Όπως αναφέρει, ενώ υπάρχουν διάφοροι τρόποι μέτρησης των πραγματικών επιτοκίων, όλοι επιβεβαιώνουν ότι η πολιτική βρίσκεται πλέον σε πολύ περιοριστικό έδαφος, υποστηρίζοντας το σενάριο για ισχυρές μειώσεις στα ονομαστικά επιτόκια τους επόμενους μήνες.
Επικαλούμενη την οικονομική θεωρία, η Capital Economics τονίζει πως τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την πραγματική δύναμη των χρημάτων που διαθέτουν, όταν αποφασίζουν αν θα αποταμιεύσουν ή θα ξοδέψουν. Υπό αυτό το πρίσμα, τότε μόνο τα πραγματικά επιτόκια έχουν σημασία.
Πρακτικά, η CE υποστηρίζει ότι τα ονομαστικά επιτόκια έχουν τουλάχιστον εξίσου μεγάλη σημασία επειδή οι άνθρωποι πάσχουν από τη λεγόμενη «ψευδαίσθηση του χρήματος» και αντιμετωπίζουν επίσης πιστωτικούς περιορισμούς σε ονομαστικούς όρους. Ωστόσο, υπάρχει περίπτωση να εξεταστεί η στάση της νομισματικής πολιτικής τόσο σε ονομαστικούς όσο και σε πραγματικούς όρους.
Σύμφωνα με την ανάλυση, δεν υπάρχει σωστός τρόπος μέτρησης των πραγματικών επιτοκίων. Το απλούστερο είναι να αφαιρεθεί ο πραγματικός ή ο δομικός πληθωρισμός από τα ονομαστικά επιτόκια. Σε αυτή τη βάση, τα πραγματικά επιτόκια αυξήθηκαν καθώς ο πληθωρισμός έχει μειωθεί.
Στην ευρωζώνη, για παράδειγμα, τα ονομαστικά επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά 450 μονάδες βάσης τους τελευταίους 18 μήνες, αλλά τα πραγματικά επιτόκια αυξήθηκαν κατά 1.000 μ.β. Παράλληλα, η συνεχιζόμενη πτώση του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες θα προκαλέσει περαιτέρω άνοδο των πραγματικών επιτοκίων, εκτός εάν μειωθούν τα ονομαστικά επιτόκια.
Δεδομένου ότι οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών έχουν μεταγενέστερο αντίκτυπο, σύμφωνα με την Capital Economics «είναι αναμφισβήτητα πιο λογικό να χρησιμοποιείται ο αναμενόμενος παρά ο πραγματικός πληθωρισμός για τον υπολογισμό των πραγματικών επιτοκίων». Αυτό, όμως, είναι δύσκολο καθώς διαφορετικά μέτρα «λένε» διαφορετικά πράγματα.
Σε γενικές γραμμές, οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των χρηματοπιστωτικών αγορών έχουν ακολουθήσει παρόμοια πορεία με τον πραγματικό πληθωρισμό. Αλλά σε μεσοπρόθεσμους όρους -που φαίνονται πιο σχετικοί με τις αποφάσεις για τις δαπάνες και τον δανεισμό- οι προσδοκίες ήταν πιο σταθερές. Σε αυτό το πλαίσιο, η CE επιλέγει να χρησιμοποιήσει τα επιτόκια ανταλλαγής (swap rates) χρηματοπιστωτικών αγορών ως τον προτιμώμενο αποπληθωριστικό παράγοντα.
Σε περίπτωση αποπληθωρισμού των ονομαστικών επιτοκίων, χρησιμοποιώντας τα 5ετή swap rates, η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής από το 2022 δεν ήταν τόσο επιθετική όσο θα υπονοούσε ένα απλό μέτρο αποπληθωρισμού με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή. Και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι πλέον κοντά στον στόχο του 2% που έχουν θέσει οι κεντρικές τράπεζες, τα πραγματικά επιτόκια πιθανότατα έχουν ήδη φτάσει στο peak τους σε αυτή τη βάση.
Το… big point για την Capital Economics είναι ότι η αλλαγή στη στάση της πραγματικής νομισματικής πολιτικής ήταν πολύ δραματική, με τα πραγματικά επιτόκια στις ΗΠΑ να αυξάνονται κατά 610 μονάδες βάσης από -2,9% τον Απρίλιο του 2022 σε περίπου 3,2% σήμερα. Η άνοδος ήταν ακόμη πιο απότομη στην ευρωζώνη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν λοιπόν η μεταβολή στα επιτόκια έχει σημασία όσο και το επίπεδό τους, τότε η κατάσταση φαίνεται να είναι χειρότερη σε πραγματικούς όρους. Επιπλέον, στις μεγάλες οικονομίες τα πραγματικά επιτόκια είναι πλέον πολύ υψηλότερα από το εκτιμώμενο ισοζύγιο της CE μεταξύ του 0,5% και του 1%.
Επομένως, καθώς ο πληθωρισμός εξομαλύνεται και τα απότοκα της προηγούμενης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής συνεχίζουν να «περνούν» στην παγκόσμια οικονομία, θα απαιτηθούν απότομες μειώσεις των επιτοκίων φέτος, για να επανέλθουν τα πραγματικά επιτόκια σε τουλάχιστον ουδέτερο επίπεδο και να αποφευχθούν περαιτέρω ζημιές, καταλήγει η Capital Economics.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr