Με βάση το κεντρικό σενάριο, η η οικονομία θα κλείσει με ανάπτυξη που θα κυμαίνεται κοντά στα επίπεδα του 2,2%, κάτω βέβαια από την αρχική εκτίμηση για επιτάχυνση του ΑΕΠ κατά 2,9% ενώ για το 2025 ο πήχης τοποθετείται οριακά πιο πάνω στο 2,3% λόγω της αβεβαιότητας και των κινδύνων που συνδέονται με τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Για το 2025 προβλέπεται περαιτέρω μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 149,1% από 153,7%, που θα διαμορφωθεί το 2024, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου. Επιπλέον, με βάση τα όσα περιλαμβάνονται και στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028 για το επόμενο έτος, προβλέπεται:
- πληθωρισμός στο 2,7% φέτος και υποχώρηση στο 2,1% το 2025
- πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% το 2024 (έναντι στόχου για 2,1%). Το 2025, το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,5%.
- έλλειμμα 1% φέτος και 0,6% το 2025, δηλαδή αρκετά κάτω από το όριο του 3%, που θέτει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.
- μείωση του δημόσιου χρέους στο 153,7% του ΑΕΠ, το 2025, και περαιτέρω μείωση στο 149,1% του ΑΕΠ το επόμενο έτος. Στο μεταξύ, εντός του Δεκεμβρίου, αναμένεται μία ακόμα πρόωρη αποπληρωμή των δόσεων ύψους 7,9 δισ. ευρώ των ετών 2026-2028 από το δάνειο που έλαβε η χώρα μας στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου. Συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, αν και με ρυθμούς χαμηλότερους σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
- Το ΑΕΠ εκτιμάται θα αυξηθεί κατά 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025. Η ανεργία, από 18% το 2019, εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 10,3% το 2024 και 9,7% το 2025.
Με τα βασικά σημεία να συμπίπτουν, σε σχέση με τις προβλέψεις, το ενδιαφέρον πέφτει σε κρίσιμες παραμέτρους, που ουσιαστικά θα κρίνουν την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού 2025.
Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά, το Μεσοπρόθεσμο, κύριοι κίνδυνοι για τις αναπτυξιακές προβλέψεις σχετίζονται με τυχόν περαιτέρω όξυνση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, καθώς και με την επιδείνωση της αναταραχής του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα, που θα μπορούσε να προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις και να καθυστερήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Στους κινδύνους περιλαμβάνονται, επίσης, και οι πιθανές φυσικές καταστροφές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Μεσοπρόθεσμο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Ελλάδα έχει βιώσει ακραία φυσικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων πλημμυρικών φαινομένων και πυρκαγιών, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Η άμεση δημοσιονομική επίπτωση περιλαμβάνει από την ανάγκη αποζημιώσεων για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και αγρότες που έχουν πληγεί, έως την αποκατάσταση υποδομών όπως δρόμοι, γέφυρες, σιδηροδρομικό δίκτυο, απαιτώντας τη διάθεση σημαντικών πόρων. Όσον αφορά την πρόληψη, πρόσθετα ποσά επενδύονται μέσω του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) για έργα πρόληψης πυρκαγιών και πλημμυρών, συμπεριλαμβανομένων φραγμάτων και διαχείρισης των υδάτων, καθώς και για την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας με τον απαιτούμενο εξοπλισμό και εναέρια μέσα. Στο πλαίσιο αυτό, από το 2024 και μετά, προβλέπεται ποσό 600 εκατ. ευρώ ετησίως στο εθνικό σκέλος του ΠΔΕ για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, επιπλέον των σημαντικών πόρων που επενδύονται από το ΕΣΠΑ και το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο έχει αναθεωρηθεί για τον σκοπό αυτό. Μέρος των σχετικών δαπανών καλύπτεται από την αύξηση του τέλους που σχετίζεται με την κλιματική κρίση και επιβάλλεται στα ξενοδοχειακά καταλύματα, με επιπρόσθετα έσοδα περίπου 200 εκατ. ευρώ από το 2025 και στο εξής.
Οι ανωτέρω δημοσιονομικές επιπτώσεις, αλλά, κυρίως, η αυξανόμενη πιθανότητα μελλοντικών φυσικών καταστροφών, οδήγησαν σε επανασχεδιασμό της πολιτικής αποζημιώσεων. Αυτή περιλαμβάνει ένα μείγμα κινήτρων και κυρώσεων, ώστε να συμβάλει στη δημιουργία μιας ασφαλιστικής κουλτούρας τόσο για τις ιδιωτικές ιδιοκτησίες όσο και για τις επιχειρήσεις. Έκπτωση του φόρου στην ακίνητη περιουσία (ΕΝΦΙΑ) -έως 20% για κατοικίες (αξίας έως 500 χιλ. ευρώ) που θα ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές- εφαρμόζεται για κατοικίες που είναι ασφαλισμένες από το 2024 και έπειτα. Επιπλέον, ακίνητα υψηλής αξίας (άνω των 500 χιλ. ευρώ) και επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 500 χιλ. ευρώ θα πρέπει να ασφαλίζονται και δεν θα αποζημιώνονται από το κράτος από τον Ιούνιο 2025 και έπειτα, ενώ τα οχήματα θα πρέπει να ασφαλίζονται υποχρεωτικά για φυσικές καταστροφές από το 2025.
Το ρίσκο της Ευρωζώνης
Επίσης, για να βγει το σενάριο της ανάπτυξης σημαντικό είναι το τι θα συμβεί και στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, με βάση ανάλυση της Eurobank στις 26/9, παρά την ώθηση που αναμένεται να δώσουν στην οικονομία οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι διεθνείς εξελίξεις θέτουν εμπόδια στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η ισχνή μεγέθυνση που παρουσιάζει η Ευρωζώνη, επίδοση που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Αναλυτικά, από το δ’ τρίμηνο του 2022, δηλαδή λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, μέχρι το β’ τρίμηνο του 2024, ο μέσος τριμηνιαίος ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη ήταν 0,1% και στη Γερμανία -0,1%.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Κρίσιμος παράγων για την πορεία των επενδύσεων, όπου ο πήχης έχει μπει στο 8,4%, είναι η πορεία του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, πριν λίγες εβδομάδες (20/9), ανάλυση, επίσης, της Eurobank, που βασίζεται σε μελέτη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά και σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Τραπέζης της Ελλάδος [Bank of Greece, Note on the Greek Economy (May 2024), Section 5], λιγότερο από το ¼ των πόρων που είχε λάβει η Ελλάδα ως δάνεια από το ΤΑΑ μέχρι τον Απρ-24 είχαν φτάσει στους τελικούς αποδέκτες τους (ιδιωτικές επιχειρήσεις), μεταξύ άλλων, λόγω γραφειοκρατίας. Για τις επιχορηγήσεις. το ποσοστό αυτό ήταν σημαντικά μεγαλύτερο, στο 45% του ποσού που έχει ληφθεί από το ΤΑΑ. Ένα επιπλέον 31% είχε μεταφερθεί στις περιφέρειες, τους δήμους και άλλες αρχές και οργανισμούς υλοποίησης, χωρίς, όμως, να υπάρχουν δημόσια διαθέσιμα στοιχεία για την πορεία των επιμέρους χρηματοδοτούμενων έργων. Συνεπώς, έχοντας διανύσει επιτυχώς πλέον τη μισή διαδρομή, η Ελλάδα στέκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Επίσης, όπως αναφέρεται, η συμμετοχή των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ της Ελλάδας, το 2023, βρισκόταν μόλις στο 14%. Αν και αυξημένη σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα, όταν είχε υποχωρήσει κάτω από το 11%, παραμένει η χαμηλότερη μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ27. Επιπλέον, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά και στην καινοτομία, η οποία αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης και βρίσκεται σε σχέση αλληλοτροφοδότησης με τις επενδύσεις.
Νοικοκυριά
Ένα άλλο κρίσιμο στοίχημα που καλείται να διαχειριστεί ο νέος προϋπολογισμός έχει να κάνει με τα «αναχώματα» για τα νοικοκυριά. Όπως αναφέρει η Eurobank, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η ελληνική οικονομία, παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, διατήρησε τη δυναμική της το α’ εξάμηνο του 2024, καταγράφοντας πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης 2,2% σε ετήσια βάση. Μάλιστα, το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας το β’ τρίμηνο 2024 ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα (δ’ τρίμηνο 2019) κατά 8,4%, ωστόσο, παρέμεινε χαμηλότερο κατά 21,5% σε σχέση με την κορυφή του β’ τριμήνου του 2007.
Η προαναφερθείσα απόκλιση είναι κατά πολύ μικρότερη σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ (4,8%) λόγω του έντονου πληθωρισμού των τελευταίων ετών, 9,3% και 4,2% το 2022 και το 2023 αντίστοιχα. Ωστόσο, η κοινωνική ευημερία των πολιτών συνδέεται, κυρίως, με την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ, δηλαδή με την αξία σε σταθερές τιμές των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγει μια οικονομία σε μια περίοδο, και σε μικρότερο βαθμό με την τροχιά του ονομαστικού ΑΕΠ [Η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ που προέρχεται από την άνοδο των τιμών δύναται να βελτιώσει σε έναν βαθμό τα δημοσιονομικά μεγέθη. Παρά ταύτα, αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω των επιπτώσεων του πληθωρισμού στα επιτόκια].
Τα νοικοκυριά δεν αντλούν χρησιμότητα από την ποσότητα των νομισματικών μονάδων που έχουν στη διάθεσή τους, αλλά από την ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών που μπορούν να αγοράσουν με τις εν λόγω νομισματικές μονάδες (purchasing power).
Τα νούμερα του Προσχεδίου
Με βάση, πάντως, το Μεσοπρόθεσμο, το 2025, προβλέπεται μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3%, σημαντική σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν στην ΕΕ, αλλά όχι επαρκής για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου προβλέπεται να αυξήσει τη συνεισφορά του στην πραγματική ανάπτυξη (1 ποσοστιαία μονάδα το 2024 και 1,3 το 2025), με τον ετήσιο ρυθμό να αυξάνεται από 4% το 2023 σε 6,7% το 2024 και 8,4% το 2025.
Με βάση, επίσης, το Μεσοπρόθεσμο, η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης την περίοδο 2024-2025 αναμένεται να παραμείνει σταθερή, με μέσο όρο 1,2 ποσοστιαίες μονάδες και ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,7%. Η συμβολή αυτή υποστηρίζεται από την ισχυρή αύξηση του πραγματικού εισοδήματος, μέσω μισθολογικών αυξήσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, την περαιτέρω βελτίωση της αγοράς εργασίας και τον αποκλιμακούμενο πληθωρισμό. Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση αναμένεται να συμβάλει οριακά στην ανάπτυξη το 2024 (0,1 ποσοστιαία μονάδα και 0,4% ετήσια αύξηση) και να παραμείνει αμετάβλητη το 2025, αντανακλώντας μια συνετή δημοσιονομική πολιτική στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Η αναμενόμενη αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ωθούμενη από τις επιταχυνόμενες επενδύσεις, προβλέπεται να οδηγήσει σε ενίσχυση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,7% κατά μέσο όρο). Ωστόσο, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν ταχύτερα από τις εισαγωγές (4,1% κατά μέσο όρο), επωφελούμενες από την αυξανόμενη εξαγωγική ικανότητα και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, σε ευθυγράμμιση με τη σταδιακή ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης. Η συνεχής αύξηση των μεριδίων στις εξαγωγικές αγορές και η σταθερή αύξηση των τουριστικών εισπράξεων αναμένεται να οδηγήσουν σε σταδιακή περαιτέρω μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Αγορά εργασίας
Η αγορά εργασίας αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική, με βάση τις κυβερνητικες προβλέψεις. Η συνολική απασχόληση (σε εθνικολογιστική βάση) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 0,9% τα έτη 2024-2025, υποστηριζόμενη από τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από την υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του ΤΑΑ, καθώς και με μέτρα πολιτικής, όπως η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Το ποσοστό ανεργίας, με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού, προβλέπεται να μειωθεί σταθερά σε 10,3% το 2024 και 9,7% το 2025, κοντά στα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση (9,6% το 2009).
Οι ονομαστικές αμοιβές των εργαζομένων αναμένεται να αυξηθούν με μέσο ρυθμό 4,3% την περίοδο 2024-2025, λόγω της μισθολογικής αύξησης στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, παράλληλα με τη στενότητα της αγοράς εργασίας. Ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, στο 2,8%, το 2024 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,1% το 2025 από 4,2% το 2023, καθώς η απότομη μείωση των τιμών της ενέργειας, παρά τις διακυμάνσεις, και η αποκλιμάκωση των τιμών των τροφίμων συμβάλλουν όλο και περισσότερο στη διαδικασία επιβράδυνσης του πληθωρισμού. Ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά, αντανακλώντας την ήπια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των υπηρεσιών.
Δαπάνες
Με βάση το Μεσοπρόθεσμο, και για το 2025, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία των καθαρών πρωτογενών δαπανών που επιτρέπει μέση ετήσια αύξηση έως 3,3% και δεδομένου του τρέχοντος επιπέδου των καθαρών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ), η μέση ετήσια αύξηση στο μεσοπρόθεσμο διάστημα εκτιμάται σε περίπου 3,5 δισ. ευρώ. Η συνήθης ετήσια αύξηση των δαπανών γενικής κυβέρνησης, χωρίς νέα μέτρα, εκτιμάται σε περίπου 2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 1 δισ. ευρώ είναι η ετήσια αύξηση των λειτουργικών δαπανών των φορέων της ΓΚ που προκύπτει από τον πληθωρισμό και τις συναφείς υποχρεώσεις (δηλαδή κόστος ηλεκτρισμού, ενοικίων, καυσίμων, κόστη συντήρησης, διεθνείς συμφωνίες και συνεισφορές, καθώς και φαρμακευτική και νοσοκομειακή δαπάνη), ενώ περίπου 1 δισ. ευρώ (ανάλογα με τις ετήσιες συνταξιοδοτήσεις) είναι η ετήσια αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά την προβλεπόμενη περίοδο, λαμβάνοντας υπόψη την αναπροσαρμογή τους βάσει του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, που ανέρχεται περίπου σε 400 εκατ. ευρώ ετησίως.
Επιπλέον, η Ελλάδα υλοποιεί ένα εκτεταμένο στρατιωτικό επενδυτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση των τρεχουσών γεωπολιτικών αναγκών. Στο πλαίσιο αυτό, οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων αναμένεται να αυξηθούν κατά 0,86 δισ. ευρώ το 2025, κατά επιπλέον 0,48 δισ. ευρώ το 2026 και κατά επιπλέον 0,16 δισ. ευρώ το 2027 και να παραμείνουν στα ίδια υψηλά επίπεδα το 2028. Με βάση τα παραπάνω, μέχρι 1 δισ. ευρώ ανά έτος, κατά μέσο όρο, στον ορίζοντα αναφοράς, προβλέπεται να διατεθούν για μέτρα πολιτικής και επενδύσεις, ακολουθώντας ένα ισχυρό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων.
Εργασία - Ασφαλιστικές εισοφρές
Όπως αναφέρεται στο Μεσοπρόθεσμο, οι ελληνικές αρχές δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και στην περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το διαθέσιμο εισόδημα. Στο πλαίσιο αυτό, οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα το 2025 και κατά επιπλέον 0,5 ποσοστιαία μονάδα το 2027, φτάνοντας συνολικά σε περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες μείωση από το 2019. Το κόστος εκτιμάται σε 440 εκατ. ευρώ για το 2025 και επιπλέον 230 εκατ. ευρώ το 2027.
Επίσης, για την περίοδο 2025-2027, προβλέπονται περαιτέρω αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Ο κατώτατος μισθός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά από τα 830 ευρώ το 2024 στα 950 ευρώ το 2027, αυξάνοντας έτσι τις αμοιβές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, επηρεάζοντας ταυτόχρονα και τους μέσους μισθούς.
Ακολουθώντας την αύξηση του κατώτατου μισθού, προβλέπεται σταδιακή αύξηση του βασικού μισθού των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα για το 2025 και για τα επόμενα έτη. Το σκεπτικό έγκειται στην ανάγκη ο μισθός του νεοεισερχόμενου υπαλλήλου στον δημόσιο τομέα, που τώρα ανέρχεται στα 850 ευρώ, να μην υπολείπεται του μηνιαίου κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα λαμβάνουν οριζόντια αυξήσεις κάθε χρόνο ανάλογα με τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, έτσι ώστε η αθροιστική αύξηση του μηνιαίου μισθού να φτάσει τα 100 ευρώ μέχρι το 2027 και ο εισαγωγικός μισθός να φτάσει στα 950 ευρώ. Η ετήσια καθαρή (μικτή) αύξηση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου εκτιμάται σε περίπου 150 (280) εκατ. ευρώ.
Στοχευμένες αυξήσεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων θα πραγματοποιηθούν από το 2025. Η μείωση της φορολογίας της αποζημίωσης εφημεριών στους γιατρούς του Ε.Σ.Υ. (κόστος 40 εκατ. ευρώ) στοχεύει στην ενίσχυση της συμμετοχής των γιατρών στο δημόσιο σύστημα υγείας, μαζί με αυξημένες αποζημιώσεις για γιατρούς σε απομακρυσμένες και προβληματικές περιοχές (κόστος 16 εκατ. ευρώ), ενώ παρόμοια είναι η στόχευση της αύξησης της αποζημίωσης της νυχτερινής απασχόλησης των ενστόλων κατά 20% (κόστος 25 εκατ. ευρώ). Επιπλέον, στον δημόσιο τομέα, θεσπίζεται ένα νέο σύστημα επιβράβευσης με βάση ποσοτικούς στόχους και ετήσιο κόστος 40 εκατ. ευρώ.
Το τέλος επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες καταργείται από 1.1.2025, σε συνέχεια της μείωσης κατά 50% που πραγματοποιήθηκε το 2024, με κόστος περίπου 120 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ακολουθεί το νέο καθεστώς φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τους ελεύθερους επαγγελματίες, που τέθηκε σε ισχύ το 2024, στο πλαίσιο της μείωσης της φοροδιαφυγής. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν αύξηση των συντάξεών τους κατά τα επόμενα έτη, σύμφωνα με τον υφιστάμενο κανόνα αναπροσαρμογής (ο μέσος όρος της αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού), με ετήσιο κόστος περίπου 400 εκατ. ευρώ.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr