«Εάν ο πληθωρισμός εξελιχθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις μας για τον Μάρτιο και εάν αυτή η τάση συνεχιστεί μέχρι το τέλος του έτους, πιστεύω ότι φέτος θα έχουμε μειώσεις στα βασικά επιτόκια από την ΕΚΤ», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα της Κυριακής», την οποία αναμεταδίδει το Bloomberg, ενώ πρόσθεσε: «Προσωπικά πιστεύω ότι η μείωση των επιτοκίων κατά τέσσερις φορές φέτος, κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, είναι δυνατή».
Έσπευσε πάντως να διευκρινίσει ότι «αυτή δεν είναι ακόμη μια ενιαία άποψη». «Ορισμένοι συνάδελφοι είναι πιο επιφυλακτικοί και πιστεύουν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων θα πρέπει να είναι πιο μέτριες», υπογράμμισε στη συνέντευξή του. «Οι διαφορές απόψεων εντός του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είναι πολύ μικρότερες από την εικόνα που δίνουν τα μέσα ενημέρωσης», σημείωσε.
«Η διατήρηση της σταθερότητας πρέπει να είναι ο εθνικός μας στόχος. Της πολιτικής σταθερότητας, της οικονομικής και της χρηματοπιστωτικής. Η Ελλάδα πέρασε σχετικά πρόσφατα μία μεγάλη κρίση από την οποία ανέκαμψε με τις δικές της δυνάμεις, αλλά και με τη βοήθεια των εταίρων μας. Συνεπώς πρέπει να διαφυλάξουμε τη σταθερότητα ως κόρη οφθαλμού… Πιστεύω πως ο ελληνικός λαός αυτήν τη στιγμή όχι μόνο δεν εναντιώνεται στις μεταρρυθμίσεις, αλλά τις επιθυμεί», είπε ακόμη και συμπλήρωσε:
«Η ελληνική οικονομία σήμερα δεν έχει σχέση με την κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από μερικά χρόνια και οι προοπτικές της είναι πολύ καλές. Πάντα βέβαια με προϋποθέσεις. Η διατήρηση, στο διηνεκές, πρωτογενούς πλεονάσματος 2% του ΑΕΠ είναι απαραίτητη προϋπόθεση, όπως και η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιάννη Στουρνάρα στον Γρηγόρη Νικολόπουλο:
Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο σημαντικότερος στόχος, ο εθνικός ας πούμε στόχος που πρέπει να έχει σήμερα η χώρα μας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο;
Η διατήρηση της σταθερότητας πρέπει να είναι ο εθνικός μας στόχος. Της πολιτικής σταθερότητας, της δημοσιονομικής σταθερότητας, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η Ελλάδα πέρασε σχετικά πρόσφατα μία μεγάλη κρίση από την οποία ανέκαμψε με τις δικές της δυνάμεις, αλλά και με τη βοήθεια των εταίρων μας, κυρίως των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το κόστος αυτών των κρίσεων ήταν πολύ μεγάλο για την οικονομία και πολύ βαρύ για όλους τους Ελληνες. Συνεπώς, πρέπει τώρα να διαφυλάξουμε τη σταθερότητα ως κόρη οφθαλμού. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο όταν χρειάστηκε για να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη. Εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να το ξανακάνει. Η διατήρηση όμως της σταθερότητας αυτή τη στιγμή, όταν ένα πλήθος γεωπολιτικών κρίσεων απειλεί την παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια, πρέπει, κατά την άποψή μου, να είναι ο πρωταρχικός μας στόχος.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν ώστε να διασφαλιστεί η βιώσιμη μακροπρόθεσμα ανάπτυξη της οικονομίας;
Η μεταρρύθμιση της Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες είναι αναγκαία και επείγουσα διότι αυτή θα διαμορφώσει το μέλλον μας. Επείγουσα είναι και η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη όχι μόνο για κοινωνικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους, ώστε να γίνει η χώρα νομικά ασφαλέστερη για επενδύσεις Ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών. Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας είναι μόνιμος στόχος και αυτή την προσπάθεια τη διευκολύνει η τεχνολογία, αλλά χρειάζονται και διοικητικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, βέβαια, πρέπει να βελτιωθούν σημαντικά οι υπηρεσίες υγείας, οι μεταφορές και οι υποδομές γενικότερα και να περιοριστεί και η φοροδιαφυγή. Είναι σημαντικό μέσω των μεταρρυθμίσεων να αυξηθεί η παραγωγικότητα και, τελικά, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Πιστεύω πως ο ελληνικός λαός αυτή τη στιγμή όχι μόνο δεν εναντιώνεται στις μεταρρυθμίσεις, αλλά τις επιθυμεί.
Πώς βλέπετε την οικονομία σήμερα και ποιες είναι οι προοπτικές της για τα επόμενα χρόνια;
Η ελληνική οικονομία σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από μερικά χρόνια και οι προοπτικές της είναι πολύ καλές. Πάντα βέβαια υπό προϋποθέσεις. Η διατήρηση, στο διηνεκές, πρωτογενούς πλεονάσματος 2% του ΑΕΠ στη γενική κυβέρνηση είναι αναγκαία προϋπόθεση, όπως και η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Έτσι επιτυγχάνεται και η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Είμαι αισιόδοξος διότι μεσοπρόθεσμα ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας προβλέπεται σε 2,4%-2,5% ενώ της Ευρωζώνης περίπου 1,5%. Το χρέος, το 2023, παρέμεινε σταθερό σε ονομαστικούς όρους, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 172,6% του ΑΕΠ το ’22 σε 161,9% το ’23 και, όπως προανέφερα, αν συνεχίσουμε να έχουμε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα και οικονομική ανάπτυξη, το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται. Σταδιακά συγκλίνουμε με την Ευρωζώνη. Αν υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η κατάσταση της οικονομίας θα βελτιωθεί άρδην. Θεωρώ ότι οι στόχοι είναι απολύτως εφικτοί.
Πολλοί επισημαίνουν ότι οι επενδύσεις που γίνονται αφορούν κυρίως τον τουρισμό και τα ακίνητα και δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Τι εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος;
Δεν είναι αλήθεια ότι δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Αντίθετα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν και σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις, ιδιαίτερα σε μηχανολογικό εξοπλισμό τα τελευταία χρόνια, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας έχουν αρχίσει να εγκαθίστανται στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα. Σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit, το επιχειρηματικό κλίμα είναι πολύ ευνοϊκότερο, με βελτίωση της σχετικής κατάταξης κατά περίπου 30 θέσεις τα τελευταία 5 χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις που σας ανέφερα προηγουμένως θα ευνοήσουν σημαντικά τις παραγωγικές επενδύσεις.
Θεωρείτε ότι δεν λειτουργεί σωστά ο ανταγωνισμός στην ελληνική οικονομία;
Θεωρώ ότι οι δυνάμεις του ανταγωνισμού πρέπει να ενισχυθούν σε αρκετούς κλάδους. Σήμερα έχουμε μεγάλη συγκέντρωση στις τράπεζες, στα καύσιμα, στα τρόφιμα, στα ιδιωτικά νοσοκομεία. Η μεγάλη συγκέντρωση οδηγεί και σε υψηλές τιμές. Γι’ αυτό εξάλλου βλέπουμε σχετικά υψηλότερες τιμές στην Ελλάδα από αυτές της Ευρωζώνης σε αρκετά αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό προκύπτει και από την πρόσφατη διαπίστωση της Eurostat που δείχνει ότι ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε., το επίπεδο τιμών της είναι στο 88,2% του αντίστοιχου μέσου όρου. Δηλαδή είμαστε ακριβότεροι από άλλες χώρες σε σχέση με το εισόδημά μας. Γι' αυτό και η ακρίβεια στην Ελλάδα δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε αρκετά νοικοκυριά. Βέβαια αυτό δεν είναι πρόσφατο πρόβλημα, αλλά έρχεται από το παρελθόν.
Και πάνω στις υψηλές τιμές έχουμε και έναν ΦΠΑ 24% που είναι πολύ υψηλός. Θεωρείτε ότι πρέπει να μειωθεί;
Πράγματι, το 24% είναι από τα υψηλότερα ποσοστά ΦΠΑ στην Ευρώπη. Ετέθη όμως προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία στη χώρα την εποχή της κρίσης. Υπό την προϋπόθεση ότι η φορολογική βάση θα επεκταθεί κυρίως μέσω του σημαντικού περιορισμού της υψηλής φοροδιαφυγής, θα έβλεπα εφικτή μια μείωση του ΦΠΑ. Η προτεραιότητα όμως, κατά την άποψή μου, δεν είναι η μείωση του ΦΠΑ, αλλά η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στην εργασία. Επαναλαμβάνω όμως ότι αυτό μπορεί να γίνει υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δημιουργηθεί δημοσιονομικό πρόβλημα με βλαπτικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, για να προσφέρει η μείωση του ΦΠΑ κάτι ουσιαστικό στην οικονομία πρέπει παράλληλα να αυξηθούν ο ανταγωνισμός και η ευελιξία στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Η αίσθηση της οικονομικής δυσπραγίας που νιώθουν πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά οφείλεται σε έναν βαθμό και στις καθυστερήσεις πληρωμών που, σύμφωνα με τα στοιχεία, είναι αρκετά δισ. ετησίως. Δημιουργείται μια έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. Έχετε άποψη για τις πληρωμές;
Θεωρώ ότι πρέπει να εφαρμοστεί καθολικά, χωρίς εξαιρέσεις, ο σχετικός νόμος για εξόφληση όλων των εμπορικών συναλλαγών μέσα σε 30 ημέρες. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε το 2014 και, όπως φαίνεται, πολλοί είναι αυτοί που δεν τον τηρούν. Συνεπώς πρέπει να φροντίσουμε να επιβληθεί. Μπορεί οι καθυστερήσεις πληρωμών να μη δημιουργούν δημοσιονομικό πρόβλημα, ενδέχεται όμως να προκαλέσουν άλλα προβλήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και τη δυνατότητα των νοικοκυριών να αντιμετωπίζουν τα έξοδα του μήνα. Και φυσικά, οι καθυστερήσεις πληρωμών δημιουργούν και μια κακή συναλλακτική νοοτροπία.
Πάντως τα προβλήματα ρευστότητας των επιχειρήσεων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην αδυναμία τους να αποκτήσουν πρόσβαση στα τραπεζικά δάνεια. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες λένε ότι οι τράπεζες δεν τους δανείζουν. Τι μπορεί να κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος γι’ αυτό;
Για το ζήτημα αυτό οι απόψεις διίστανται. Γεγονός όμως είναι ότι τα τελευταία χρόνια, με τη μεσολάβηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και τη μεσολάβηση διεθνών τραπεζών, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, έχει βελτιωθεί σημαντικά η χρηματοδότηση των υγιών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί και η ενδυνάμωση των μικρότερων, μη συστημικών τραπεζών σε όλη τη χώρα, οι οποίες εξειδικεύονται στη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων, ιδίως στην περιφέρεια. Πάντως η ενίσχυση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα θα διευκολύνει και αυτή τις χρηματοδοτήσεις των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Σχετικά με τις συστημικές τράπεζες, βλέπουμε μια μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας τους, η οποία όμως προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την τεράστια διαφορά επιτοκίων χορηγήσεων και επιτοκίων καταθέσεων και από υπερβολικές προμήθειες. Θεωρείτε βιώσιμη αυτή την κερδοφορία;
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει πολύ την κερδοφορία τους τα τελευταία χρόνια, έχουν μειώσει τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων και έχουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υψηλότερους από αυτούς που απαιτεί το εποπτικό πλαίσιο. Σε γενικές γραμμές, ακόμη και μετά την προβλεπόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, θα συνεχίσουν να έχουν επαρκή κερδοφορία. Επαναλαμβάνω, πάντως, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος επιθυμεί αύξηση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό κλάδο, και εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα μπορώ να προσθέσω ότι υπάρχει συναντίληψη με την κυβέρνηση και ειδικά το υπουργείο Οικονομικών στο θέμα αυτό.
Οι ελληνικές τράπεζες -σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές- δεν προσφέρουν επιτόκιο στις καταθέσεις Ταμιευτηρίου, αλλά μόνο στις προθεσμιακές σε μεγάλα ποσά. Πώς αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα;
Οι τράπεζες είναι ελεύθερες να τιμολογούν καταθέσεις και δάνεια σύμφωνα με τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, τηρώντας βεβαίως ευλαβικά το εποπτικό πλαίσιο. Όμως η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, να δημιουργήσει συνθήκες ανταγωνιστικότερης τιμολόγησης μέσω της ενδυνάμωσης των μικρότερων τραπεζών, οι οποίες, είτε μόνες τους είτε συγχωνευόμενες, θα συμβάλλουν στην αύξηση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα. Ήδη τώρα δρομολογείται η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα, η οποία αναμένεται να αυξήσει τον ανταγωνισμό. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούν και οι λοιπές μη συστημικές τράπεζες, συνεταιριστικές και μη.
Παρά το γεγονός ότι έχουμε μόνο 4 συστημικές τράπεζες, δεν βλέπουμε ξένες -που επίσης θα τόνωναν τον ανταγωνισμό- να έρχονται στην Ελλάδα. Γιατί;
Δεν έχει ξεκινήσει ακόμη στην Ευρώπη, μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-2010, η διασυνοριακή κινητικότητα μεταξύ τραπεζών διότι ακόμη δεν έχει επιτευχθεί πλήρης τραπεζική ενοποίηση (π.χ. δεν υπάρχει ακόμη ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων). Αλλά δεν είναι μόνο η τραπεζική ένωση που δεν έχει επιτευχθεί πλήρως. Δεν υπάρχει ούτε ενοποίηση των κεφαλαιαγορών που είναι αναγκαία για την κεφαλαιακή ενδυνάμωση της Ε.Ε., ενώ θεωρείται πολύ μακρινή προοπτική και η δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης. Δυστυχώς αυτή η πολυδιάσπαση δεν ευνοεί την κινητικότητα τραπεζών και τραπεζικών υπηρεσιών μέσα στην Ε.Ε.
Μια και μιλάμε για επιτόκια, θεωρείτε ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει γρήγορα σε μείωσή τους;
Εφόσον ο πληθωρισμός εξελιχθεί σύμφωνα με την πρόβλεψή μας του Μαρτίου, και εφόσον η τάση αυτή διατηρηθεί ως το τέλος τους έτους, θεωρώ ότι θα έχουμε φέτος μειώσεις των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ. Προσωπικά θεωρώ ότι η μείωση των επιτοκίων τέσσερις φορές φέτος, από 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, είναι εφικτή. Αλλά αυτό δεν αποτελεί ακόμη ενιαία άποψη μέσα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Ορισμένοι συνάδελφοι είναι πιο επιφυλακτικοί και θεωρούν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων πρέπει να είναι πιο συγκρατημένες.
Είναι ο γνωστός καβγάς μεταξύ των διοικητών; «Ιέρακες και περιστερές»; Γιατί διαφωνείτε αφού τον ίδιο στόχο έχετε, την τιθάσευση του πληθωρισμού.
Οι διαφορές απόψεων μέσα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι πολύ μικρότερες από την εικόνα που υπάρχει στα μέσα ενημέρωσης. Το επίπεδο των επιχειρημάτων όλων είναι πολύ υψηλό και δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτόματα μια «αυτονόητη» λύση. Υπάρχει συζήτηση με βάσιμα επιχειρήματα απ’ όλες τις πλευρές. Και οφείλω να πω ότι η κυρία Λαγκάρντ αφιερώνει πολύ χρόνο στην επίτευξη συναίνεσης γύρω από κάθε απόφαση. Γι’ αυτό εξάλλου και η ΕΚΤ κατάφερε, μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες, να πετύχει μείωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη χωρίς ύφεση και χωρίς να θιγεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και κυρίως το τραπεζικό σύστημα.
Εφόσον έχουμε διακυμάνσεις των επιτοκίων σε Ε.Ε. και ΗΠΑ, τι προβλέπετε για τη διαμόρφωση της ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου τους επόμενους μήνες;
Η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου δεν είναι στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Ο βασικός στόχος της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος είναι η σταθερότητα των τιμών (πληθωρισμός 2%). Συνεπώς, θα αποφύγω οποιαδήποτε πρόβλεψη για την ισοτιμία δολαρίου - ευρώ. Πάντως δεν βλέπω τον λόγο για μεγάλες διακυμάνσεις, αφού ουσιαστικά οι τάσεις των επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη είναι σχεδόν παράλληλες.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr