Επιπρόσθετα, ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του κοινοτικού μέσου, με βάση τις Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (ΙΑΔ), παρέμεινε σχεδόν σταθερός κατά το περασμένο έτος (67,3% από 67,2% το 2022), όντας ο δεύτερος χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), ενώ το 2006 ήταν ίσος με σχεδόν 98%.
Βέβαια, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να αυξηθεί με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με αυτό της ΕΕ-27 τη διετία 2024-2025 και, ως εκ τούτου, η αναλογία προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα βελτιωθεί περαιτέρω.
Προκειμένου, ωστόσο, να πραγματοποιηθεί ουσιαστική οικονομική σύγκλιση με την ΕΕ, σύμφωνα με την Alpha Bank, βασική προϋπόθεση είναι η διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή η άνοδος του δυνητικού ΑΕΠ. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι κρίσιμης σημασίας η υλοποίηση των επενδύσεων στο πλαίσιο απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και, επομένως, η ενίσχυση του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου της χώρας αλλά και η αύξηση της παραγωγικότητας τόσο του κεφαλαίου, όσο και της εργασίας.
Από την άλλη πλευρά, η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται μεσοπρόθεσμα και κυρίως μακροπρόθεσμα να επιδράσει αρνητικά στον παραγωγικό συντελεστή εργασία, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία που θα μπορεί να εργαστεί εκτιμάται ότι θα μειωθεί. Παράγοντες που δύνανται να αντισταθμίσουν την αρνητική αυτή επίδραση είναι, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, η αναστροφή του φαινομένου του brain drain και η υλοποίηση αποτελεσματικών μεταναστευτικών πολιτικών.
Το Δυνητικό ΑΕΠ ανακάμπτει αλλά…
Όπως εξηγεί η Alpha Bank, το δυνητικό ΑΕΠ είναι το προϊόν που δύναται να παραγάγει μία οικονομία χρησιμοποιώντας πλήρως και με τον πιο αποδοτικό τρόπο τους παραγωγικούς συντελεστές κεφάλαιο και εργασία. Ως εκ τούτου, το δυνητικό ΑΕΠ αντανακλά τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, ενώ η σύγκρισή του με το πραγματικό ΑΕΠ υποδεικνύει εάν η οικονομία λειτουργεί πάνω ή κάτω από αυτές.
Σημειώνεται ότι η διαφορά των δύο μεγεθών, δηλαδή το πραγματικό μείον το δυνητικό ΑΕΠ, ορίζεται ως παραγωγικό κενό και εκφράζεται, συνήθως, ως ποσοστό του δεύτερου. Όταν το πραγματικό ΑΕΠ υπερβαίνει το δυνητικό (θετικό παραγωγικό κενό) υπάρχει υψηλή ζήτηση και η οικονομία λειτουργεί με υψηλότερους ρυθμούς από αυτούς που μπορεί να διατηρήσει με βιώσιμο τρόπο, ενώ όταν το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται του δυνητικού (αρνητικό παραγωγικό κενό) υπάρχει υποαπασχόληση των διαθέσιμων πόρων και, συνεπώς, η οικονομία λειτουργεί κάτω από τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Η άνοδος του δυνητικού ΑΕΠ, την τελευταία διετία, προήλθε τόσο από την αύξηση των παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας, όσο και από την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας (total factor productivity). Συγκεκριμένα, το απόθεμα φυσικού κεφαλαίου, το οποίο δέχτηκε σημαντικό πλήγμα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα, καθώς οι επενδύσεις υπολείπονταν των αποσβέσεων με αποτέλεσμα τη διάβρωσή του, κατέγραψε οριακή άνοδο το 2023, για πρώτη φορά από το 2009.
Παράλληλα, ιδιαίτερα έντονη ήταν η αύξηση που κατέγραψε η παραγωγικότητα των συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας, της τάξης του 3% ετησίως τη διετία 2021-2022, ενώ το 2023 αυξήθηκε κατά 0,9%. Στις εξελίξεις αυτές σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η διαρκής άνοδος των επενδύσεων από το 2020 και μετά.
Τέλος, το εργατικό δυναμικό, αν και δεν έχει ανακάμψει από την προηγούμενη δεκαετία, όταν πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εκροές καταρτισμένου ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό (brain drain), κατέγραψε σημαντική άνοδο το 2022 και οριακή πτώση το 2023.
….λιγότερο από όσο αυξάνεται η πραγματική οικονομική δραστηριότητα…
Τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, το πραγματικό ΑΕΠ υπερέβαινε το δυνητικό, καταγράφοντας τις υψηλότερες τιμές τους, το μεν πραγματικό ΑΕΠ το 2007 (240 δισ. ευρώ), το δε δυνητικό το 2009 (236 δισ. ευρώ).
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ο συνδυασμός παρατεταμένης αποεπένδυσης και εκροής καταρτισμένου εργατικού δυναμικού αποδυνάμωσε τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, ενώ η εσωτερική υποτίμηση που συντελέστηκε είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση της εγχώριας ζήτησης και, κατά συνέπεια, του πραγματικού ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει από το 2017 -με εξαίρεση το 2020 εξαιτίας της πανδημίας-, με το πραγματικό ΑΕΠ να προσεγγίζει τα 194,5 δισ. ευρώ το 2023, ενώ η πτωτική πορεία του δυνητικού ΑΕΠ ανακόπηκε μόλις την τελευταία διετία, για να διαμορφωθεί σε 194 δισ. ευρώ το περασμένο έτος. Ως αποτέλεσμα, το έντονα αρνητικό παραγωγικό κενό της περασμένης δεκαετίας εξαλείφθηκε, ενώ το 2023 καταγράφηκε θετικό παραγωγικό κενό για πρώτη φορά από το 2008.
…με αποτέλεσμα να παρατηρείται πλέον ένα θετικό παραγωγικό κενό
Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το θετικό παραγωγικό κενό να διευρυνθεί τη διετία 2024-2025, καθώς το δυνητικό ΑΕΠ θα αυξηθεί μεν (2024: 1,2%, 2025: 1,6%), αλλά ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ (2024: 2,2%, 2025: 2,3%) θα είναι υψηλότερος. Επιπλέον, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, μεταξύ άλλων, με τη σημαντική ώθηση των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με αποτέλεσμα την άνοδο του καθαρού αποθέματος κεφαλαίου (2024: 0,4%, 2025: 0,8%).
Η ενσωμάτωση στην παραγωγική διαδικασία νέων και καινοτόμων τεχνολογιών, παράλληλα, θα ενισχύσει και την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, η οποία βάσει των προβλέψεων της ΕΕ θα αυξηθεί κατά 1,1% φέτος και 1,5% το 2025.
Δημογραφικές Εξελίξεις και Δυνητικό ΑΕΠ
Από την άλλη πλευρά, σε ό,τι αφορά στο εργατικό δυναμικό, φαίνεται ότι τα δύο δημογραφικά ισοζύγια, δηλαδή το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων και το ισοζύγιο μεταναστευτικών ροών, είχαν αρνητική επίδραση κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 23/11/2023). Οι δημογραφικές εξελίξεις, δηλαδή η γήρανση του πληθυσμού και η υπογεννητικότητα, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να έχουν αρνητική επίδραση μεσοπρόθεσμα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με σχετική αναφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2024 Ageing Report, November 2023), το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία που θα μπορεί να εργαστεί (working age population, 20-64 ετών) προβλέπεται ότι θα μειωθεί πάνω από 7% μέχρι το 2030 (σε σύγκριση με το 2022), ενώ ο λόγος εξάρτησης των ηλικιωμένων (old age dependency ratio, 65+ προς 20-64 ετών) θα διαμορφωθεί αντίστοιχα σε 46%, από 39% το 2022.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις θα μπορούσαν να μετριαστούν μέσω της εφαρμογής πολιτικών ενίσχυσης της οικογένειας, κάποιες εκ των οποίων εφαρμόζονται ήδη (π.χ. αύξηση του επιδόματος γέννησης στα 2.400-3.500 ευρώ αναλόγως του αριθμού των τέκνων, αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, αύξηση του επιδόματος μητρότητας σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες), ενώ, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού, μετά τις Ευρωεκλογές θα ανακοινωθούν νέες παροχές.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr