Σημειώνεται ότι ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα από τον Αύγουστο του 2023. Όταν είχε προβεί σε εκείνη την αξιολόγηση δεν ήταν ακόμη αναγνωρισμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), λαμβάνοντας λίγους μήνες (συγκεκριμένα το Νοέμβριο) μετά την απαιτούμενη πιστοποίηση.
Μετά την Scope ακολουθούν οι αξιολογήσεις από την DBRS στις 8 Μαρτίου και από τη Moody’s στις 15 Μαρτίου, με τον δεύτερο να είναι ο μοναδικός οίκος που δεν έχει δώσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα.
Σειρά έχουν μετά η Standard and Poor’s στις 19 Απριλίου και η Fitch Ratings στις 31 Μαΐου. Εν συνεχεία, ξεκινά ο β’ γύρος των φετινών αξιολογήσεων, με την Scope στις 12 Ιουλίου, την DBRS στις 6 Σεπτεμβρίου, τη Moody’s στις 13 Σεπτεμβρίου, την S&P στις 18 Οκτωβρίου και την Fitch στις 22 Νοεμβρίου. Η Scope θα προχωρήσει και σε τρίτη αξιολόγηση στις 6 Δεκεμβρίου.
Όπως αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης, ολοκλήρωσε τον έλεγχο παρακολούθησης για την Ελλάδα στις 22 Ιανουαρίου, διευκρινίζοντας πως το report του δε συνιστά ενέργεια αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Αναλυτικά η έκθεση της Scope Ratings:
Η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της Ελλάδας με BBB- υποστηρίζεται από πολλαπλά πιστωτικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη μετά την κρίση της Covid-19, με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των καινοτομιών των τελευταίων ετών που καταδεικνύουν ένα πιο μακροπρόθεσμο νομισματικό στήριγμα για την Ελλάδα. Η απόκτηση από την Ελλάδα αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας που είναι αποδεκτή από την ΕΚΤ έχει ενισχύσει τη σταθερότητα της στήριξης του ευρωσυστήματος για τα ελληνικά χρεόγραφα. Επιπλέον, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της χώρας βρίσκονται σε τροχιά βελτίωσης από τα τελευταία χρόνια, υποστηριζόμενα από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό παράλληλα με την εκ νέου επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Τέλος, οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων περιόρισαν τα υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και κινητοποίησαν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, διευκολύνοντας τις δυσχέρειες που συνδέονται με τις αδυναμίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και αντισταθμίζοντας τις ιστορικά χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις.
Η Scope αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει συγκριτικά ισχυρή ανάπτυξη 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025, συγκρίσιμη με την εκτιμώμενη ανάπτυξη 2,1% από πέρυσι. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αναμένεται να παραμείνει εύρωστη, εν μέσω επιβραδυνόμενων πληθωριστικών πιέσεων και ενίσχυσης των αποτελεσμάτων της αγοράς εργασίας, ενώ η πρόσφατη χαλάρωση των όρων χρηματοδότησης θα στηρίξει την ανάκαμψη των επενδύσεων. Ένα ευνοϊκότερο εξωτερικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ανάκαμψης της ζήτησης από τους ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους, θα πρέπει επίσης να στηρίξει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να μειωθεί σε περίπου 140% έως το 2028 (από 160% που εκτιμάται στο τέλος του 2023), υποστηριζόμενος από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα κατά τα επόμενα έτη, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την παράλληλη αύξηση της επιβάρυνσης από την καταβολή τόκων.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εξακολουθούν να περιορίζονται από: πρώτον, το συνεχιζόμενο αυξημένο δημόσιο χρέος, το οποίο αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια στις επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η σταδιακή αποδυνάμωση της ευνοϊκής διάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας μπορεί να αποτελέσει πρόκληση μεσοπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα εκδίδει χρέος στις ιδιωτικές αγορές, γεγονός που αυξάνει το μέσο κόστος χρηματοδότησης, μειώνει τη μέση διάρκεια του χρέους και αυξάνει σταδιακά το μερίδιο του ιδιωτικού χρέους αντί του δημόσιου. Αυτή η μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους επιταχύνεται περαιτέρω από την ποσοτική σύσφιξη της ΕΚΤ. Δεύτερον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν. Τέλος, διαρθρωτικές-οικονομικές αδυναμίες, όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή (αν και έντονα μειούμενη) ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις συνιστούν πιστωτικούς περιορισμούς.
Το σταθερό outlook αντικατοπτρίζει την άποψη της Scope ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις παραμένουν ισορροπημένοι.
Οι μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις/προοπτικές θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά: i) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μεσοπρόθεσμα μια ισχυρή και διατηρήσιμη πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, ii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα περιοριστούν περαιτέρω, μέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, της περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και/ή του περιορισμού των δεσμών κράτους-τραπεζών ή και iii) οι διαρθρωτικές-οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες μειωθούν, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Αντίθετα, οι αξιολογήσεις/προοπτικές θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά: i) η στήριξη του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος μειωνόταν σημαντικά, προκαλώντας την αποκρυστάλλωση πιο σοβαρών σεναρίων της αγοράς, ii) εάν οι δημοσιονομικές πολιτικές παρέμεναν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή υλοποιηθεί μια πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αντιστρέφοντας την τρέχουσα πορεία μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους, iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα εάν ενταθούν εκ νέου, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποκρυστάλλωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων που επηρεάζουν τον κρατικό ισολογισμό, ή/και iv) η βιωσιμότητα της μακροοικονομικής ανάπτυξης εξασθενήσει ή/και οι μακροοικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες αυξηθούν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr