυρή δυναμική για την οικονομία και την απασχόληση.
Οι επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν τα επόμενα χρόνια αναμένεται να έχουν ισχυρή πολλαπλασιαστική επίδραση, συμβάλλοντας στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της συνολικής παραγωγικότητας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό παράγοντα που θα οδηγήσει στη σταδιακή άνοδο του δυνητικού προϊόντος. Από την άλλη πλευρά, οι δημογραφικές εξελίξεις και κυρίως η γήρανση του πληθυσμού, θα περιορίσουν μακροπρόθεσμα τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας (Alpha Bank, 4/2023).
Οι δημόσιες υποδομές είναι βεβαίως άκρως απαραίτητες, αλλά η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι διαρκές ζητούμενο καθώς μπορούν ταχύτερα να αποδώσουν ωφέλειες συντηρώντας ή δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Κατεξοχήν δε ιδιωτικές επενδύσεις οι οποίες έχουν μικρό και όχι μεγάλο κύκλο υλοποίησης (σχεδίασης, ωρίμανσης, κατασκευής, έναρξης παραγωγικής λειτουργίας). Και αυτό γιατί πολλές (δημόσιες και ιδιωτικές) επενδύσεις, υψηλής χρησιμότητας και προστιθέμενης αξίας, χρειάζονται πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν και εν συνεχεία να αρχίσουν να αποδίδουν πλήρως τις ωφέλειες τους.
Μεγάλη σημασία έχει και η πολιτικο-διοικητική ικανότητα των ΟΤΑ για τη λήψη αποφάσεων και την οργάνωση της πραγματοποίησής τους, αλλά και η ικανότητα που πηγάζει από τον ίδιο τον τοπικό πληθυσμό και την ένταση συμμετοχής του σε ζητήματα που τον αφορούν ή μπορεί να πάρει στα χέρια του.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στο μέλλον θα διατηρηθούν ως η βάση και ο κορμός του παραγωγικού ιστού. Οι προοπτικές τους όμως θα συναρτηθούν πέραν των άλλων και από την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας τους.
Κρίσιμη σημασία έχει και η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων. Το ζήτημα δηλαδή δεν αφορά μόνο την ανάγκη αύξησης του συνολικού τους ύψους, αλλά και την ανάγκη ποιοτικής διαφοροποίησης και συγκεκριμένα την αύξηση της συμμετοχής επενδύσεων που υποστηρίζουν τη στροφή σε δραστηριότητες που ενσωματώνουν περισσότερη γνώση και τεχνολογία. Η θεωρία της οικονομικής πολυπλοκότητας εξηγεί ότι η ανάπτυξη ενισχύεται από την εξειδίκευση σε νέα προϊόντα που είναι διαρκώς πιο περίπλοκα και λιγότερο ευρέως διαθέσιμα. Ως εκ τούτου, η βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη απαιτεί πολιτικές για την προώθηση της διαφοροποίησης της τεχνογνωσίας, με στόχο την παραγωγή ενός ευρύτερου και ολοένα πιο πολύπλοκου συνόλου αγαθών και υπηρεσιών (Eurobank, 12/2022).
Κλείνοντας, για τα αμέσως επόμενα χρόνια, το μοντέλο RHOMOLO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για την εκτίμηση των επιπτώσεων των προγραμμάτων της περιόδου 2021-2027, υπολόγισε για την Ελλάδα και την Κρήτη αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% έως το 2030.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr